Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ μέσα από το βιβλίο του Γ. Μπενέκου «Οι Αληθινοί Σουλιώτες» (α’ μέρος)

“………..O Μάρκος με τους Σουλιώτες του τα πήγαιναν καλά με τους Αρβανίτες. Η συμμαχία που είχανε κάνει μαζί τους κρατούσε γερά.

Ο Αλής όμως βρίσκουνταν σε πολύ άσχημη θέση και τους ικέτευε να χτυπήσουν τ΄ασκέρια του Χουρσίτ για να μπορέσει αυτός να το σκάσει από το μέρος της λίμνης. Οι Αρβανίτες θέλανε να βοηθήσουν τον Αλή, μα οι Έλληνες με τα  γράμματά τους εξορκίζανε το Μάρκο «που είχε κιόλας τη δόξα των περισσότερων εκ των τελευταίων νικών των Σουλιωτών κατά των σουλτανικών στρατευμάτων» (Δ. Κόκκινος), να μη βοηθήσουν τον Αλή να βγεί από το Κάστρο.

Μα ο Μάρκος είχε αρχίσει από καιρό να βλέπει μακρυά και να βλέπει την υπόθεση του Σουλιού δεμένη αξεχώριστα από την Επανάσταση. Πριν από λίγες μέρες, για να δώσει το παράδειγμα της συμφιλίωσης και της αφοσίωσης στο μεγάλο Αγώνα για τη λευτεριά είχε πάει στο Πέτα κι είχε συμφιλιωθεί με το φονιά του πατέρα του, το Γώγο Μπακόλα. « Ο ευγενής Σουλιώτης, αποφασισμένος να τα προσφέρει όλα πια για τον αγώνα της λευτεριάς, αποφάσισε να δώσει το χέρι σε κείνον που ήταν τώρα αγωνιστής σαν κι αυτόν κάτου από την ίδια ιερή σημαία – το Γώγο Μπακόλα- κι ας είχε ορκιστεί ενάντιά του εκδίκηση θανάτου» (Δ. Κόκκινος). Η συμφιλίωση γίνηκε μπροστά σε πολλά παληκάρια και καπεταναίους. Σήκωσε μια πέτρα ο Μάρκος, την άφησε να πέσει κατά γης κι είπε στο Μπακόλα : – Κάτου απ’ αυτή την πέτρα θάβω το μίσος μου. Από σήμερα εσένα έχω πατέρα μου…Και του φίλησε το χέρι.

Ο Μπακόλας τον είπε “παιδί” του και τον φίλησε κι αυτός. «Και τώρα να τηράξωμεν το έργο τούτο» λέει στο τέλος ο Μάρκος, εννοώντας τον Αγώνα που είχαν μπροστά τους. Ήξερε λοιπόν καλά τώρα τί έπρεπε να κάμει. «Ενεργητικός, αποφασιστικός, γενναίος, γοργός στη σκέψη και στην εκτέλεση, είχε γίνει η ψυχή του αγώνα της Ηπείρου» κι ο αγώνας αυτός έπαιρνε πια νόημα βαθύ και μεγάλο. Αν έβγαινε ο Αλής από το Κάστρο, καμιά ωφέλεια δε θάχε η Επανάσταση κι αν ακόμα ο Αλής κατάφερνε, όπως έλεγε, να διώξει τους Τούρκους, γιατί θα χρειάζουνταν καινούργοι αγώνες για να διώξουν αυτόν.

Αντί λοιπόν οι Σουλιώτες να πάνε να χτυπήσουν τ’ ασκέρια του Χουρσίτ  που πολιορκούσε τον Αλή στα Γιάννενα, αποφάσισαν να χτυπήσουν την Άρτα. Με τους συμμάχους τους Αρβανίτες και με τους Αιτωλοακαρνάνες συννενοήθηκαν χωρίς μεγάλη δυσκολία. Πλούσιος κόσμος ζούσε στην Άρτα. Θα μπορούσαν να κάμουν και ….λίγο πλιάτσικο.

Έγραφε ο Νότης Μπότσαρης στους Αρτινούς :

Ρακί, κρασί να στείλουν, τζαρούχια και κεριά

Κι’ ανίσως δεν τα στείλουν, θα κάμουν λιμουριά.

«Αλλοιώς να μη φερθήτε, εσείς οι Αρτινοί,

τί θα λιμουργιαχθήτε, θα μείνετε γυμνοί».(Αν. Γούδας)

Οι πασάδες της Άρτας κάτι είχαν μυριστεί κι είχαν αρχίσει να παίρνουν τα μέτρα τους. Τον Οχτώβρη του 1821 έγραφε ο Μάρκος στο Βαρνακιώτη ¨

«Οι πασάδες της Άρτας διώχνουν τις φαμίλιες τις τούρκικες κι οβρέικες και τις στέλνουν στην Πρέβεζα».

Στις 12 του Νοέμβρη 1821 οι Σουλιώτες με τους συμμάχους τους βρίσκουνταν κιόλας στα Μαράτι, θέση κοντά στο ποτάμι της Άρτας, τον Άραχτο. Μαζί με το Μάρκο είχαν έρθει για το γιουρούσι κατά της Άρτας κι άλλοι Σουλιώτες αρχηγοί : ο θείος του ο Νότης, ο Νικόλα Τζαβέλλας, ο Φωτομάρας, ο Δράκος, ο Βέικος. Οι Τούρκοι βγήκαν από την Άρτα για να τους χτυπήσουν. Ο Μάρκος μαζί με τον Καραϊσκάκη κλεισμένοι σ’ ένα τζαμί, χτυπούσαν από κει. Όλοι οι άλλοι Σουλιώτες, κάπου εξακόσοι πενήντα, μέναν ακούνητοι στις θέσεις τους. Το ίδιο κι οι Αρβανίτες. Οι Αιτωλο-ακαρνάνες δεν είχαν έρθει ακόμα. Οι Τούρκοι σταμάτησαν τα γιουρούσια και γύρισαν στην Άρτα. Από κει χτυπούσαν με τα κανόνια τους μα και πάλι τίποτα δεν κάμανε.

Ο Μάρκος με τον Καραϊσκάκη πήραν τρακόσια παληκάρια και πήγαν να πιάσουν τους Μύλους, όξω από την Άρτα. Τους ρίχτηκε πλήθος Τουρκιά. «Λέγω εις τους αναγνώστες μου, μα την πατρίδα, οι τρακόσοι αυτήνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αητοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα ντουφέκι ρίξαν εις τους Τούρκους και βγάλανε τα σπαθιά και τους αφάνισαν και τους έμπασαν μέσα εις την χώρα» (Μακρυγιάννης).

Στο μεταξύ φτάσανε κι οι Αιτωλο-ακαρνάνες καπεταναίοι, Βαρνακιώτης, Ίσκος, Μακρής, Κουταλίδας και Μπακόλας με τα παληκάρια τους, ανταμώθηκαν με τους Σουλιώτες κι Αρβανίτες κι όλοι μαζί άρχισαν να χτυπάνε τους Τούρκους, που βρίσκουνταν όξω και γύρου από την Άρτα και τους ανάγκασαν να κλειστούν μέσα στην πόλη. Στις 17 του Νοέμβρη κάμανε μεγάλο γιουρούσι από τέσσερες μεριές και μπήκαν μέσα στην πόλη. Βάλανε φωτιά στο σαράι και σε πολλά σπίτια κι άρχισαν το πλιάτσικο. Οι Τούρκοι της Άρτας τρέξανε να κρυφτούν στο κάστρο κι άλλοι στα πιο γερά και καλοχτισμένα σπίτια.

Οι Σουλιώτες τρυπούσαν τους τοίχους, μπένανε μέσα και κυνηγούσαν τους Τούρκους από σπίτι σε σπίτι, χωρίς όμως και να …πολυβιάζονται. Έπρεπε να πλιατσικολογούν κιόλας. «Εχρονοτρίβουν λεηλατούντες», γράφει ο Περραιβός στα «Πολεμικά του Απομνημονεύματα».

Σε λίγο όλη η Άρτα, οξόν από το κάστρο και λίγα σπίτια, βρίσκουνταν στα χέρια των νικητών, που αντίς να σιγουρέψουν τη νίκη τους, το ρίξανε, καθώς είπαμε, στο πλιατσικολόγημα.

Είναι αλήθεια πως οι αρχηγοί παλεύανε να μποδίσουν το πλιάτσικο, μα χωρίς αποτέλεσμα. Λίγοι που τους άκουσαν, μετάνοιωσαν την άλλη μέρα και τους κάνανε φριχτά παράπονα. Απαντούσαν οι αρχηγοί ¨

«Διατί χολιάσατε, ότι σας είπαμε να πάτε στα πόστα σας; Να σας ειπούμεν την αιτίαν. Εμείς είμαστε τόσες μέρες νηστικοί και άγρυπνοι. Τώρα ηύραμε φαγί, κρασί και θα φάτε καλά και θα μεθύσετε. Κι αποσταμένοι έρχονταν οι Τούρκοι, σας βρίσκαν σ’ αυτήνη την κατάσταση, σας αφάνιζαν» (Μακρυγιάννης)

Οι πολλοί όμως δεν άκουγαν κανένα. Πλιατσικολογούσαν άγρια δικαίους και αδίκους, Τούρκους, χριστιανούς κι Οβραίους. Γράφει ο Μακρυγιάννης : «Όταν μπήκαμεν εις την Άρτα είμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ύστερα , διά να γυμνώσωμεν τους δυστυχείς Αρτινούς, γινήκαμε περίπου από δέκα……….Και γυμνώσαμεν όλους τους καημένους και τους αφήσαμε δυστυχείς». (Πηγή : ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ, Γιάννης Μπενέκος, Αθήνα, 1958)

Στον πίνακα «A Souliote Warrior» by John Frederick Lewis*, The Indianapolis Museum of Art.

*Ο John Frederick Lewis RA (1804–1876) ήταν Άγγλος οριενταλιστής ζωγράφος. Ειδικεύτηκε σε ανατολίτικες και μεσογειακές σκηνές σε λεπτομερή ακουαρέλα ή λάδια, επαναλαμβάνοντας πολύ συχνά την ίδια σύνθεση σε μια εκδοχή σε κάθε μέσο. Έζησε για αρκετά χρόνια σε μια παραδοσιακή έπαυλη στο Κάιρο. Τον Ιούλιο του 1840 ο Λιούις ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη μέσω Αλβανίας, Κέρκυρας και Αθήνας, επιστρέφοντας στο Κάιρο το 1841 όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Φαίνεται ότι βρήκε αρκετούς Σουλιώτες πολεμιστές για να του ποζάρουν, πιθανότατα όταν επισκέφτηκε την Κέρκυρα το 1840. Οι Σουλιώτες  ήταν πολύ γνωστοί στους Βρετανούς φιλότεχνους τη δεκαετία του 1840 για την αντίστασή τους ενάντια στην Οθωμανική κυριαρχία και τη συμμετοχή τους στον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *