“Το τυρόγαλο που μαζεύονταν στα καρδάρια, το στράγγιζαν στο μεγάλο καζάνι και το έβραζαν σε δυνατή φωτιά. Όταν ζεσταίνονταν καλά, το ανακάτευαν με μια μακριά ξύλινη ξύστρα ή κουτάλα γιατί η μυζήθρα κολλούσε εύκολα στον πάτο του καζανιού. Ύστερα από βράσιμο μιας ώρας περίπου, το τυρόγαλο χόχλαζε, “κόβονταν” και στην κορφή του καζανιού έβγαινε η μυζήθρα σπιρωτή – σπιρωτή κι είχε το χρώμα της ζάχαρης, δεν ήταν κάτασπρη όπως το τυρί. Μ’ ένα καπάκι την μάζευαν, την έριχναν στις τσαντίλες και την κρεμούσαν να στραγγίσει…” (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)
Στη φωτογραφία «Πολύδροσο ‘Αρτας, 1960 – Ο τυροκόμος Ηλίας Μάκης (αριστερά) μαζεύει τη μυζήθρα (γκίζα) από το βρασμένο τυρόγαλο με μια συρμάτινη απόχη. Δεξιά διακρίνεται ο βοηθός του Σπύρος Βασιλείου, από το Βαθύπεδο» (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της Ελένης Μάκη – Μπάφα όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα ΣΥΡΡΑΚΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ιωσήφ Ζιώγας, Ιωάννινα, 2006)