“…..Υπάρχουν κι άλλες πικρές μνήμες. Η άφιξη στην πατρίδα, τα λοιμοκαθαρτήρια, ο θάνατος του παππού πριν καλά – καλά πατήσει το πόδι του στη νοσταλγημένη πατρίδα, η μεταφορά της οικογένειας με πλοία στην Κόπραινα του Αμβρακικού κι απ’ εκεί στον τελικό προορισμό, την Άρτα. Η οδοιπορία των εξαθλιωμένων οικογενειών και η διά βίου ενοχή της γιαγιάς που περπατούσε μαζί με τους άλλους, ακολουθώντας τα φορτωμένα με τα παιδιά κάρα, σέρνοντας στην πλάτη μια ετοιμοθάνατη πρόσφυγα, που τελικά την εγκατέλειψε στο δρόμο, γιατί είχε λυγίσει και η ίδια από το βάρος και την απόγνωση.
Υπάρχει ακόμη και η καταγραφή της τελικής πράξης : το τέλος του ταξιδιού, η εγκατάσταση στην Άρτα και η συμβίωση στον προσωρινό καταυλισμό προσφύγων, στο κτίσμα που βρισκόταν στον περίβολο του ερειπωμένου παλατιού των Δεσποτών της Ηπείρου. Συμβίωση της οποίας τον κτύπο και τους ρυθμούς νόησε βαθιά και κατέγραψε ο τεπεινός δημόσιος υπάλληλος Κώστας Καρυωτάκης : “Επιτέλους την έριξαν σε μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα, είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα με φανταστικούς τοίχους, Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα της τελευταίας αμύνης. Σ’ αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων. Τρεις – τρεις, πέντε – πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα σε ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν’ αποτινάξουν το σκοτάδι…….
Η οικογένεια τελικά στήθηκε. Η εγκατάσταση στον προσφυγικό συνοικισμό της Άρτας, οριστική. Ο συνοικισμός χτίστηκε μετά το 1925 στην πλαγιά της Περάνθης, κάτω από τους στρατώνες, που βρίσκονται στην κορυφή του βουνού. Εκεί, στα ζεύγη των ισογείων λιθόκτιστων κατοικιών – ένα υπνοδωμάτιο με προθάλαμο, η νοσταλγημένη πατρίδα στέγασε τις οικογένειες των προσφύγων. Μοναδικοί γείτονες των “αούτηδων” (την αντωνυμία “αυτός” την πρόφεραν με την ξενική για τους νεοέλληνες αρχαία προφορά : αουτός) οι παράγκες των “χριστιανόγυφτων”, που αναπτύσσονταν βόρεια κατά μήκος του συνοικισμού. Ωστόσο το πετρώδες, άνυδρο, άδεντρο και αφιλόξενο τοπίο διέθετε μια ανακουφιστική διέξοδο : την αναπεπταμένη θέα που εκτείνονταν από τους πορτοκαλεώνες της πεδιάδας, τον βουερό Άραχθο με την ψηλόλιγνη γέφυρα έως την Κοιμωμένη του Ζαλόγγου στο βάθος του ορίζοντα, που όριζε τα παράλια του Ιονίου. Θέα μοναδική που όμως αδυνατούσε να διασκεδάσει την οδυνηρή πραγματικότητα της κοινωνικής περιθωριοποίησης των προσφύφων….” (Πηγή : Ν’ ΑΚΟΥΓΑ ΤΗΝ ΛΑΛΙΑΝ ΤΟΥΣ, Ε. Ντάτση, Αθήνα, 2024)
Στη φωτογραφία του 1931, στο φωτογραφείο του Δ. Μητσιάνη, εικονίζονται καθιστοί οι αρχηγοί της οικογένειας Παπαδοπούλου : η αναλφάβητη 43χρονη μητέρα με τον 23χρονο πρωτότοκο Χρήστο και οι τέσσερις αδελφές : Κυριακούλα, Αναστασία, Ευθυμία και η μικρή Μάνια. Η τριτότοκη Μαρίκα, που έφυηε με τα ασυνόδευτα στο Νοβοροσίσκ, βρίσκεται στο Ορφανοτροφείο των Σερρών. (Φωτο από το ίδιο βιβλίο)