Στο βιβλίο του ο Ιωσήφ Στεφανίνις μας δίνει μια ακριβή περιγραφή της πόλης της Άρτας με κάποιες λεπτομέρειες μάλλον άγνωστες, όπως η υποχρεωτική ενοικίαση περιπτέρου από όλους τους εμπόρους στο μουχούστι.
“Η πόλη της Άρτας, στην οποία γεννήθηκα, είναι μια από τις κυριότερες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας. Είναι αρχαίο επίνειο και έδρα αρχιεπισκόπου. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της επαρχίας Ηπείρου ή Κάτω Αλβανίας, στην όχθη του ποταμού Arta, (του αρχαίου Αράχθου), που πηγάζει από τα βουνά των Αγράφων, (της αρχαίας Πίνδου,) και διασχίζοντας μια όμορφη πεδιάδα, καλυμμένη με αμπέλια, και περιβόλια με συκιές, ελιές, κερασιές, ροδιές, μελλικοκιές και πορτοκαλιές, πέφτει στον κόλπο της Άρτας ή της Αμβρακίας.
Στη μια πλευρά αυτής της πεδιάδας, σε απόσταση τριών περίπου λευγών από τον κόλπο, βρίσκεται η πόλη. Η τοποθεσία και η εμφάνισή της είναι εξαιρετικά όμορφες. Η πεδιάδα στην οποία βρίσκεται, περιβάλλεται από βουνά. Η πανύψηλη Πίνδος στα βόρεια, με τα παρακλάδια της στα ανατολικά και δυτικά, σαν να σχηματίζει ένα φυσικό οχυρό γύρω της. Η πόλη έχει περίπου δέκα χιλιάδες κατοίκους. Τα σπίτια είναι γενικά μονόροφα, προσεγμένα και συχνά κομψά στη δομή τους και περιβάλλονται από κήπους, που παράγουν όλα τα είδη των φρούτων και των λουλουδιών που ταιριάζουν σε αυτό το κλίμα. Πολλά από τα κτίρια είναι πολύ αρχαία. Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση είναι το ίδιο εδώ, όπως στις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Είναι ένα είδος ασβεστόλιθου, ή μάρμαρου, γαλακτώδους λευκού χρώματος, που βρίσκεται σε όλη την Ελλάδα. Η καθαρή λευκότητα αυτού του υλικού δίνει στην πόλη μια λαμπερή και υπέροχη εμφάνιση.
Ένα από τα κύρια δημόσια κτίρια της πόλης, είναι το παλάτι του δεσπότη ή του αρχιεπισκόπου, που ονομάζεται μητρόπολη. Είναι μια μεγάλη και αξιοσέβαστη ομάδα κτιρίων, και δείχνει τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή της, το τέλειο γούστο και τη δεξιοτεχνία του αρχιτέκτονα. Δίπλα στο παλάτι, βρίσκεται ο καθεδρικός ναός, ένα κτίριο παρόμοιας κομψότητας. Αυτά τα δύο οικοδομήματα περιβάλλονται από μεγάλο αριθμό μικρότερων σπιτιών και το σύνολο περικλείεται από ένα ψηλό κυκλικό τείχος, που πλησιάζει στις παρυφές του ποταμού και προσφέρει από τους υπερυψωμένους πυργίσκους του, μια πολύ μαγευτική προοπτική.
Σε ένα άλλο σημείο της πόλης βρίσκεται το σεράι, η κατοικία του βοεβόντα ή κυβερνήτη, καθώς και των άλλων μεγάλων αξιωματικών του κράτους και των φρουρών τους. Είναι ένα μεγάλο, κομψό και άνετο κτίριο. Κοντά στο σεράι βρίσκεται μια μεγάλη κυκλική περιοχή, που ονομάζεται machusti (μαχούστι), όπου πραγματοποιείται κάθε χρόνο μια δημόσια έκθεση. Εδώ, κατά τη διάρκεια δύο εβδομάδων τον Αύγουστο, εκτίθενται προς πώληση κάθε είδους ξένα εμπορεύματα, εγχώριες κατασκευές, ζωντανά ζώα, φρούτα κ.λπ. Τα περίπτερα για την υποδοχή αυτών των εμπορευμάτων τοποθετούνται από την κυβέρνηση και κάθε έμπορος είναι υποχρεωμένος να παράγει και να εκθέτει τα εμπορεύματά του στην έκθεση, και να πληρώνει μεγάλο ενοίκιο για τη χρήση του περιπτέρου που καταλαμβάνει, με ποινή, αν δεν το κάνει, μελλοντική στέρηση της άδειας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων του. Από αυτή την πηγή ένα μεγάλο μέρος εσόδων συγκεντρώνεται ετησίως στο ταμείο του πασά.
Σε μικρή απόσταση από την πόλη, στέκεται ένα πολύ μεγάλο και μοναδικό οικοδόμημα, που ονομάζεται Παριγιορίζα. Η ηλικία αυτού του κτιρίου είναι άγνωστη, αλλά φέρει ενδείξεις ότι υπήρχε εδώ και πολλούς αιώνες. Οι διαστάσεις του είναι τεράστιες, αλλά συμμετρικές και η εμφάνισή του είναι εξαιρετικά μεγαλειώδης και επιβλητική. Αυτή η τεράστια κατασκευή περιλαμβάνει τρία ευρύχωρα διαμερίσματα, το ένα πάνω από το άλλο, που το καθένα χρησιμοποιείται ως εκκλησία. Αυτά φωτίζονται από περίπου ενενήντα παράθυρα, μεγέθους αντίστοιχου με το μέγεθος του κτιρίου. Περιβάλλεται από μια σειρά από μικρά σπίτια, που κατοικούνται από καλόγριες και άλλες φτωχές θρησκευόμενες γυναίκες, που επιβιώνουν από φιλανθρωπίες. Το σύνολο περιβάλλεται από τείχος μεγάλης αρχαιότητας. Η κατασκευή αυτή υποτίθεται ότι ήταν αρχαίος ναός, που χτίστηκε πριν από τη διάδοση του χριστιανισμού στην Ελλάδα.
Μισό μίλι από την πόλη, στα νοτιοανατολικά, ο δημόσιος δρόμος εισέρχεται σε μια ευρύχωρη λεωφόρο, η οποία εκτείνεται περίπου πέντε μίλια, και τερματίζει στον ποταμό Άρτα, (ή τον Άραχθο.) Σε κάθε πλευρά αυτής της λεωφόρου, σε όλο το μήκος της, είναι εκτεταμένοι κήποι, πολύ περιποιημένοι που παράγουν φρούτα και λουλούδια από τα πιο εκλεκτά και νόστιμα είδη, εξωτικά αλλά και γηγενή. Λεμόνια, πορτοκάλια, ρόδια, κίτρα σύκα, σταφύλια, καλαμπόκι, σιτάρι, όσπρια κ.λπ., παράγονται εδώ σε τελειότητα και αφθονία.
Απέναντι από το ποτάμι, και ξεκινώντας από το κάτω μέρος αυτής της λεωφόρου, βρίσκεται μια τεράστια γέφυρα πολύ μεγάλης αρχαιότητας και περίεργης κατασκευής. Το μήκος της είναι περίπου τρία τέταρτα του μιλίου. Είναι χτισμένη από το συνηθισμένο υλικό, όμορφα λαξευμένο, και οι ογκόλιθοι με τους οποίους σχηματίζεται η κατασκευή, ενώνονται με ένα τσιμέντο, του οποίου η σύνθεση είναι άγνωστη, καθώς και με σιδερένια κουμπώματα, περιέργως τοποθετημένα στην πέτρα και ανεπαίσθητα, εκτός εάν γίνει πολύ προσεκτική επιθεώρηση. Αν και είναι αρχαιότητας που διαφεύγει της έρευνας, είναι τόσο σταθερή και συμπαγής όσο και την ημέρα που ολοκληρώθηκε. Περιέχει έξι μεγάλες καμάρες διαφορετικού ύψους, μεταξύ των οποίων, περιέργως παρεμβάλλονται αρκετές μικρότερες. Είναι ένα έργο μοναδικής μεγαλοπρέπειας και μεγαλείου και έχει γίνει αντικείμενο θαυμασμού από όλους τους ξένους που έχουν επισκεφτεί αυτό το μέρος. Κάποια ιδέα μπορεί να σχηματιστεί για το μέγεθός του, από το εκπληκτικό ύψος της κεντρικής καμάρας, που μου φαινόταν ότι ήταν πάνω από 150 πόδια πάνω από το επίπεδο του ποταμού.
Η πόλη προστατεύεται από ένα πολύ ισχυρό κάστρο, που περιέχει περίπου 100 κανόνια. Το βόρειο τείχος είναι πολύ αρχαίο, αλλά από τις άλλες πλευρές, έχει πρόσφατα γκρεμιστεί και ξαναχτιστεί από τους Τούρκους. Ο ποταμός στριφογυρίζει κοντά στα τείχη και παρέχει καθαρό και υγιεινό νερό στην πόλη και το κάστρο. Ένα μέρος του έχει εκτραπεί από ένα κανάλι σε κάποιους αλευρόμυλους στην περιοχή, και από εκεί μεταφέρεται από μικρότερους αγωγούς για την άρδευση των κήπων που περιγράφηκαν παραπάνω.
Το εμπόριο της πόλης διεξάγεται κυρίως με τα νησιά του Ιονίου και τα λιμάνια της Αδριατικής. Εξάγει σιτάρι, καπνό, μαλλί, δέρματα, τυρί, ελιές, κρασί και διάφορα είδη φρούτων και εισάγει ξηρά προϊόντα, σίδηρο, χάλυβα κ.λπ.
Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη, το έτος 1803. Ο πατέρας μου, ο Ιωάννης Στεφανίνις, ήταν στο επάγγελμα έμπορος και ασκούσε τότε εκτεταμένο και προσοδοφόρο εμπόριο με το λιμάνι της Τεργέστης. Παντρεύτηκε από νωρίς τη Χρυσαυγή Θεμιανό, κόρη ευπόληπτου πολίτη της Άρτας. Οι Ελληνίδες παντρεύονται συνήθως νεαρές. Η μητέρα μου, την εποχή που παντρεύτηκε, ήταν μόνο δεκατεσσάρων ετών. Οι καρποί αυτής της ένωσης ήταν επτά παιδιά: τέσσερις γιοι, ο Σπύρος, ο Δημήτρης, ο Σιλβέστρο και εγώ και τρεις κόρες, η Μαρία, η Κατερίνα και η Άννα. Ήταν η τύχη μου που γεννήθηκα και έζησα σε μια περίοδο της ιστορίας της χώρας μου γεμάτη από γεγονότα……” (Πηγή : The Personal Narrative of the Sufferings of J. Stephanini, New York, 1829″
Μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο στην αγγλική έκδοση στο λινκ https://archive.org/details/personalnarrativ00steprich/page/n5/mode/2up?view=theater
Η πόλη της Άρτας το 1910, 100 χρόνια μετά την περιγραφή του Ιωσήφ Στεφανίνι. (Πηγή : ΙΔΡΥΜΑ ΑΚΤΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ, ΠΡΕΒΕΖΑ)