Η “Γέφυρα του Λοχαγού Διαμάντη” στην Αδριανούπολη

“…….Από τους δεκαεπτά γενναίους Έλληνες του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων που έπεσαν κατά την απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Αδριανούπολης το έτος 1920 από τον ελληνικό στρατό, εκείνος που έμεινε στην αιωνιότητα, κερδίζοντας κατ’ ουσίαν τα μεγαλύτερα εύσημα, ως αξιωματικός και αρχηγός της επιχείρησης ίσως, ήταν ο Αρτινός Λοχαγός Νικόλαος Διαμάντης , που έπεσε νεκρός ακριβώς μπροστά στη γέφυρα στην είσοδο της πόλης, και για αυτό οι λυτρωθέντες κάτοικοί της έδωσαν στο εν λόγω γεφύρι τ’ όνομά του: «Γέφυρα Λοχαγού Διαμάντη». Οι απόγονοι των Ελλήνων Αδριανουπολιτών και Καραγατσιανών ακόμη και σήμερα την αποκαλούν έτσι, και δε χάνουν ευκαιρία σε κάθε επίσκεψη στα πατρογονικά τους να ξαποσταίνουν στον ίσκιο της, εκεί που περνούσαν πολλές από τις ελεύθερες ώρες τους οι πρόγονοί τους.

Στα αρχεία του Αρχηγείου Στρατού, περιγράφονται από τον Θεοτικό (1969) λιτά και απέριττα, εντός ολίγων γραμμών, τόσο η θυσία του Ηπειρώτη Λοχαγού όσο και η αναγνώριση της προσφοράς του στην πατρίδα, μέσω της απόφασης να δοθούν ο στρατιωτικός του βαθμός και το επώνυμό του στην περίφημη και αιματοβαμμένη γέφυρα ως νέα ονομασία της: «Ἐπί τῆς γεφύρας τοῦ Ἔβρου ἔπεσεν ἡρωικῶς μαχόμενος ὁ Λοχαγός Πεζικοῦ Διαμάντης Νικόλαος, δι’ ὅ καὶ βραδύτερον ἡ γέφυρα ἔλαβε τό ὄνομά του».

Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ρίχνοντας ματιές ταυτόχρονα ή και χωριστά, η γέφυρα του Λοχαγού Διαμάντη έχει πολλές και εμφανείς ομοιότητες με το Γεφύρι της Άρτας τόσο στη γενική όψη τους όσο και σε ειδικότερα στοιχεία της κατασκευής τους. Αυτό φαντάζει λογικό και φυσικό, εφόσον και τα δυο αριστουργήματα σχεδιάστηκαν και κτίστηκαν από Ηπειρώτες μαστόρους και κτίστες. Άλλωστε, σε εκείνες τις εποχές, οι Ηπειρώτες «πετράδες», με μπροστάρηδες τους Αρτινούς, υπήρξαν οι κορυφαίοι στο είδος τους, διαθέτοντας εξαιρετικές τεχνικές και εφαρμόζοντας πρωτοποριακές- για τα δεδομένα της εποχής- τεχνοτροπίες, με τα πενιχρά μέσα που είχαν τότε στη διάθεσή τους.

Για τους Τούρκους, η γέφυρα δεν είναι, βέβαια, η «Γέφυρα Λοχαγού Διαμάντη, αλλά φέρει το όνομα «Meriç/Mecidiye», και κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις γέφυρες της Αδριανούπολης, αφού θεωρείται και από κείνους σύμβολο της πόλης, ενώ εκ της γενέσεώς της εθεωρείτο μια από τις σημαντικότερες γέφυρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Akçıl Harmankaya 2018). Αναφέρεται. Επιπρόσθετα, και με τα ονόματα «Meriç», «Mahmudiye», «Yeni», «Dış», «İkinci», «Sultan Mecid»και«Mecidiye Köprüsü», προτιμάται όμως η ονομασία «Meriç/ Mecidiye», λόγω του ότι βρίσκεται πάνω από τον ποταμό Έβρο- «Meriç» στην τουρκική. Κατά τις ίδιες πάλι τουρκικές πηγές, οι οποίες δεν αναφέρουν πουθενά την κατασκευή της από Ηπειρώτες πετράδες και τεχνίτες, υπογραμμίζεται πως η απόφαση για να κτιστεί στην είσοδο της πόλης ελήφθη το 1833 από τον Σουλτάνο Mahmud τον Δεύτερο, και τελικά η γέφυρα ανεγέρθηκε από τον Σουλτάνο Abdülmecit μεταξύ 1842- 1847 (Akçıl Harmankaya 2018).

Σύμφωνα με άλλες πηγές, όμως, η κατασκευή γέφυρας στον Έβρο ποταμό αποφασίστηκε πολύ πιο πριν, το 1530, από τον Μέγα Βεζίρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Μουσταφά Πασά (Ευσταθίου 2018). Ο στόχος του ήταν να ενώσει την Αδριανούπολη με την απέναντι πλευρά για στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους, και έτσι ανέθεσε την κατασκευή της γέφυρας στον διάσημο αρχιτέκτονα της εποχής, Σινάν, ο οποίος για την οικοδόμησή της εξασφάλισε τις υπηρεσίες έμπειρων Ηπειρωτών τεχνιτών της πέτρας, που τους έφερε για το έργο αυτό από την Ήπειρο (Κυρκούδης 2004).

Οι μάστορες αυτοί, όπως εύκολα καθίσταται κατανοητό, ήταν άριστοι γνώστες της κατασκευής πέτρινων γεφυριών και, γενικότερα, της τέχνης της πέτρας. Είχαν κληρονομήσει την τέχνη αυτή, που κληροδοτείτο από γενιά σε γενιά, και είχαν μυηθεί σε όλες τις τεχνοτροπίες των προκατόχων τους, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για όλα τα αθάνατα λίθινα αριστουργήματα της Ηπείρου, όπως το γεφύρι της Άρτας αλλά και την περίφημη γέφυρα της Πλάκας. Οι τεχνίτες αυτοί υπήρξαν διάσημοι κατασκευαστές γεφυριών σε ολόκληρα τα Βαλκάνια (Κυρκούδης 2004). Απαράμιλλης ομορφιάς, όπως προαναφέρθηκε, είναι και το άλλο διάσημο γεφύρι που χτίστηκε από Ηπειρώτες: το γεφύρι του σημερινού Σβίλενγκραντ στη Βουλγαρία.

Η συγκεκριμένη γέφυρα, κάτω από την οποία διέρχεται ο ποταμός Έβρος- Meriç για τους Τούρκους- έλκει την προσοχή χάρη στις πέτρινες διακοσμήσεις της, ειδικά με τις φιγούρες στις προβλήτες της. Διαθέτει πέτρες που προεξέχουν σε τρεις σειρές, η μία πάνω στην άλλη, και οι κούρνιες πουλιών, υπό μορφή προεξοχής, οι οποίες λειτουργούν ως «σπίτια» για τα πτηνά (Akçıl Harmankaya 2018), καθιστούν τη δομή του γεφυριού πολύ ιδιαίτερη. Η διπλή φιγούρα του δράκου, που βρίσκεται στο πρώτο τόξο της ανηφορικής πρόσοψης, προσδίδει επίσης μια αίσθηση μοναδικότητας στη γέφυρα, ενώ αυτό ακριβώς το ανηφορικό τμήμα του μας θυμίζει κατά τι το θρυλικό γεφύρι της Άρτας με την ψηλή του καμάρα, που δίνει μια χαρακτηριστική ανηφορική κλίση στο κτίσμα, το οποίο, βέβαια, είναι πολύ παλαιότερο από την κατασκευή της Αδριανούπολης. Η γέφυρα «Λοχαγού Διαμάντη» έχει μήκος 261 μέτρα και πλάτος 7 μέτρα και 15 εκατοστά. Το ευρύτερο άνοιγμα αψίδας είναι 14 μέτρα. Μπροστά από τους ανηφορικούς στύλους της γέφυρας, βρίσκονται πεδιάδες που πλημμυρίζουν, και στην κατηφορική πλευρά έχει τακούνια με επτά γωνίες. Ακριβώς κάτω από τις 12 πέτρινες καμάρες, στο γείσο έχει τοποθετηθεί καιγκλίδωμα από μεγάλες πέτρες.

Πάνω από τα ποτάμια Έβρο, Άρδα και Τούντζα- στο σημείο συνάντησης των οποίων είχε κτιστεί η Αδριανούπολη- είχαν κατασκευαστεί δεκατρείς γέφυρες που ένωναν την πόλη ως συνέχεια των δρόμων, αλλά μόνον οι  εννέα εξ αυτών εξακολουθούν να  χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα (Bayatli 2015). Πάντως, η μοναδική πέτρινη γέφυρα πάνω από τον Έβρο, η γέφυρα του Λοχαγού Διαμάντη, ήταν αρχικά ξύλινη, και πολύ αργότερα- ενώ έμεινε για αρκετά χρόνια ημιτελής λόγω οικονομικών δυσχερειών- αποφασίστηκε ν’ ανακατασκευαστεί από πέτρα (Akçıl Harmankaya 2018), ώστε να καταστεί πιο ανθεκτική. Για τον λόγο αυτό επιστρατεύτηκαν οι κορυφαίοι του είδους: ο αρχιτέκτων Σινάν και Ηπειρώτες τεχνίτες (Κυρκούδης 2004)….”. (Πηγή : “Η απελευθέρωση της Αδριανούπολης από το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων Πεζικού. Η γέφυρα του Λοχαγού Διαμάντη” του φιλόλογου Χαράλαμπου Τζαβέλλα, Άρτα, 2023, από το αρχείο του οποίου προέρχονται και οι φωτογραφίες).

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *