Η πανούκλα της Άρτας του 1816-1817 στον κώδικα 59 της μονής του Δουσίκου (α’ μέρος)

Για την επιδημία πανούκλας στην Άρτα τον 19ο αι. έχουμε γράψει και πιο παλιά, κυρίως τις αναφορές του Σεραφείμ Βυζάντιου, του Πουκεβίλ και του Κατωπαναγίτη Κωνστάντιου. Ωστόσο μια εκτενής αναφορά για την πανούκλα του 1816 – 17 στην Άρτα υπάρχει στον κώδικα 59 της Μονής Δουσίκου, γραμμένη από τον μοναχό Χατζή – Φεράσιμο Δουσικιώτη, στις σελίδες 493 – 496, που έφερε στο φως ο μελετητής του κώδικα Κωσταντίνος Σπανός και δημοσιεύτηκε στα «Ηπειρωτικά Χρονικά»

“Ο μοναχός αυτός μας πληροφορεί ότι στην Άρτα και στα περίχωρά της πέθαιναν καθημερινά 60 – 70 άτομα και πολλές φορές 90. Γι’ αυτόν το λόγο τέσσερις Αρτινοί έφτασαν στη Μονή του Δουσίκου για να ζητήσουν την κάρα του αγίου Βησσαρίωνα. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο ηγούμενος Καλλίνικος από την Σκουληκαριά (Σκλικοκαραία) και οι άλλοι τρεις ήταν εκπρόσωποι της πόλης που είχαν συνεννοηθεί με τους καπεταναίους των κλεφτών της Πίνδου, για να αποφύγουν προφανώς κάποιο απρόοπτο στο δρόμο τους. Μετά τις απαραίτητες συνεννοήσεις, η Μονή του Δουσίκου έδωσε την άδεια εξόδου της κάρας, την οποία μετέφεραν στην Άρτα τρεις μοναχοί της : ο πνευματικός Στέφανος Δραμηζινός, ο  ιερομόναχος Παίσιος Μουζακιώτης και ο ιεροδιάκονος Γεράσιμος «ο χοιροβοσκός από Μακριχώρι, επαρχία του Λαρίσσης», ο γραφέας της αναφοράς για την πανούκλα.

Όταν οι μοναχοί έφθασαν στην Άρτα, οι κάτοικοι «ήτον έξω από το θανατικόν». Διάβασαν τον αγιασμό στα «ταμπούρια των χριστιανών και εις εικοσιδύο ημέρας έπαυσεν ο θάνατος, ω του θαύματος, διά πρεσβειών του (….) αγίου Βησσαρίωνος». Στη συνέχεια, με προτροπή των αρχόντων εισήλθαν στην πόλη και άνοιξαν τα σπίτια τους με τα κλειδιά που τους έδωσαν, για να κάνουν και σ’ αυτά αγιασμό.

Οι Αρτινοί δεν τολμούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους εξαιτίας της πανούκλας και της διαταγής του Αλή πασά. Από το κείμενο του κώδικα δεν προκύπτει ο λόγος της απαγόρευσης αλλά από το οδοιπορικό του Πουκεβίλ καταλαβαίνουμε ότι ο Αλή πασάς απαγόρευσε την επιστροφή των κατοίκων, διότι είχε στείλει διάφορες επιτροπές για να καταλάβουν τις περιουσίες εκείνων των Αρτινών που είχαν πεθάνει χωρίς κληρονόμους και φοβόταν μήπως τις καταλάβουν οι γείτονές τους.

Όταν εισήλθαν στην πόλη οι μοναχοί συνάντησαν τριάντα γκουσγκούνηδες, δηλαδή αποθεραπευμένους από την πανούκλα. Ύστερα από δυο – τρεις μέρες οι δημογέροντες της πόλης έκαναν συμβούλιο με τους μουσουλμάνους στους Κωστακιούς. Στο συμβούλιο αυτό ο κατής (ιεροδίκης) και οι μπέηδες της περιοχής επέπληξαν τους δημογέροντες ότι προσκυνούσαν τα «κόκκαλα». Αυτοί τότε, για να αποφύγουν προφανώς τις προστριβές, διέκοψαν την αποστολή τροφίμων (ταϊνίων) στους τρεις μοναχούς.

Αμέσως μετά σημειώθηκαν και πάλι κρούσματα της πανούκλας, η οποία αποδεκάτισε το χαρέμι του ιεροδίκη, που έμενε στους Κωστακιούς, και την επόμενη μέρα πέθαναν διακόσιοι μουσουλμάνοι. Πολλά θύματα είχε και η εβραϊκή κοινότητα της Άρτας, τα μέλη της οποίας είχαν βρει καταφύγιο στη Βλαχέρνα. Τα θύματα ήταν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να τα θάψουν και τα έριχναν στον ποταμό Άραχθο να τα παρασύρει στη θάλασσα!

Λόγω των θυμάτων της πανούκλας είχαν μείνει κενά πολλά σπίτια Αρτινών. Γι’ αυτό το λόγο ο Αλή πασάς μετέφερε πολλούς Τουρκαλβανούς από την Χιμάρα και τους εγκατέστησε σ’ αυτά για να εισπράττει τα νοίκια τους, αντί να τα κληρονομήσει ο ίδιος.

Οι μοναχοί παρέμειναν στην πόλη έναν χρόνο. Μετά βγήκαν έξω και επισκέφτηκαν το Κομπότι, όπου τους υποδέχτηκαν οι δημογέροντες και ο αντιπρόσωπος (κεχαγιάς) του Μουχτάρ πασά, Δημήτριος Καλπακίδης, από το Μέτσοβο, οι οποίοι προσκύνησαν την κάρα του αγίου Βησσαρίωνα. Ο Καλπακίδης με τριάντα άτομα, συνόδευσε τους μοναχούς «εις όλα τα ταμπούρια, και εις όλον τον κάμπω», όπου έκαναν αγιασμό για οκτακόσια – εννιακόσια άτομα κάθε «ταμπουρίου». Αφού τελείωσαν τον αγιασμό στα χωριά της πεδιάδας, επανήλθαν όλοι τους (μοναχοί, δημογέροντες, κεχαγιάς) στην Άρτα. Τώρα παραχώρησαν στους μοναχούς σπίτι για κατοικία κοντά στο ναό της Αγίας Θεοδώρας…..(συνεχίζεται)

Στη φωτογραφία χαρακτικό με τη Μονή Δουσίκου. Κτίτωρ της ιστορικής Μονής, που τιμάται στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, είναι ο άγιος Βησσαρίων, φωτεινή προσωπικότης και πολύεδρη φυσιογνωμία της Εκκλησίας και του Γένους των Ελλήνων, κατά το α’ ήμισυ του 16ου αιώνος, ο οποίος το 1527 εξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης. Με την ιδιότητά του αυτή πρωτοστάτησε σε έργα κοινωνικής ευποιίας και εθνικού στηριγμού. Ανήγειρε γέφυρες,  κατασκεύασε δρόμους, οργάνωσε κοινότητες, ελευθέρωσε αιχμαλώτους και απέσπασε το θαυμασμό και την αναγνώριση χριστιανών και κατακτητών. Στην περιοχή μας είναι γνωστός από τη γέφυρα Κοράκου της οποίας ήταν ο εμπνευστής. Επιστέγασμα των έργων του υπήρξε η ανίδρυση και ανέγερση της ιστορικής Μονής του Σωτήρος Χριστού ή Δουσίκου (1527), στις κατάφυτες ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακας, πάνω από την κωμόπολη Πύλη, σε υψόμετρο 700 μ. και απέραντη θέα προς το θεσσαλικό κάμπο. Όταν εκοιμήθη εν Κυρίω το 1540 αναγνωρίζονταν ήδη από τους χριστιανούς ως άγιος και θαυματουργός. (Πηγή φωτογραφιας : https://www.kaliterilamia.gr/2021/01/blog-post_728.html)

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην Τουρκοκρατία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *