Γιατί ερήμωσαν τα χωριά μας….

Στις διάφορες αναρτήσεις μας βλέπουμε ότι πολλοί φίλοι και αναγνώστες εκδηλώνουν την ανησυχία τους και τον προβληματισμό τους για τον μαρασμό των ορεινών χωριών της περιοχής μας, μια κατάσταση που γίνεται όλο και χειρότερη καθώς οι παλιότερες γενιές που κρατούσαν κατά κάποιο τρόπο τα χωριά ακόμη ζωντανά, χάνονται σιγά – σιγά…

Πρόσφατα διαβάσαμε μια εργασία του φίλου και ερευνητή Μιχάλη Σάρρα σχετικά με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Ήπειρο στα τέλη της δεκαετίας του ’40, που συνετέλεσαν  στην εσωτερική μετανάστευση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, η οποία κορυφώθηκε από την δεκαετία του ’60 και μετά. Η εργασία με τίτλο “The Social Preconditions of the Greek Civil War: The Case of Epirus”, Conference for Postgraduate Students, Doctoral Candidates and Young Researchers on “The Balkan States during World War II (1939-1945)” παρουσιάστηκε σε συνέδριο στο ΑΠΘ τον Μάρτιο του 2018. Μια και είναι στα Αγγλικά, θα κάνουμε μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε τα κύρια σημεία της για όσους δυσκολεύονται με τη χρήση της γλώσσας.

Η πλειονότητα του πληθυσμού στην περιοχή της Ηπείρου κατά τον Μεσοπόλεμο και προς το τέλος του, απασχολούνταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι ο αμιγώς αστικός πληθυσμός της περιοχής ήταν πολύ μικρός, σχεδόν 14,5% το 1928 και 13,26% το 1940. Πιο συγκεκριμένα, ο αστικός πληθυσμός της Άρτας το 1928 ήταν 8.045 άτομα σε σύνολο 52.596 ενώ το 1940  ανέρχονταν σε 9.441 άτομα σε σύνολο 65.175 κατοίκων. (Στις παραπάνω μετρήσεις δεν περιλαμβάνονται τα χωριά με ημιαστικό πληθυσμό που είχαν πάνω από 1000 κατοίκους όπως για παράδειγμα η  Άγναντα (1.291 hab.),  το Βουλγαρέλι (1.592 hab.), το Κομπότι (1.486 hab.), το  Πέτα (2.003 hab.) κ.α.

Από τα στοιχεία είναι προφανές ότι ο αριθμός των ατόμων που απασχολούνταν σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερος από τον αριθμό που μπορούσε να απορροφηθεί, ώστε να υπάρχει μια ισορροπημένη αναλογία ανάμεσα στην προσφορά εργατικού δυναμικού και στην ζήτηση, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη συντήρηση των αγροτικών οικογενειών. Πολλοί αγρότες  ήταν λειτουργικά άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι καθώς τα στοιχεία παραγωγής των χρόνων του μεσοπολέμου θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί με πολύ λιγότερους εργάτες.

Επιπλέον ο μεγάλος αριθμός παιδιών κατά μέσο όρο σε κάθε οικογένεια είχε συντελέσει στο να κατατμηθεί  η γονική περιουσία σε πολλά και μικρά κομμάτια που δύσκολα πλέον μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικογένειες των νέων μελών. Έτσι οι κακές συνθήκες υγιεινής και στέγασης ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο για την περιοχή. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αγροτική οικογένεια παρήγαγε ίσα – ίσα για να καταναλώσει και εμπορευόταν το πενιχρό αγροτικό της πλεόνασμα καθώς και τη ξυλεία στην πόλη. Η κακή διατροφή και περιοδικά κατά τόπους ο υποσιτισμός, έπλητταν ένα μέρος των κατοίκων των ορεινών και ημι-ορεινών κοινοτήτων.

Οι περιορισμένες ευκαιρίες κοινωνικής κινητικότητας των χρόνων του Μεσοπολέμου τερματίστηκαν με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος επέφερε ανυπολόγιστες καταστροφές στις υποδομές, τη στέγαση και την κτηνοτροφία, συμπεριλαμβανομένης της στρατολόγησης και του θανάτου χιλιάδων νέων από το 1940 έως το 1944. Τα αντίποινα και οι λεηλασίες του στρατού κατοχής γκρέμισαν τη ζωή του χωριού και κατά συνέπεια την αγροτική παραγωγή. Το κοινωνικό και παραγωγικό υπόβαθρο της περιοχής της Ηπείρου, ήδη φτωχό από τα χρόνια του Μεσοπολέμου, πληγώθηκε ανεπανόρθωτα από τον πόλεμο και την κατοχή. Ήταν κι αυτές, οι σκληρές συνθήκες ζωής στη χώρα – συνθήκες μάχης για επιβίωση – που προετοίμασαν το έδαφος για μαζική ένταξη στην αντίσταση και αργότερα για τον ανεξέλεγκτο εμφύλιο πόλεμο. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η Ήπειρος, από την ένταξή της στο ελληνικό κράτος μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου, είχε παραμείνει μια φτωχή αγροτική περιφέρεια των «Νέων Χωρών» και είχε μείνει στο περιθώριο των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών του μεσοπολέμου, αν εξαιρέσουμε την αναδιανομή των μεγάλων εκμεταλλεύσεων γης (τσιφλίκια). Οι κάτοικοι, και ιδιαίτερα οι αγρότες, προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν με παραδοσιακά μέσα για να επιβιώσουν και να θρέψουν τις οικογένειές τους.

Έτσι η φυγή από το χωριό για τον νεαρό αγροτικό πληθυσμό της Ηπείρου ήταν η μόνη διέξοδος καθώς μια αξιοπρεπής απασχόληση ήταν ένα αναπάντητο ερώτημα. Ο δρόμος της μετανάστευσης στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ είχε κλείσει ως επί το πλείστον μετά το 1929. Τα αστικά κέντρα της Ηπείρου ήταν μικρά χωρίς βιομηχανική παραγωγή. Μερικά μικρά εργαστήρια ήταν κυρίως οικοτεχνίες με οικογενειακή ή συγγενική δομή. Η στροφή προς τις μεγάλες πόλεις και κυρίως την πρωτεύουσα ήταν η μόνη λύση. Όσοι δεν ακολούθησαν σπουδές για να γίνουν γιατροί, δάσκαλοι, γεωπόνοι μηχανικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, κατέφυγαν στην Αθήνα από πολύ μικροί προσπαθώντας να ζήσουν ξεκινώντας από χαμηλή βάση και κάποιοι από το μηδέν. Αρκετοί επίσης μετανάστευσαν σαν ανειδίκευτοι εργάτες στη Γερμανία. Ακόμα και στην Αθήνα όμως, η κατάσταση ήταν δυσάρεστη. Συχνά τους εκμεταλλεύονταν και έπρεπε να δουλέψουν πολύ σκληρά για να επιβιώσουν, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν βοήθεια από την οικογένειά τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι αυτοί βίωσαν βαθιά τα αδιέξοδα του χωριού που τους οδήγησαν στην εσωτερική μετανάστευση αλλά και τις σκληρές συνθήκες ζωής και εργασίας στη μεγάλη πόλη….

Στη φωτογραφία “Μια οικογένεια στα ορεινά της Ηπείρου το 1944”. Μια φωτογραφία του Νεοζηλανδού Τομ Μπαρνς, συνδέσμου του ΕΔΕΣ, από τη Συλλογή του Μίμη Χριστοφιλάκη.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *