Γαλλικοί εμπορικοί οίκοι στην Άρτα – Το εμπόριο Γλυκόριζας

——————–
Στην περιοχή τής Άρτας δεν παρατηρείται η εμπορική κίνηση πού παρουσίαζαν άλλα προξενεία, όπως της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. ’Ασφαλώς, ούτε η έκταση και η ικανότητα τής ντόπιας αγοράς για απορρόφηση γαλλικών βιομηχανικών προϊόντων ή άλλων ειδών, αλλά ούτε και οι εξαγωγικές δυνατότητες τής περιοχής ήταν τόσο μεγάλες, ώστε να δικαιολογούν μια παρόμοια σύγκριση. Ανάλογος λοιπόν ήταν και ο αριθμός, η διάρκεια ζωής και η οικονομική σημασία των γαλλικών εμπορικών οίκων τής περιοχής του προξενείου Άρτας, καθώς και η παρουσία Γάλλων εμπόρων εγκαταστημένων στην περιοχή.
Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση ήταν το 1760, όταν εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον κάποιου Γάλλου επιχειρηματία να εγκατασταθεί στην περιοχή· Πρόκειται για τον Louis Badin από την πόλη Antibes. Αυτός, πριν από το 1760, είχε στον Τάραντα βιομηχανία χυμού γλυκόριζας. Όμως η αύξηση τής τιμής της πρώτης ύλης, καθώς και τα υψηλά τέλη εξαγωγής τα οποία έπρεπε να καταβάλλει εκεί, υποχρέωσαν τον Badin να εγκαταστήσει την επιχείρησή του σέ άλλο μέρος. Σαν πιο κατάλληλη θεωρήθηκε ή περιοχή του προξενείου τής Άρτας, όπου το φυτό, που έδινε τη ρίζα του για την παρασκευή του χυμού, υπήρχε άφθονο (εξ ου και το όνομα του σημερινού Γλυκόριζου). Έπρεπε όμως προηγουμένως ό Γάλλος επιχειρηματίας να πάρει τη συγκατάθεση του πρόξενου Boulle, ο οποίος είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εμπορεύεται στην περιοχή. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγιναν οι σχετικές συνεννοήσεις του Badin με τον πρόξενο της Άρτας, ούτε με ποια ανταλλάγματα, αν υπήρξαν, εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση του τελευταίου. Πάντως ο Boulle ανέφερε στο υπουργείο ότι δεν είχε αντίρρηση για την εγκατάσταση του Badin στην περιοχή τής Άρτας, αφού βέβαια μία παρόμοια επιχείρηση δεν έβλαπτε καθόλου τα δικά του συμφέροντα, με τον όρο ότι ο Badin δεν θα επεξέτεινε τη δράση του στο εμπόριο οποιουδήποτε άλλου προϊόντος….…….Ο Badin λοιπόν προμηθευόταν τη γλυκόριζα σε χαμηλή τιμή από αγρότες που την καλλιεργούσαν άφθονα στην τουρκοκρατούμενη πεδιάδα της Άρτας. Επειδή μάλιστα το χώμα της περιοχής ήταν ανάμεικτο με άμμο και γι’ αυτό λιγότερο εύφορο, η γλυκόριζα που καλλιεργούνταν στα εδάφη αυτά ήταν πολύ καλής ποιότητας.

Τα φορτία μεταφερόταν με καραβάνια όνων και μουλαριών ως την Σαλαώρα και από κει με πλοία περνούσε το φορτίο στην Βόνιτσα. Εκεί στο εργοστάσιο, αφού περνούσε από ειδική επεξεργασία, στο τέλος παραγόταν ένας συμπυκνωμένος χυμός, τον οποίο διοχέτευαν για πώληση στο εμπόριο Γερμανία και τη Ρωσία. Στα κράτη αυτά, εκτός από γλυκαντικό, χρησιμοποιόταν για την παραγωγή μπίρας για το στρατό και ενός ποτού πιο δυνατού από το ρακί. Στη Ρωσία το έδιναν κατά τη διάρκεια του χειμώνα στα παιδιά που, καθώς ήταν γλυκό, τους άρεσε για να προστατευθούν από την πνευμονία, που θα μπορούσε να τα προσβάλλει εξαιτίας του ψυχρού κλίματος.

Στο εργοστάσιο παραγωγής του χυμού γλυκόριζας απασχολούνταν εβδομήντα εργάτες. Από αυτούς οι σαράντα χρησιμοποιούνταν στη συγκέντρωση των γλυκοριζών από τις αγροτικές περιοχές της Άρτας και στη μεταφορά των ριζών από την ύπαιθρο της Άρτας ως την Σαλαώρα και από εκεί στη Βόνιτσα με ένα μικρό πλοίο χωρητικότητας 40 περίπου μοδίων. Ένα μέρος από τους υπόλοιπους εργάτες απασχολούνταν με την κοπή, από τα κοντινά οθωμανικά κτήματα, ξύλων, που χρησιμοποιούνταν για τη θέρμανση του λέβητα του εργοστασίου, ενώ οι υπόλοιποι απασχολούνταν στην παραγωγή του συμπυκνωμένου χυμού και στην κατασκευή των κιβωτίων, στα οποία συσκευαζόταν το παραγόμενο προϊόν.

Οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση αμείβονταν με μισθό και τους παρεχόταν και η καθημερινή τροφή. Για να εξασφαλιστεί η άδεια προμήθειας της γλυκόριζας από τις αγροτικές περιοχές της Άρτας, καταβάλλονταν εκατό τσεκίνια ανά εξάμηνο στον βοεβόδα της Άρτας και εικοσιτέσσερα τσεκίνια στο δημόσιο τελωνείο. Επίσης ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου πλήρωνε 24 τσεκίνια για ενοικίαση του νερόμυλου, στον οποίο γινόταν το άλεσμα των ριζών, και εικοσιτέσσερα δουκάτα για ενοικίαση των οικημάτων όπου είχαν εγκατασταθεί τα μηχανήματα του εργοστασίου. Όσον αφορά τέλος την παραγωγή, αναφέρεται ότι από την επεξεργασία εκατό ριζών γλυκόριζας παράγονταν περίπου 20 λίβρες χυμού, ενώ η εξαμηνιαία παραγωγή έφτανε στα διακόσια πενήντα περίπου κιβώτια , βάρους εκατό bottoli το καθένα…..
(Πηγές : 1.ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, Γ. Σιορόκας, Αθήνα, 1981 2.Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΒΕΝΕΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ, Ε. Βέτσιος, Αθήνα, 2007)

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην Ενετοκρατία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *