—————
Κάπου μολογάει ο Τάκης ο Βαφειάς, έτσι καθώς είχε ακουστά κι εκείνος από παλιότερους, εδώ γύρα τον Αι Κωσταντίνο μεριά, όπου ήταν τ αρχοντόσπιτα του καιρού μας, όπου ήταν τα δίπατα τα σπίτια με τα κουρτινάκια στα παράθυρα, τις μάντρες και τις αυλές τις πλακόστρωτες, τις βαριές τις πόρτες τις μισοχαλασμένες απ’ του καιρού το διάβα, εδώ ήταν κι ενός Κονόμου το σπίτι. Καλοκαταντημένος και καλοζωισμένος κόσμος με έχος που ζούσαν απ’ τα νοίκια. Γεροντοπαίδι άπραγο μολογάνε κι αυτός και η αδερφή του αντάμα δεν κατεβαίνανε ποτέ στον κασαπά, πάρα για κάνα ψώνι και πότε και για την εκκλησιά. Όλον τον άλλον τον καιρό κι όση μέρα του Θεού, καλοκαθισμένοι σε καρέκλα με προσκέφαλο, πίσω από το παραθύρι ο καθένας το δικό του, αγνάντευαν του δρόμου τους διαβάτες. Και για τον καθένα, γνωστό ή άγνωστο είχανε να πούνε πότε τόνα και πότε τ ’άλλο, έτσι για να γίνεται κουβέντα. Εκεί όμως που το ενδιαφέρον τους φανερά ξεχώριζε ήτανε για της γειτονιάς τα σπίτια και τον κόσμο τους. Τους έτρωγε η περιέργεια γιατί τάχα τ ‘ασβεστώσανε; Γιατί οι δίνα τα βάψανε γαλάζια τα παραθύρια; Σαν ποιον τάχα να καρτερούνε; Ποιος μπήκε στα αποπέρα σπίτια, ποιος βγήκε, τι πήρε, τι ήφερε, ποιος άξηνε, ποιος γέρασε, τι νταίνουν, τι ποδένουν, τι μαέρεμα νάχουνε οι γειτόνοι στο νταβά κουπωμένο, όπου πήγαινε η υπηρέτρια στο φούρνο, να είναι χέλια ή δροσίνες, φασούλια ή πρασόρυζο; Κι έτσι τους πέρναγε με τις ξένες έγνοιες η μέρα και ο καιρός αντάμα…..
(Απόσπασμα από το διήγημα “Καημοί και όνειρα του χθες” του Νίκου Καραβασίλη από την Συλλογή διηγημάτων Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΑΝΤΟΧΗ, ΑΘΗΝΑ 1994….Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε η Αρτινιά ερασιτέχνις ζωγράφος κ. Σπυριδούλα Αλίβερτη- Γιαννοπούλου με το ψευδώνυμο “Αλίκη”.)