Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

——————–
“Τα βασικά προβλήματα πού απασχολούσαν τούς κατοίκους τής πόλης μας κατά την διάρκεια τού πρώτου καλοκαιριού τής κατοχής, ήταν ή επισκευή τών σπιτιών τους καί ή εξασφάλιση τροφίμων. Καί τότε ό πληθυσμός χωρίστηκε σέ δυό κατηγορίες. Στήν πρώτη — τών εχόντων —ανήκαν οί κτηματίες πού φύτεψαν τά κτήματά τους μέ καλαμπόκι καί εξασφάλισαν έτσι τό ψωμί του σπιτιού τους καί ταυτόχρονα καί μέσο ανταλλαγής καί οί έμποροι πού είχαν αποθέματα εμπορευμάτων πού κρυφά τά αντάλλασσαν μέ τρόφιμα καί στήν δεύτερη — τών μή έχόντων — ανήκαν οί δημόσιοι υπάλληλοι, οί συνταξιούχοι καί οί έργάτες. Ο πληθωρισμός προχωρούσε μέ ραγδαίο ρυθμό μιά καί οί Ιταλοί είχαν εκδόσει δικό τους νόμισμα γιά χρήση τών στρατευμάτων τους, πού είχε τήν ίδια αγοραστική δύναμη μέ τό Ελληνικό, καί μέ τόν τρόπο αυτόν εξασφάλιζαν τήν ανέξοδη διατροφή τού στρατού τους σέ βάρος τού υπόδουλου πληθυσμού. Ή έντονη παρουσία τής Ιταλικής κατοχής εκδηλώνονταν κάθε απόγευμα μέ τό κατέβασμα τής Ιταλικής σημαίας άπό τό φρουραρχείο. Λόχος Βερσαλιέρων απέδιδε τιμές, ενώ μόλις ή σάλπιγγα ηχούσε «προσοχή» όλοι όσοι περπατούσαν στήν οδό Σκουφά, τήν ώρα εκείνη, έπρεπε νά σταθούν προσοχή, άν δέν ήθελαν νά κακοποιηθούν από τούς μελανοχίτωνες πού στέκονταν σέ κάθε γωνιά του δρόμου. Από τά μέσα τού καλοκαιριού τού 41 άρχισαν νά έρχονται στήν πόλη μας καί νέοι κάτοικοι. Οί περισσότεροι ήταν αξιωματικοί τού Ελληνικού Στρατού πού είχαν αποστρατευτεί καί κατάγονταν από τήν Άρτα ή είχαν γυναίκες αρτινιές ή δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα καί δικαστικοί, πού πέτυχαν μετάθεση στήν Άρτα , μέ τήν ελπίδα ότι κοντά στούς συγγενείς τους θά βρίσκαν βοήθεια γιά νά λύσουν τό πρόβλημα τού επισιτισμού τών οικογενειών τους. Η παρουσία τών νέων αύτών κατοίκων έκανε ακόμα πιό δύσκολο τό πρόβλημα τής στέγης, πού ήταν ήδη οξύ υστέρα από τούς βομβαρδισμούς. Έτσι πέρασε τό καλοκαίρι καί ήρθε τό φθινόπωρο καί μαζί μέ αυτό καί ή μεγάλη πείνα. Μάταια, οί, κάτω άπό Ιταλικό έλεγχο, Ελληνικές αρχές, προσπαθούσαν μέ τό παρακράτημα τού 10% στά αγροτικά προϊόντα, νά σχηματίσουν αποθέματα γιά τήν δημιουργία συσσιτίων γιά τούς μαθητές καί τούς υπαλλήλους. Οί παραγωγοί μηχανεύονταν χιλιάδες τρόπους γιά νά καταστρατηγήσουν τίς σχετικές διατάξεις καί νά κρύψουν τά τρόφιμα, μιά καί ή ύπαρξη τροφίμων στίς αποθήκες τους τούς εξασφάλιζαν τά μέσα γιά τήν διαβίωσή τούς. Οί Αρτινοί πού δέν είχαν κτήματα υποχρεώθηκαν νά καταφύγουν στά χωριά καί νά αγοράζουν, όσο-όσο, ότι τρόφιμο βρίσκαν. Αλλά τά χρήματα δέν είχαν πιά καμμιά αξία καί έτσι υποχρεώθηκαν νά κάνουν ανταλλαγή είδος μέ είδος. Πολλές οικογένειες αντάλλαξαν τά κοσμήματά τους αντί πινακίου φακής, ενώ άλλες αναγκάστηκαν νά πουλήσουν αστικά ακίνητα γιά νά ζήσουν. Αλλά δέν αντιμετώπιζαν τό φάσμα τής πείνας μονάχα οί Αρτινοί. Χιλιάδες κάτοικοι τών γύρω πόλεων ήρθαν στόν κάμπο τής Άρτας καί πρόσφεραν ότι είχαν καί δέν είχαν γιά λίγο καλαμπόκι. Προίκες, έπιπλα, ρούχα επίσημα, ανταλλάχτηκαν μέ τρόφιμα, τρόφιμα πού ήταν δύσκολο νά μεταφερθούν. Γιατί εκτός από τήν διαταγή ότι απαγορεύονταν ή εξαγωγή από τήν Άρτα τροφίμων βάρους περισσότερο από 5 οκάδες καί τά μεταφορικά μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Τά κινούμενα μέ αέριο αυτοκίνητα (γκαζοζέν) ήταν ελάχιστα, ενώ, σπάνια, βρίσκονταν ζώα, γιά νά κινήσουν τά κάρα. Μοναδικό μέσο μεταφοράς σέ μεγάλες αποστάσεις ήταν ή αουτοκοριέρα, πού περνούσε δυό φορές τήν εβδομάδα από τήν πόλη μας καί σταματούσε γιά λίγο στόν σταθμό ελέγχου τών διοδίων. Η αυτοκοριέρα ήταν μιά φάλαγγα στρατιωτικών αυτοκινήτων πού ξεκινούσε από τά Τίρανα, σταματούσε στήν Αυλώνα καί τά Γιάννενα καί έφθανε στήν Αθήνα μεταφέροντας υλικά γιά τά Ιταλικά στρατεύματα κατοχής. Η μεταφορά ιδιωτών καί εμπορευμάτων μέ τά αυτοκίνητα αυτά ήταν απαγορευμένη, όμως παρά τήν απαγόρευση αυτή, πολλές φορές οί Ιταλοί στρατιώτες πού τήν συνόδευαν, επέτρεπαν τήν επιβίβαση καί Ελλήνων στά αυτοκίνητα αυτά, όχι βέβαια χωρίς αντάλλαγμα. Οί άνθρωποι πού είχαν έρθει από τίς άλλες πόλεις γιά νά αγοράσουν τρόφιμα από τόν κάμπο τής Άρτας, τρόφιμα πού δέν είχαν μέσο νά τά μεταφέρουν στόν τόπο τους, περίμεναν ολόκληρες μέρες καί νύκτες γύρω από τά πόστα ντι μπλόκο, προσφέροντας τό παν γιά νά τούς επιτραπεί ή επιβίβαση στά Ιταλικά αυτοκίνητα.” (Πηγή : Άρθρο του Στράτου Πατσαλιά στο περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, Τόμος Ζ’, τχ. 64-65, Ιούνιος 1983)

Στη φωτογραφία “1941 – Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Κομποτίου. Η δασκάλα Ειρηνούλα Παπαπέτρου, σύζυγος του δασκάλου Βασιλείου Τζουμάκα, διανέμει συσσίτιο στους μαθητές, στο πρώτο έτος Κατοχής από τους Γερμανοιταλούς (Πηγή : “Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ 1881-1941”, Κ. Τσιλιγιάννης, AΘΗΝΑ, 2013) 

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην κατοχή και την Αντίσταση. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *