‘Όταν έχεις ένα και μοναδικό ζευγάρι παπούτσια που πρέπει να το προσέχεις σαν κόρη οφθαλμού κι έχεις να διασχίσεις καθημερινά χιλιόμετρα για να πας στο σχολείο, τότε δένεις κόμπο το κορδόνια, τα ρίχνεις γύρω από το λαιμό και τα φοράς όταν φτάσεις, για να μην σε κοροϊδεύουν τα άλλα παιδιά (εκτός κι αν ήταν στην ίδια κατάσταση). Όταν δε χαλάσουν, ούτε λόγος για καινούργια. Κατ’ ευθείαν στον τσαγκάρη – μπαλωματή για σόλιασμα. Άλλωστε όλα τα πράγματα θεωρούνταν για πέταμα μόνο όταν δεν δέχονταν πια καμιά επιδιόρθωση.
Στις καθημερινές τους δραστηριότητες οι άντρες των ορεινών περιοχών της Άρτας φορούσαν χοντροπάπουτσα από βακέτα ή καμιά φορά άρβυλα του στρατού. Τα κοφτά αντρικά παπούτσια, με το μαλακό δέρμα, ήταν ακατάλληλα για καθημερινή χρήση στους ορεινούς δρόμους, αλλά και για τους κατοίκους της πόλης, γιατί οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πέτρες και λάσπες. Αυτά τα παπούτσια, «τα καλά», τα φορούσαν σε καμιά γιορτή ή γάμο.
Στα χωριά του κάμπου και στα ορεινά συνήθιζαν να φορούν παπούτσια πετσωμένα με πεταλάκια για να μη χαλάνε εύκολα. Όταν φθείρονταν τα παπούτσια, τα πήγαιναν στον μάστορα. Αυτός έραβε τις τρύπες και τις σόλες των παπουτσιών και έβαζε καινούργιες πρόκες. Τις τρύπες των παπουτσιών τις μπάλωνε με φόλες, δηλαδή κομμάτια δέρματος, συνήθως από παλιά άχρηστα παπούτσια……(συνεχίζεται)” (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο “Ο Γιάννης Μπλέτσος ή Καπουτσίνος” σκυμένος πάνω από τον πάγκο της δουλειάς……