Διαβάσαμε πρόσφατα μια πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογική προσέγγιση των τοπωνυμίων των Μελισσουργών από τον κ. Μιχάλη Ντινόπουλο (@Dino), έναν επιστήμονα που γνωρίζει αρκετές γλώσσες και ασχολείται με τα ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια διάφορων περιοχών. Σύμφωνα με την ετυμολογική ανάλυση που ακολουθεί, είναι προφανές ότι τα αρμάνικα μιλιούνταν ευρέως στην περιοχή των βόρειων Τζουμέρκων στο παρελθόν. Γράφει λοιπόν ο κ. Ντινόπουλος :
“Το Κοφερίτα (η Κοφερίτα), που παραδοσιακά προφέρεται Kufiríta (η Κουφιρίτα), είναι ένα ρέμα στο ελληνόφωνο χωριό Μελισσουργοί που βρίσκεται στην περιφερειακή ενότητα Άρτας, στην Ήπειρο. Το όνομα του ρέματος προέρχεται από μια αρμάνικη μορφή *(Valea) Cufărită < (θηλυκό ουσιαστικό vale, οριστική μορφή: valea, = κοιλάδα, ρέμα) + cufărită = παραλλαγή του cufurită, θηλυκή μορφή του επιθέτου cufurit = έχω διάρροια, μολυσμένος/λερωμένος με διάρροια. Το όνομα δόθηκε στο ρέμα είτε επειδή το νερό του παρομοίαζε με διάρροια (λόγω του χρώματός του, της θορυβώδους ροής του ή κάποιου άλλου λόγου) είτε γιατί προκαλούσε διάρροια όταν έπιναν από αυτό ή για τον λόγο ότι πετούσαν εκεί ορμή.
Παρόλο που αυτή η εξήγηση μπορεί να φαίνεται περίεργη, τα στοιχεία «διάρροια» και «τάση» είναι στην πραγματικότητα καλά επιβεβαιωμένα στην τοπωνυμία της Ελλάδας. Για παράδειγμα: Στο ελληνόφωνο χωριό Βουργαρέλι (Βουργαρέλι), που βρίσκεται επίσης στην περιφερειακή ενότητα Άρτας, υπάρχει ένα ρέμα που λέγεται Τσιρλιάρης (Τσιρλιάρης) < τσιρλιάρης – τσιρλιάρης = που έχει συχνά διάρροια. Στην περιοχή των Αγράφων της Στερεάς Ελλάδας υπάρχει μια πηγή νερού που λέγεται Τσιρλιάρα (η Τσιρλιάρα) < τσιρλιάρα – τσιρλιάρα, γυναικεία μορφή τσιρλιάρης – τσιρλιάρης = που έχει συχνά διάρροια.
Ο πρώτος μελετητής, εξ όσων γνωρίζω, που εξήγησε το τοπωνύμιο Koferíta από τα Αρμάνικα είναι ο μεγάλος Αρμάνος γλωσσολόγος Theodor Capidan. Στο έργο του «Toponymie macédo-roumaine» (1946), αντλεί το τοπωνύμιο Koferíta από τα αρουμάνικα cufărită («Il vient de l’aroumain cufărită […]»), θηλυκό μετοχή του ρήματος cufărescu/cufurescu = έχω διάρροια. , μολύνω/χώμα με διάρροια < λατ. conforio = μολύνω, ρυπαίνω με ταραχή, διάρροια.
Στα Ευρυτανικά Άγραφα, βρίσκουμε ένα ρέμα που ονομάζεται Kufaríta (η Κουφαρίτα) στο ελληνόφωνο χωριό Παλαιοκατούνα (Παλαιοκατούνα), το οποίο αναμφίβολα έχει την ίδια προέλευση με τα Koferíta, δηλαδή προέρχεται από μια αρμάνικη μορφή *(Valea) Cufărită. Εδώ μπορούμε να δούμε ότι το αρμάνικο ă, δηλ. /ə/, ήχος που δεν υπάρχει στα ελληνικά, αποδόθηκε ως “a”, ενώ στα Koferíta ως “e” και αργότερα ως “i”, ως το άτονο “e” παραδοσιακά προφέρεται «ι» στην περιοχή.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα (π.χ. στο ελληνόφωνο χωριό Λιδωρίκι – Λιδωρίκι της Στερεάς Ελλάδας) μαρτυρούνται αρκετά ρέματα που ονομάζονται Σκάτορεμα (Σκατόρεμα), δηλ. «Ordure Stream» (από τα ελληνικά skató – σκατό = ordure + réma – ρέμα = ρέμα). . Στην Αιτωλία-Ακαρνανία, στη Στερεά Ελλάδα, υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Σκατολά(ν)γάδο (Σκατολάγκαδο) = «Κοιλάδα/Φαράγγι» (από το ελληνικό skató – σκατό = ordure + la(n)gádhi – λαγκάδι = κοιλάδα, φαράγγι).
Στην κεντρική Βουλγαρία (ανατολικά της Σόφιας), βρίσκουμε ένα μικρό ποτάμι που ονομάζεται Kufarita (Куфарита), επίσης πιστοποιημένο ως Kuforita (Куфорита), κοντά στην πόλη Koprivštica (Копривщица). Στην επιστημονική βιβλιογραφία, το όνομα του ποταμού έχει εξηγηθεί ως βλάχικης προέλευσης και ότι έχει την ίδια σημασία με το ρουμανικό cufurită, θηλυκή μορφή του επιθέτου cufurit = πάσχει από διάρροια, μολυσμένος / λερωμένος / μολυσμένος με διάρροια / ταραχή, βρώμικος. Η παραλλαγή Kufarita αντικατοπτρίζει μια βλάχικη μορφή *Cufărită, ενώ η παραλλαγή Kuforita μια μορφή *Cuforită < *cuforit = cufurit (πρβλ. ρουμανικά cufoare, πληθυντικός τύπος: cufori, = διάρροια).
Στο χωριό Μελισσουργοί βρίσκουμε και αρκετά άλλα τοπωνύμια αρμάνικης προέλευσης. Για παράδειγμα:
Skrípta (η Σκρίπτα) < αρμαν. *Scriptă < scriptă, θηλυκός τύπος του επιθέτου scriptu = όμορφος, ζωγραφισμένος, εγγεγραμμένος, γραμμένος. Το ίδιο ακριβώς τοπωνύμιο συναντάμε και στην περιοχή των Αγράφων.
Gigóros (ο Γκιγκόρος) < αρμάνικο *Ghighor(u) <ghighor(u) = τούφα (ποικιλία ασβεστόλιθου). Το ίδιο ακριβώς τοπωνύμιο συναντάμε και στη δυτική Θεσσαλία, κοντά στα αρμανόφωνα χωριά. Στο Αρμάνικο χωριό Γρεβενίτι (στην περιφερειακή ενότητα Ιωαννίνων, στο ελληνικό τμήμα της Ηπείρου), υπάρχει μια τοποθεσία γνωστή στα αρμάνικα ως Ghigor(u), που έχει την ίδια σημασία.
Baltinési (το Μπαλτινέσι) < αρμαν. *Păltiniș < paltin = πλάτανος + το επίθημα -iș (που σημαίνει «γεμάτος»). Πρβλ. ρουμανικό păltiniș = άλσος πλατάνια-σφενδάμι, τόπος γεμάτος πλατάνια < paltin = πλάτανο-σφενδάμι (ίδια προέλευση με τα αρουμάνικα paltin = πλάτανος) + το επίθημα -iș. Λόγω του Β-, το τοπωνύμιο φαίνεται να αντικατοπτρίζει μια αρμάνικη μορφή *(î)n Băltiniș = σε Păltiniș. Στα αρμανικά “la” & “(î)n” = να. Όταν χρησιμοποιείται το “(î)n”, προκαλεί ηχητική ηχογράφηση του ακόλουθου συμφώνου. Για παράδειγμα, το τοπωνύμιο Cărpinet(u) στο Αρμάνικο χωριό Γρεβενίτι γίνεται n Gărpinet(u), (https://imgur.com/QJNYY6K).
To Baltinési έχει την ίδια σημασία & προέλευση με τα τοπωνύμια Baltenísi/Baldenísi (Μπαλτενήσι/Μπαλντενήσι), παραδοσιακά προφέρεται Baltinís’/Baldinís’ (Μπαλτινήσ’/Μπαλντινήσ’), στην περιοχή των Αγράφων της Στερεάς Ελλάδας και Paltinísi (Παλτινίσι) στην περιοχή του Ζαγορίου της Ηπείρου.
Σχετικά με το -ési < -iș, παρατηρούμε την ίδια εξέλιξη στην περίπτωση του ελληνόφωνου χωριού Κορνέσι – Κορνέσι (μετονομάστηκε Μοσχόφυτο – Μοσχόφυτο) στην περιοχή Ασπροποτάμου της δυτικής Θεσσαλίας, που επίσης πιστοποιείται ως Κορνήσι (Κορνίσι), του οποίου το όνομα. προέρχεται από μια αρμάνικη μορφή *Corniș < cornu = cornel-tree + το επίθημα -iș, βλ. ρουμανικό corniș = άλσος κορνελών, τόπος γεμάτος κορνέλλες < καλαμπόκι = κορνέλα + το επίθημα -iș.
Τα αρμάνικα τοπωνύμια στους Μελισσουργούς αφήνουν ελάχιστη αμφιβολία ότι τα αρμάνικα μιλούνταν εκτενώς εκεί στο παρελθόν.
Στη φωτογραφία το Γεφύρι στην Κοφερίτα των Μελισσουργών σήμερα. (Πηγή : http://www.melissourgoi.gr/)