“Η μεγάλη σημασία που έδινε στην εξωτερική του εμφάνιση ο άνθρωπος σε όλες τις εποχές και ειδικά σήμερα που το παρουσιαστικό αποτελεί στοιχείο κοινωνικού γοήτρου, άρα και κοινωνικής ανόδου, συντέλεσε ώστε το επάγγελμα του κουρά να μην χαθεί στην χοάνη του χρόνου αλλά να αναβαπτιστεί με άλλα ονόματα, άλλα εργαλεία δουλειάς και άλλες φυσικά προοπτικές. Σπάνια αντικρίζει πια κανείς ταμπέλα με τη λέξη «ΚΟΥΡΕΙΟΝ». Η λέξη «ΚΟΜΜΩΣΕΙΣ» κυριαρχεί και ακόμη πιο εξευρωπαϊσμένα “COIFFURE” ή “SALON DE COIFFURE”.
Ο παραδοσιακός κουρέας – μπαρμπέρης (από τις μπαρμπέρες = φαβορίτες) είχε την χειροκίνητη μηχανή κουρέματος, ψιλή ή χονδρή για τα παιδιά, ψαλίδια καλοτροχισμένα, λουρί για τρόχισμα, ξυράφι για το ξύρισμα, στον πάγκο του επάνω είχε τα χαρτάκια για να σκουπίζει το ξυράφι και τις σαπουνάδες και δίπλα υπήρχε ένα μεταλλικό δοχείο με πινέλο για να φτιάχνει τη σαπουνάδα. Η σαπουνάδα γινόταν από πράσινο σαπούνι ψιλοτριμμένο. Σ’ ένα μεταλλικό δοχείο, την πουδριέρα, έβαζε την αρωματισμένη πούδρα. Στον τοίχο, σε μια γωνιά ήταν κρεμασμένη η νιφτήρα και από κάτω η λεκάνη. Πάνω στον πάγκο υπήρχαν ακόμη οι τσατσάρες διάφορων χρωμάτων, χοντρές ή ψιλές, ειδική τσατσάρα για την περιποίηση του μουστακιού, κρέμες για μετά το ξύρισμα, μπριλ – κριμ για τα μαλλιά….”(συνεχίζεται) (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο “O κουρέας Δημήτρης Κουτσούμπας”.