Με τη χάραξη των συνόρων του 1832, η περιοχή της Άρτας και ιδιαίτερα το Ραδοβίζι κόβεται «ξαφνικά» στα δυο – έτσι, τίθενται φραγμοί στις ανταλλαγές και την επικοινωνία των ένοπλων και ενεργοποιούνται μηχανισμοί ανάκτησης της προεπαναστατικής ισορροπίας στα αρματολίκια της περιοχής. Μετά την επανάσταση, την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους και τη χάραξη των συνόρων, το Ραδοβίζι συνιστά πλέον ένα μεθοριακό αρματολίκι. Πρόκειται για νέα δεδομένα που σηματοδοτούν διαδικασίες ρήξεων και ασυνεχειών στους χώρους των ένοπλων (και όχι μόνο) ένθεν και εκείθεν των συνόρων, στις προγενέστερες, δηλαδή, αρματολικές περιφέρειες.
Η εγκαθίδρυση των συνόρων δεν σημαίνει απλά μια τομή στο συνεχές του χώρου που υποχρεώνει τους ένοπλους των παραμεθόριων περιοχών να επαναπροσδιορίσουν κοινωνικές σχέσεις και στρατηγικές. Ακόμη περισσότερο, στα σύνορα αποτυπώνονται διαδικασίες ρήξεων και ασυνεχειών που αφορούν στους ρόλους και τις λειτουργίες των ένοπλων τόσο στο ελληνικό κράτος όσο και στο οθωμανικό και συνακόλουθα και στη λογική και τις πρακτικές αντιμετώπισης και διαχείρισης της ένοπλης δράσης που προκρίνονται στην κάθε μία επικράτεια.
Το ελληνικό κράτος προσανατολίστηκε εξ αρχής στη διοργάνωση κεντρικά μισθοδοτούμενου και συγκεντρωτικά οργανωμένου στρατιωτικού μηχανισμού (τακτικός στρατός, Χωροφυλακή, Εθνοφυλακή, Οροφυλακή) καταργώντας και υποβαθμίζοντας το ρόλο των τοπικά προσδιορισμένων και σχετικά αυτόνομων ενόπλων ομάδων και αρματολικών δικτύων της προεπαναστατικής περιόδου. Στη συγκυρία αυτή, πολλοί από τους παλιούς καπετάνιους που δεν κατόρθωσαν να ενταχθούν στα νέα σώματα καταφεύγουν στη ληστεία ή στο γειτονικό οθωμανικό κράτος όπου και συμμετέχουν στον αρματολικό ανταγωνισμό. Ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που συμμετέχουν ή στηρίζουν τοπικές, συνήθως, εξεγέρσεις, ήδη από το 1834 και μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής το 1881 και την χάραξη των νέων συνόρων, όπως για παράδειγμα οι επαναστάσεις στην Άρτα το 1854, το 1866 και το 1878. Στο πλαίσιο αυτό, οι επαναστάτες πολλές φορές λοιδορήθηκαν και κατηγορήθηκαν ως ληστές τόσο από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Οθωμανικής. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Σκαλτζογιάννης, ένας από τους οπλαρχηγούς και σημαντικούς παράγοντες του αγώνα, που υπέγραψαν την προκήρυξη της Επανάστασης του 1878.
Στη φωτογραφία “Η Προκήρυξη – Ψήφισμα την οποία απέστειλε η προσωρινή διοίκηση Ραδοβυζίων – Τζουμέρκων προς την Κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας και τις Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στις 28 Μαρτίου 1878. (Πηγή φωτογραφίας : Εφημερίδα ΕΡΙΒΩΛΟΣ, Άρτα)
Το πρωτότυπο της πιο πάνω προκηρύξεως βρίσκεται στα χέρια του δασκάλου Γεωργίου Μαυρογιάννη, από την Ελάτη Άρτης, κατευθείαν απόγονου του Προέδρου της Προσωρινής Διοίκησης Ραδοβυζίων – Τζουμέρκων, Αναγνώστη – Ντούλα Μαυρογιάννη. Στις φωτογραφίες που ακολουθούν, “Το περιεχόμενο της προκήρυξης” όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του Αντωνίου Ν. Αθανασάκη ΤΟ ΑΣΤΡΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, Αθήνα, 2000)