“ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΙ ΑΡΤΗΣ”  κατά το χρονικό διάστημα 1920 -1929 (Γ’ μέρος)

Ανάμεσα στα Οινομαγειρεία στην πόλη της Άρτας τη δεκαετία του ’30 διακρίνουμε και εκείνο του Καπέ, για το οποίο ο Γιώργος Κοτζιούλας, όντας μαθητής Γυμνασίου στην Άρτα, μας δίνει μια παραστατικότατη περιγραφή…

ΤΟ ΜΑΓΕΡΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΠΕ

 “…..Τις περισσότερες όμως φορές τρώγαμε στο μαγεριό του Καπέ. Βρίσκονταν στη γειτονιά μας, μπαίνοντας στο Τουρκοπάζαρο, πιο δω απ’ τον Οβριομαχαλά. Αντικρινά ήταν το μπακάλικο του Ρήγα, που μας είχε μουστερήδες του για ψιλοπράματα και λίγο πιο πέρα ένας φούρνος. Από κει παίρναμε για κάμποσο διάστημα το ψωμί μας με δελτίο, τότε με την έλλειψη, εξαιτίας των προσφύγων. Και παραπέρα ήταν το σπίτι της παπαδιάς που μου είχε κόψει με ξουράφι τη χρυσή, περνώντας μου μια κλωστή, κάποτε που είχα γίνει σα φλουρί και δε μπορούσα να πάρω τα πόδια.

Στο μαγεριό του Καπέ, χαμηλοτάβανο κι ευρύχωρο αρκετά, μαζεύονταν τα γυμνασιόπαιδα της γειτονιάς, αλλά προπάντων οι σπουδαστές απ’ την κοντινή ιερατική σχολή, που τους έδιναν μια πρόωρη σοβαροφάνεια τα ομοιόμορφα καλυμμαύχια και τα μανίκια των μακριών ράσων τους, όπου βαστούσαν σεμνά τα βιβλία, με κάτι το κοριτσίστικο απάνω τους, αληθινό ή πλαστό. Είχαν έρθει απ’ όλες τις γωνιές του νομού, ακόμα κι απ’ την Αιτωλοακαρνανία κι απ’ τη δυτική Θεσσαλία, επειδή δεν είχαν στα μέρη τους τέτοια σχολή. Και βρίσκονταν όλη μέρα στο πόδι, απασχολημένοι με τα μαθήματά τους, γιατ’ είχαν έναν αυστηρό διευθυντή, τον περίφημο Αναζηλή. Αυτός έκανε κι εφόδους τη νύχτα στα σπίτια τους, για να δει μήπως λείπει κανένας από κει. Συνηθισμένος ο ίδιος στη μοναχική πειθαρχία, είχε κι απ’ αυτούς την απαίτηση να ζουν λίγο πολύ σαν καλογεροπαίδια.

 Μα ανάμεσα στους ιεροσπουδαστές έβρισκες κι ανθρώπους παντρεμένους, με παιδιά κιόλας, με σγουρά μαύρα γένια, έτοιμους παπάδες. Συζητούσαν όλη την ώρα για τα μαθήματά τους, αναφέροντας ρητά της Αγίας Γραφής, έτσι που κοντεύαμε να τα μάθουμε κι εμείς οι άλλοι όπως τ’ ακούγαμε απ’ αυτούς ολοένα. Κάποτε καβγάδιζαν κιόλας απάνω στο φαΐ για το αν ένα εδάφιο του Ευαγγελίου λέει έτσι ή αλλιώς. Το μαγεριό του Καπέ το ’χαν σα δικό τους.

-Τι έχουμε σήμερα, μπάρμπα-Βασίλη; Και ο μπάρμπα-Βασίλης κοντόχοντρος, κοιλαράς σαν τον ακόλουθο τού Δεσπότη, μ’ εκείνη τη λερωμένη ποδιά του, με μικρά μάτια κρυμμένα στο πάχος, σαν του γουρουνιού, οπλισμένος με την αιώνια κουτάλα του, αράδιαζε τα φαγιά της ημέρας αρχίζοντας απ’ το κρέας ή τα ψάρια. Μα τις περισσότερες φορές περιορίζονταν να τα δείχνει μ’ ένα βλέμμα, είτε γιατί βαριόταν να τα ξαναλέει, είτε γιατ’ ήταν πιωμένος. Σα μύγες μας έβλεπε τότε, μύγες που βουίζαν ευχάριστα στο μαγαζί του.

-Άλ-λος τη σού-ουπα!

Κι έβανε αράδα κουταλιές άμα ήταν στα κέφια του –παίρνοντας ύστερα όσα του δίναν, χωρίς να τα πολυκοιτάει, ή δίνοντας τα δεφτέρια, στους ταχτικούς, να σημειώσουν τα βερεσέδια. Αυτοί ήταν οι έμπιστοι, που τρώγαν μεσημέρι βράδυ και τα πληρώναν όλα μαζί στο τέλος του μηνός. Τους έστελναν απ’ τα σπίτια τους κι είχαν γονιούς που βαστιούνταν. Αυτοί έτρωγαν καπαμά, τασκεμπάπ, συκωτάκια. Έπαιρναν και δεύτερο πιάτο καμιά φορά.

Απ’ τους άλλους, τους πολίτες, σπάνια έρχονταν κανένας εκεί, γιατ’ ήταν απόκεντρος ο δρόμος, απόμερο το στενό. Μονάχα έναν «μούτο» μαραγκό είχαμε κει κάθε μέρα, με μάτια γαλάζια, καχύποπτα, με το μολύβι περασμένο πίσω από τ’ αυτί. Αυτός ο μουγκός σύχναζε κει, ανάμεσά μας, για να μην τον ενοχλούν οι όμοιοί του, φαίνεται, επειδή κοντά σ’ εμάς έβρισκε ησυχία. Κι άμα απότρωγε, γρύλιζε σα γουρουνόπουλο.

