Η Ψυχοκόρη*

To μεγάλο καζάνι στην πίσω αυλή άχνιζε κι η Δροσούλα με ένα μεγάλο στυλιάρι ανακάτευε τα λιγοστά της ρούχα για να τα βάψει μαύρα. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της σαν δυο μικρά ρυάκια και σκόρπιζαν μικρές, διάφανες στάλες πάνω στην τραχηλιά της…. Πριν μια μέρα έφτασε το χαμπέρι απ’ το χωριό της ότι πάει κι ο πατέρας  της χάθηκε κι η Δρόσω έμεινε πια ολομόναχη στον κόσμο…

Ήταν μόλις 8 χρονών όταν ο πατέρας της την έστειλε ψυχοπαίδα στο αρχοντικό του Γιάννη Νίκα στην Άρτα. Η μάνα της πέθανε στη γέννα κι η γιαγιά της που την φρόντιζε όσο ο πατέρας της δούλευε στα χωράφια, πέθανε κι αυτή, έτσι ο πατέρας της την έδωσε ψυχοπαίδα στο σπίτι τ’ αφεντικού για το οποίο δούλευε πότε – πότε στα κτήματά του κατά το Λούρο. Δεν είχε κανένα παράπονο απ’ τ’ αφεντικά της η Δροσούλα, σαν τα παιδιά τους την είχαν, κι η κυρά της ήταν πολύ καλή και συμπονετικιά στην ορφάνια της. Δέκα χρόνια ήταν στη δούλεψή τους και δεν της είχαν πει ποτέ έναν κακό λόγο. Τον πατέρα της σπάνια τον έβλεπε, αν τύχαινε και κατέβαινε καμιά φορά απ’ το χωριό στην Άρτα για δουλειές. Το χωριό της δεν το λογάριαζε για χωριό, μόνο πικρές αναμνήσεις είχε…..Το μόνο που απέμενε τώρα ήταν ν’ ανέβει  να πουλήσει τα δυο χωραφάκια και το σπιτοκάλυβο που της άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας της και να μην γυρίσει πίσω ποτέ…

Ντυμένη στα μαύρα απ’ την κορφή ως τα νύχια έφτασε μετά από λίγες μέρες στο χωριό της η Δρόσω. Ο Θεός να το κάνει χωριό, μια αετοφωλιά ανάμεσα στα λόγγια και στα βράχια ψηλά στο Ξεροβούνι, ήταν το χωριό της. Το πρώτο της μέλημα ήταν να επισκεφτεί τον τάφο των γονιών της και να ρίξει ένα τρισάγιο στη μνήμη του. Ύστερα ροβόλησε ως το σπίτι της, ένα φτωχοκάλυβο από μπαγδατί και σκεπή από άχυρα να ρίξει μια τελευταία ματιά πριν φύγει… Τα χωράφια που της άφησε ο πατέρας της  ήταν ξερκά, κάπου κοντά στη Στρεβίνα και θα ‘πιαναν καλά λεφτά για να συμπληρώσει το κομπόδεμα που βαστούσε η κυρά της και κάθε μήνα της έβαζε λίγα χρήματα. Θα έκλεινε τα 18 σε λίγους μήνες και της είχαν υποσχεθεί ότι θα βρίσκονταν ένα καλό παιδί και γι’ αυτή, να ανοίξει το δικό της νοικοκυριό… Είχε κιόλας βρεθεί αγοραστής για τα χωράφια της, ας ήταν καλά τ’ αφεντικό της που το φρόντισε…

Με τα λεφτά στον κόρφο, κάπου είκοσι χιλιάδες δραχμές, και τον τρουβά γεμάτο πεσκέσια για τ’ αφεντικά της πήρε η Δρόσω το δρόμο για την Άρτα. Πέρασε την ξύλινη γέφυρα του Λούρου μετά τη Στρεβίνα και πήρε το μονοπάτι ανάμεσα στις καλαμιές  που θα την έβγαζε στη Φιλιππιάδα. Απ’ εκεί θα έβρισκε ένα κάρο να φτάσει ως το βράδυ στην Άρτα. Ξάφνου τα καλάμια ξεχώρισαν δίπλα της και τρεις άγριες μορφές στάθηκαν μπροστά της και της έκοψαν το δρόμο. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα με μαντήλια και οι λερωμένες κάπες τους, γεμάτες  λάσπες και χορτάρια μαρτυρούσαν  πως την περίμεναν εκεί ώρες πολλές …

– Τα λεφτά σου θέλουμε κυρά μου και θα σ’ αφήσουμε να φύγεις…έχεις το λόγο μας!

Έμεινε κοκαλωμένη η Δρόσω και τους κοίταζε. Αυτή η φωνή κάτι της θύμισε, τον γύφτο τον Τζαχήλα** που περιδιάβαινε τους δρόμους της Άρτας κι έβγαιναν οι νοικοκυρές να του δώσουν τα χαλκώματά τους να τα γανώσει….

– Εσύ είσαι μωρ’ Τζαχήλα? Πάρε τον τρουβά μου κι άσε με να πάω στον δρόμο μου…

Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει τα λόγια της η Δρόσω και το μαχαίρι την βρήκε κατάστηθα. Κι απέμεινε εκεί στην άκρη του δρόμου η Δροσούλα, με το βλέμμα της απορημένο να κοιτάζει τις κορφές απ’ τις καλαμωτές που χόρευαν στο φύσημα του ανέμου……

«Μέχρι σήμερα δεν κατωρθώθη να εξακριβωθή η ταυτότης του θύματος, του ανευρεθέντος προ 15 ημερών εις την γέφυραν του Λούρου μεταξύ Φιλιππιάδος και Στρεβίνης. Πάντως φαίνεται ότι η φονευθείσα ήταν μια υπηρέτρια της οικογένειας Ι. Νίκα η οποία προ μηνός μετέβη  εις το χωρίον της δια να πωλήση μερικά χωράφια και επιστρέφουσα εκείθεν με τα χρήματα της πωλήσεως, ήτοι περίπου 20.000 δραχμές, συνελήφθη από δύο Αθιγγάνους κατοικούντας εν Φιλιππιάδι και τον Αθίγγανον Τζαχήλαν*, κάτοικον Άρτης και εφονεύθη διότι ηρνήθη να χορηγήση το ποσόν. Οι φερόμενοι ως αυτουργοί του εγκλήματος συνελήφθησαν και κρατούνται εις Φιλιππιάδαν». (Της Αναστασίας Καρρά)

*Η μυθοπλασία βασίζεται σε αληθινή ιστορία που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΒΗΜΑ στις 7 Ιουλίου του 1930 με τίτλο «Το ανευρεθέν πτώμα».

** Το υποκοριστικό «Τζαχήλας ή Τζαχείλας» συνόδευε μέχρι πρόσφατα στην Άρτα, όσους είχαν μεγάλα χείλη.

Στη φωτογραφία το ρεπορτάζ της εφημερίδας…

Δημοσιεύθηκε στην Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες........ Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *