“Τον Δεκέμβριο του 1944 ο ΕΛΑΣ μπαίνει στην πόλη της Άρτας και η Λαϊκή Σκηνή του Γ. Κοτζιούλα βρίσκει πλέον στέγη σε έναν πραγματικό κινηματοθέατρο, τον Ορφέα, στην Πλατεία Κιλκίς. Δεν υπάρχουν σημειώσεις στο ημερολόγιο του Γ. Κοτζιούλα σχετικά, μαθαίνουμε όμως αρκετά από τον Φώτη Ροντογιάννη που έγινε ένα καινούργιο μέλος του θιάσου στην Άρτα, μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε ο ίδιος, σε μεγάλη πλέον ηλικία, στο γιό του Κοτζιούλα, Κωσταντίνο.
«……Κατεβαίνοντας στην Πλατεία Κιλκίς, βλέπω εκεί δίπλα στον κινηματογράφο Ορφέα, αντί να δω το πρόγραμμα, βλέπω μια πινακίδα που έγραφε «ΛΑΙΚΗ ΣΚΗΝΗ» VIIIης Μεραρχίας, απόψε η παράσταση με το «ΞΥΠΝΑ ΡΑΓΙΑ». Όταν ήταν ο ΕΔΕΣ στην Άρτα ο κινηματογράφος έπαιζε δυο παραστάσεις την ημέρα, 6-8 και 8-10. Κάθε μέρα πηγαίναμε. Αυτή ήταν η πρώτη πληροφορία που πήραμε για τη λαϊκή σκηνή. Κάναμε λοιπόν τη βόλτα μας και είπαμε το βράδυ θα πάμε να δούμε την παράσταση….
Πράγματι, το βράδυ, φάντης – μπαστούνι, όλοι οι νεολαίοι κι απέξω κόσμος φίσκα να δούμε την παράσταση της Λαϊκής Σκηνής…. Ανοίγει η παράσταση, ήτανε μια σκηνούλα με μια αυλαία από αλεξίπτωτο, με το χέρι ένας την άνοιξε, πρέπει να ήταν ο Παπαδόπουλος. Πρώτα είχε ένα τραγούδι από το θίασο και μετά είχε μια απαγγελία ο Γιάννης ο Παπανικολάου, αξιωματικός του ΕΛΑΣ : «Που θα πάτε, κομποδιάστε τα κλεμμένα, κρύφτε και τ’ ασημικά σας……» Το έλεγε με ένα στόμφο, ωραίο. Πρώτη φορά απ’ το Γιάννη το άκουσα. Μετά βγήκε ο Μπισκουτέν σε μια θεατροποιημένη απαγγελία και είπε το ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Η γριά, η βαβά μ’». Ο Μπισκουτέν ήταν ένας λεπτός άνθρωπος, κοντός, στεγνός, μελαχρινός με ίσια μαλλιά και βγήκε μεταμφιεσμένος γριά, μια γριά με τσεμπέρι, με ρόκα κι αδράχτι, καθόταν σ’ ένα σκαμνί κι έγνεθε, κι άρχισε να απαγγέλει :
« Η γρηά η βαβά μ’, καλά ύστιρ’ να, ταϊρνά ταϊρνά
σβούρα τ’ αδράχτ’ στριφουγυρνά,
η βάβου η γρηούλα η αφιντιά τ’ ς
πήγι μι τ’ ρόκα στ’ ν αγκαλιά τ’ ς
κι έκατσι ’κειά κουντά στ’ φουτιά τ’ ς.
Κι’ οι τέσσερ’ π’ θα μας παν, αλλοί, ταϊρνά ταϊρνά
στουν άλλουν ύπνου, (ώρα καλή)
κι οι τέσσιρ’ π’ θα μας παν ουλ’ νους
κι τ’ ς παραλήδις κι τ’ ς αλλ’ νους
φέρανι, τ’ ν κάσσα τ’ μακρυά
κι ήρθαν κι τ’ς είπαν «Άϊτι, γρηά»………..
Ήταν ένα ωραίο σκετς του Μπισκουτέν από το Βουργαρέλι. Ήταν γκαρσόν, αλλά είχε φλέβα καλλιτεχνική, ήταν σκιτσογράφος, ζωγράφος, σκηνογράφος, μας έφτιαξε αργότερα πολύ ωραία σκηνικά. Δεν θυμάμαι τί άλλο είχε αυτή η πρώτη παράσταση…Ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι. Εγώ δεν ήξερα ποιος ήταν ο σκηνοθέτης, ούτε το έγραφε πουθενά. Έγραφε μόνο ότι ο Γ. Κοτζιούλας θα παρουσιάσει το «Ξύπνα Ραγιά». Δεν υπήρχε όνομα σκηνοθέτη ή σκηνογράφου.
Η πρώτη εντύπωση λοιπόν ήταν αρίστη, ενθουσιώδης για όλο το κοινό που βρίσκονταν κάτω, γιατί πολλοί απ’ αυτούς πρώτη φορά έβλεπαν θέατρο. Σπάνια έρχονταν θέατρο στην πόλη, άντε κανένα μπουλούκι. Τέτοιο θέατρο, με τέτοιο περιεχόμενο αντιστασιακό, πρώτη φορά βλέπαμε.
Έφυγα απ’ την παράσταση και πήγα κι έγραψα ένα χρονογράφημα για την παράσταση που παρακολούθησα, περιέγραψα την παράσταση, τους ηθοποιούς και τη σκηνή κι έγραψα ότι δεν υπήρχαν σκηνογράφοι, μόνο μια αυλαία με τοίχο. «Η Λαϊκή σκηνή είναι γυμνή σαν το βουνό που την γέννησε και λιτή σαν τον αντάρτη που της δίνει ζωή». Τη άλλη μέρα το δημοσίευσα στα «Σουλιωτόπουλα» με τον πολύγραφο. Το διάβασε ο Κοτζιούλας και του έκανε εντύπωση.
Μου τηλεφώνησε ο φίλος μου ο Τάκης ο Βαφιάς και μου λέει :
-Σε θέλω…Σε ψάχνει ένας δικός μου άνθρωπος. Μπορείς να έρθεις το απόγευμα;…..” (Πηγή : Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ, ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ, (ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΘΙΑΣΟΥ), Α. Καρρά, ‘Αρτα, 2023)
Στη φωτογραφία “Ο θίασος της “Λαϊκής Σκηνής” της VΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, στην πλατεία Σκουφά της Άρτας το 1945 σε μια φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή. Όρθιοι, πίσω : Δεύτερος ο Λάκης Κογιαντής, τρίτος, στη μέση, ο εμψυχωτής τους Γιώργος Κοτζιούλας. Πέμπτος (σκυφτός), ο Γιώργος Παπαδόπουλος, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Μπισκοτέν, ηθοποιός και τεχνικός – ψυχή του θιάσου.
Ο πρώτος κι ο τέταρτος δεν ανήκουν στο θίασο. Στη δεύτερη σειρά : Περικλής Αλέτρας, , Γιάννης Σιδέρης (καθιστός, σαξοφωνίστας), Βασίλης Ντέτσικας (καθιστός, με την κιθάρα), Πύρρος Παπαδημητρίου και Γιάννης Λαμπράκης (όρθιος με τη χλαίνη), πρωταγωνιστής κι αναπληρωτής του Κοτζιούλα στη διεύθυνση του θιάσου. Οι δυο καθιστοί (πριν από το Λαμπράκη) : Μάκης Αράπης και Διονύσης Παπανικολάου. Οι τρείς πίσω κοπέλες : Βικτωρία Πίσπερη, Σοφία Μαζαράκη, Τασούλα Κατσαντά – Ρούκη.
Οι δυο κοπέλες, μπροστά : Νίτσα Παπακώστα και Αλίκη Φράγκου. Από τη φωτογραφία λείπει η πρώτη πρωταγωνίστρια Αγνή Κομπορόζου, που διέκοψε τους εμφανίσεις τους. Τους ρόλους τους έπαιζε, μετά, η Τασούλα Κατσαντά – Ρούκη. Οι άλλες κοπέλες μπήκαν στο θίασο το Δεκέμβρη τού 1944, όταν ο ΕΛΑΣ πήρε την Άρτα.