-Κοίτα ο μούτος! με σκούνταγε ο Νάκος. Κι άλλο χαλεύει…

Πραγματικά, ζητούσε με νοήματα και δεύτερο και τρίτο πιάτο που ο Καπές του το ’βανε αμέσως (κι όχι αργώντας το όπως σ’ εμάς), αφού μάντευε απ’ το γνέψιμο τι του γύρευε.

Εμείς περιμέναμε υπομονετικά ώσπου να ’ρθει η σειρά μας. Δεν είχαμε αξιώσεις να μας προσέξει αμέσως ο μαστρο-Βασίλης, γιατί εγώ με το Νάκο δεν παίρναμε παραπάνω από μισή μερίδα, ως εκεί επιτρέπανε τα οικονομικά μας. Τρώγαμε μόνο λαδερά –φασόλια, φακή, ρεβίθια- κι επειδή ολόκληρη η μερίδα στοίχιζε μιάμιση δραχμή, εμείς πληρώναμε εβδομήντα πέντε λεπτά. Ο Νάκος τα σημείωνε κιόλα σ’ ένα δεφτεράκι, ίσως για να τα δείξει του πατέρα του ύστερα, να τον βεβαιώσει πως δεν έκανε σπατάλες.

Ο δικός μου δε μου ζητούσε λογαριασμό, γιατ’ ήξερε πως δεν ξοδεύω παραπάνω από το κανονικό. Κρέας ή ντολμάδες (τι αρχοντικό, αλήθεια, φαΐ) δοκίμαζα κάθε δυο ή τρεις μήνες που κατέβαινε ο πατέρας μου στην πόλη για να με δει. Μονάχα τότε, μόλις πληρώνονταν απ’ το ταμείο, μ’ έπαιρνε μαζί του στον κεντρικό δρόμο και τρώγαμε σε κανένα εστιατόριο της αγοράς, όπου κοντά στους μεγάλους έπαιρνε το σχέδιο κι εμένα για κανένα πιάτο της προκοπής. Τις άλλες φορές είχαμε συνηθίσει στη μισονηστεία.

Κρασί στο μαγεριό του Καπέ δε θυμάμαι να είχε. Πού το έβρισκε όμως ο ίδιος και μεθούσε σχεδόν κάθε μέρα; Και τι γίνονταν οι παράδες που μάζευε από μας και που δεν του λαγάριζε ούτε δεκάρα; Τόσο τα ντροπαλούτσικα παπαδάκια, όσο κι εμείς οι μικροί ξέραμε την αιτία, την πηγή του κακού. Λίγο πιο πέρα απ’ το μαγερειό, στη γωνιά, αντίκρυ απ’ το τσαγκαράδικο του Σαρλή, βρίσκονταν κάτι κόκκινα τζάμια, βαμμένα με πρόστυχη μπογιά. Τα βλέπαμε κάθε μέρα καθώς περνούσαμε για το σχολειό, χωρίς να καλοξέρουμε τι κρύβουν από μέσα. Και να θέλαμε να κοιτάξουμε (που αυτό μήτε μας περνούσε απ’ το νου), οι χρωματιστές εκείνες μουντζούρες ήταν σαν ένα παραπέτασμα μυστηρίου. Μονάχα γυαλιά από σπασμένες μπουκάλες και χοντρά ποτήρια με λαβές βλέπαμε να σκουπίζουν, να πετούν από κει τα πρωινά, δείγματα κι απομεινάρια κολασμένων ξενυχτιών.

Αυτό ήταν το κακόφημο «καφέ σαντάν», η εστία της διαφθοράς, κι εκεί πετούσαν οι αμαρτωλές πεταλούδες, οι «πριμαντόνες» με τ’ όνομα. Μέσα κει, σα γειτονιά του που ήταν, έβρισκε καταφύγιο, έπειτ’ απ’ τον ημερήσιο κόπο του κι ο μάγεράς μας ο Καπές, ζητώντας φαγιά και φρούτα αλλιώτικα απ’ τα δικά του, τα φτωχικά και παπαδίστικα, σβήνοντας τη δίψα του σε ακριβά πιοτά κι όχι στο αθώο νερό που πότιζε με την κανάτα του εμάς.

Πολλές φορές τον βρίσκαμε μαχμουρλή, νυσταγμένον, ανόρεχτο απ’ την αϋπνία. Τα μάτια του τότε μόλις άνοιγαν, αλλά και πάλι νόμιζες πως δεν μας γνωρίζει. Ο νους του ήταν αλλού, στη νύχτα τη μουντή. Κάποτε, σπανιότερα όμως, βρίσκαμε το μαγέρικο κλειστό. Αυτό σήμαινε πως δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και πως το ’χε παρακάμει αποβραδίς ο μπάρμπα-Βασίλης, ο άκακος σαν παιδί, ο άφταιγος κριματισμένος. Τότε τραβούσαμε κι εμείς στο παζάρι, να φάμε γιαούρτη πενήντα δράμια, στο γέρο Γκύζα με τις αγαθές μουστάκες ή να το ρίξουμε έξω παραγγέλνοντας χέλια στο σοβαρό, στον τίμιο Ξύλινο, που τον βοήθαγε και το παιδί του, μεγαλύτερος από μας συμμαθητής μας…..” (Πηγή : ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Άπαντα Γ. Κοτζιούλας, 1957)

Στη φωτογραφία το Γ’ μέρος με τους επαγγελματίες της Άρτας – Δεκαεία 1920-29 (Πηγή : 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913, ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ……., Ιωάννινα, 2013)

Δημοσιεύθηκε στην Το εμπόριο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *