Η ΚΥΡΑ ΠΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΘΗΚΕ

Οι κάτοικοι διηγούνται τον ακόλουθο μύθο, ο οποίος ως λέγουν, έλαβεν χώρα εις την κοινότητα Ροδαυγής και εις σημείον ευρισκόμενον πολύ κοντά στην Καρυδέα. «Εκεί που σήμερα είναι το «κακαλάγκαδο», ήταν όμορφο τοπίο στο οποίο κατοικούσαν πολλοί άνθρωποι πλούσιοι. Ζούσε εκεί ένας φτωχός πατέρας που είχε δύο κορίτσια. Την πρώτη την πάντρεψε μ’ ένα φτωχό γείτονα του ενώ την δεύτερη με τον άρχοντα του συνοικισμού. Η πρώτη έζησε με τον άντρα της 5 χρόνια και απόχτησε 4 παιδιά, ύστερα χήρεψε. Ο άνδρας της της άφησε πεθαίνοντας την καλύβα τους και μια γελάδα. Σαν χήρεψε η πρώτη, πήγαινε και έκανε θελήματα στο σπίτι της δεύτερης που ζούσε μέσα στην πολυτέλεια κι είχε μόνον ένα παιδι. Εκείνη της έδινε κάθε βράδυ λίγο αλεύρι και μ’ αυτό έκανε κουρκούτι και ζούσε έτσι τα ορφανά. Τα ορφανά ήταν κόκκινα και γερά, ενώ ο μοναχογυιός της αδερφής ήταν χλωμός και ασθενικός. Η αδερφή ζήλεψε και ρώτησε μια μέρα : «Δεν μου λές αδερφή τι τα ταΐζεις τα παιδιά σου και είναι τόσο γερά; – Κάνω κουρκούτι, αδερφή, με το αλεύρι που μου δίνεις. – Άλλη φορά δεν θα σου ξαναδώσω. Το είπε και το έκανε. Τα ορφανά όμως και πάλι ήταν το ίδιο κόκκινα. Η αδερφή ξαναρώτησε : – «Τώρα τι τα ταΐζεις τα παιδιά σου;» – «Κάθε βράδυ που ζυμώνω για τους υπηρέτες σου, αφήνω τα χέρια μου άπλυτα όταν πηγαίνω σπίτι τα πλένω και τους κάνω τα πλύματα κουρκούτι.» Η κακή αδερφή : Από δώ και μπρος αποφάσισε να επιθεωρεί την αδερφή της προτού φύγη για το καλύβι της και την υποχρέωσε να πλένη τα χέρια της. Τρίτη μέρα που γύριζε στο σπίτι του με αδειανά τα χέρια. – Δεν θα φάμε ούτε απόψε μάνα; Τη ρώτησαν τα παιδιά της. – Ναι θα φάμε τους απάντησε αυτή. Πώς όμως να ξεγελάση τα παιδιά; Άναψε τον φούρνο και μέσα έρριξε λίγες κοπριές αγελάδας. Η ώρα πέρασε και τα παιδιά αποκοιμήθηκαν πάλι νηστικά. Την έρμη την μάνα που να την κολλήση ο ύπνος. Εκεί που συλλογιζότανε πώς να ζήση τα παιδιά της και σε συμπέρασμα δεν μπορούσε να καταλήξη, άκουσε πίσω της μια γλυκειά και ήσυχη φωνή να της λέει : «Καλησπέρα Κυρά. Χωρίς να δώση καιρό ο άγνωστος στην γυναίκα να του απαντήση της είπε βιαστικά. – «Ξύπνα τα παιδιά σου γρήγορα. Η γυναίκα εκτέλεσε την προσταγή του. Άνοιξε το φούρνο και τάϊσε τα.» Ανοίγει το φούρνο και τι να ιδή, ήταν γεμάτος καρβέλια. Τάϊσε τα παιδιά της. Τώρα της είπε ο ξένος, πάρε τα παιδιά σου την αγελάδα σου και ότι άλλο θέλεις και βάδισε κατά το βοριά. Πρόσεξε όμως, ότι κι αν ακούσεις δεν θα γυρίσεις πίσω το κεφάλι σου, γιατί κακό μεγάλο θα πάθεις. Η γυναίκα κατάλαβε, ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν άγγελος του Θεού και εκτέλεσε την παραγγελία του. Όταν βρίσκονταν σχεδόν στα μεσά της ανηφοριάς προς το Ξεροβούνι, έγινε τρομερός σεισμός. Το βουνό γκρεμιζότανε και η γή άνοιξε και κατέπιε τον συνοικισμόν. Η γυναίκα κατάλαβε το κακό που έγινε. Πόνεσε η καρδιά της για το χαμό της κακής αδερφής. Δεν κρατήθηκε, γύρισε πίσω και φώναξε : – «Αδερφούλα μου». Ο Θεός τιμώρησε την παρακοή της και την μαρμάρωσε μαζί με την αγελάδα της. Τρία χρόνια μετά το χαλασμό, όσοι ζούσαν εκεί κοντά και επεσκέπτοντο τον τόπο, άκουγαν στο βάθος της γής να λαλούνε τα κοκόρια του συνοικισμού. Σ’ όποιον ανεβαίνει τώρα απ’ την Άρτα προς την Καρυδέα δείχνουν ένα μετέωρο σχεδόν βράχο* στο χείλος του γκρεμού και του λένε : – «Να η Μαρμαρωμένη».
(Αφήγηση του Γεωργούλα Σωκράτη Δ. (1966) όπως δημοσιεύτηκε στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας)
*Δεν γνωρίζουμε αν ο βράχος υπάρχει ακόμη, ωστόσο πριν κάποια χρόνια κρεμόταν απειλητικά πάνω από τον δρόμο προς Καρυδέα-Δαφνωτή.

Στη φωτο η περιοχή του Κακολάγκαδου από την ιστοσελίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Ροδαυγής Άρτας “Η Αγία Παρασκευή” (Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για την περιοχή στο λινκ http://www.rodavgi-artas.gr/…/%CF%87%CE%B1%CF%81%CF%84…/

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *