Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ μέσα από το βιβλίο του Γ. Μπενέκου «Οι Αληθινοί Σουλιώτες» (β’ μέρος)

“……Ο Χουρσίτ μόλις έμαθε το τί είχε γίνει στην Άρτα, έστειλε ασκέρια πολλά να βοηθήσουν τους Τούρκους της Άρτας, που είχαν κλειστεί στο κάστρο και στα μεγάλα σπίτια. Μόλις τόμαθε αυτό ο Μάρκος, πήρε μαζί του χίλιους Σουλιώτες – 650 ήταν στις αρχές….μα γλήγορα πληθύνανε! – και βγήκε όξω από την Άρτα να χτυπήσει τ’ ασκέρι του Χουρσίτ και να το σκορπίσει, μα δεν μπόρεσε. Κιντύνευαν τώρα οι Σουλιώτες να βρεθούν σε πολύ άσκημη θέση : να χτυπιούνται κι από μέσα από την πόλη κι απ’ όξω. Ζήτησαν βιαστικά βοήθεια απ’ όλους τους γνωστούς τους, παρακαλώντας τους να τρέξουν χωρίς καμιά αργοπορία, «κάνοντας τη νύχτα, μέρα. Όλοι οι άντρες να τρέξουν -γράφανε- επειδή κινδυνεύομεν όχι μόνο εμείς εδώ, αλλά και τα σπίτια μας και όλον το γένος να χαθή. Εντόπιοι, ξένοι, όλοι να έλθουν».(Δ. Κόκκινος)

Κανένας δεν πήγε να τους βοηθήσει. Κι όχι μόνον αυτό. Πάθανε κάτι πολύ χειρότερο : η συμμαχία με τους Αρβανίτες, έσπασε!

Ως τώρα είχαν καταφέρει οι Έλληνες να μην καταλάβουν οι Αρβανίτες το παιγνίδι που παίζονταν σχετικά με τον Αλή.

«Εμείς το πηγαίναμε σκεπασμένο, ότι δουλεύουμε διά τον Αλήπασα, τον αφέντη μας, να τον σώσωμε, ότι αδίκως τον κατατρέχει ο Σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε να ελκύωμε τους Τούρκους Αρβανίτες, το κόμμα του Αλήπασα, να τους έχουμε φίλους αυτούς να μας βοηθήσουνε κι αυτήνοι, ότι είμαστε ολίγοι και οι Τούρκοι πλήθος….Μιλήσαμε να είναι αυτό το μυστήριο κρυφό και των ανθρώπων του Αλήπασα να τους λέμε συντρόφους διά το σωμό του Αλήπασα……Εγράψαμε και εις το Σούλι οπούταν του Αλήπασα ασκέρια, Αρβανίτες, σύμφωνα με τους Σουλιώτες, και λέγαμεν όλοι, ότι δουλεύωμεν να βγάλωμεν τον δίκαιον Αλήπασα»(Μακρυγιάννης).  

Οι Αληπασίζοντες λοιπόν Αρβανίτες πίστευαν πως οι Έλληνες πολεμούσαν για να λευτερωθή ο Αλής και ποτέ δεν τους πέρασε από το νου πως παλεύανε για δικούς τους σκοπούς, για τη δική τους λευτεριά κι ανεξαρτησία. Τόσο μάλιστα ήταν σίγουροι γι‘ αυτό, που άμα μαθαίνανε νίκες των Ελλήνων, δίνανε τα συχαρίκια τους στους Σουλιώτες.

Όμως λίγο -λίγο άρχισαν να μπαίνουν σ’ υποψίες. Μια απ’ τις αφορμές γι’ αυτό μας την ανιστοράει ο Μακρυγιάννης :

Οι Έλληνες του Μοριά είχαν αφήσει πολλούς Αρβανίτες – φίλους του Αλή- να φύγουν. Αρχηγός τους ήταν ο Ελμάζ Μέτζος. Σαν βγήκαν όμως από το Μοριά και φτάσανε προς το Βραχώρι και το Μακρυνόρος, «οι Έλληνες αφάνισαν τους περισσότερους δολερώς και κατεξοχή οι Βαλτινοί. Οι Τούρκοι, οι δυστυχισμένοι, έλπιζαν ότι μένουν πίσω, ότι ήταν νηστικοί και απόστασαν και αυτήνοι τους σκότωναν και τους γύμνωναν. Στην άκρη στο Μακρυνόρο, κοντά στο Κομπότι, είναι ένα ρέμα και εκεί μέσα επνίξανε πολλούς Τούρκους. Τους δέναν μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν και τους τελείωναν και τους ρίχναν μέσα. Έναν δεν τον πνίξαν καλά και τον γύμνωσαν και τον άφησαν και φύγαν, ότι τελείωσαν την εργασίαν τους, τους ξέκαμαν όλους. Τότε ο μισοπνιμένος την νύχτα σηκώνεται γυμνός και έρχεται εις το Κομπότι. Είμασταν όλοι εκεί και ετοιμαζόμαστε νάρθουν κι από το Μεσολόγγι, Βραχώρι κι όλα αυτά τα μέρη και Ξηρόμερο και Βάλτο, να συναχτούμε οι οπλαρχηγοί από αυτά τα μέρη να πάμε να πολεμήσωμεν την Άρταν να την κυργέψωμε. Και τους προσμέναμεν εις το Κομπότι να συναχτούνε όλα τ’ ασκέρια. Ήταν εις το Κομπότι ο Ελμάζ Μέτζος και οι άλλοι αξιωματικοί Τούρκοι με τους ολίγους Τούρκους, οπού λαγάρισαν και πρόσμεναν τους αποσταμένους, όπου μείναν οπίσω – και δεν ξέραν οπού τους τελείωσαν εις τον πνιμό. Τα μεσάνυχτα πάγει ο πνιμένος κι ανταμώνει τον Ελμάζ και τους άλλους και τους λέγει όλη την υπόθεσιν  κι έρχονται εκεί οπούταν οι καπεταναίοι, ο Γώγος και οι άλλοι, οπούμασταν συνασμένοι να πάμε να βαρέσωμεν ένα χωριόν οπού τόλεγαν Νιοχώρι (ήταν πολλοί Τούρκοι εκεί). Τότε παρουσιάζουν οι Τούρκοι τον μισοπνιμένον και μολογάει αυτό το απάνθρωπο κάμωμα. Και την αυγή πήγαμε όλοι και είδαμεν το αμολόγητον κακόν. Τότε οι δυστυχείς αξιωματικοί Τούρκοι και όσοι μείναν, βάλαν τις φωνές και σ’ έπαιρνε η νίλα. Και είπαν : Θέ μου! Τί μας οργίστηκες εμάς τους δυστυχείς; Κι οι οχτροί μας μας σκοτώνουν κι οι φίλοι μας, οπού μας δίνουν τον λόγο της πίστης νάμαστε φίλοι, με την απιστιά, μας σκοτώνουν κρυφίως.

Εφαρμακωθήκαμεν όλοι, ούτε ήξερε κανείς από τους καπεταναίους αυτό, ούτε από μας. Τους παρηγορήσαμεν, όμως το καρφί τους έμεινε των Τούρκων». Μ’ όλα  αυτά η συμμαχία κρατούσε ακόμα κι όλοι μαζί – Έλληνες κι Αρβανίτες – χτύπησαν όπως είπαμε τους Τούρκους της Άρτας.” (συνεχίζεται…)

(Πηγή : ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Γιάννης Μπενέκος, Αθήνα, 1958)

Palace of the Vizier, Arta

Στο σκίτσο “Το σαράι  του Αλή πασά στην Άρτα”  που κάηκε στη Μάχη της Άρτας από τους Έλληνες, όπως το απαθανάτισε ο C. R. Cockerell κατά το πέρασμά του από την Άρτα το 1813. (Palace of the Vizier, Arta Graphite.  Πηγή : C. A. Hutton, ‘A Collection of Sketches by C. R. Cockerell, R. A.’, JHS 29 (1909), pp. 53-59 – The British Museum)

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *