Τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. όπως όλα τα ρούχα έτσι και οι ποδιές ήταν κατασκευασμένες στον αργαλειό, εξ’ ολοκλήρου από υλικά που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στα Τζουμέρκα από εγχώριες ακατέργαστες πρώτες ύλες της περιοχής.
«Γυναίκα χωρίς ποδιά, ποτέ δεν έβγαινε στην αγορά. Κι οι φτωχές έπαιρναν «δανεική» ποδιά απ’ τις γειτόνισσες ή συγγενή να βγουν έξω, διότι πρόσβαλλε του σπιτιού την αξιοπρέπεια, «ξεζώνατη» δηλ. χωρίς ποδιά».
Για την κατασκευή της χρησιμοποιούσαν κοντό χτένι και η ύφανσή της έφερε υφαντή διακόσμηση με οριζόντιες ρίγες δυο διαφορετικών χρωμάτων οι οποίες εναλλάσσονταν. Την φορούσαν πάνω από την δίμιτη φούστα και η χρήση της περιορίζεται μέχρι τη δεκαετία του ’50 οπότε και εκλείπει οριστικά και αντικαθίσταται από τις λεπτή, χρωματιστή υφασμάτινη ποδιά.
«Η Κώτσο-Μαστοράκενα έφερνε, ζούσε στην Άρτα, ήταν ονομαστές οι ποδιές της Άρτας αυτές ήταν όμως για δουλειά. Αυτές ήταν στον αργαλειό αλλά πολύ λεπτό ύφασμα. Αργαλείσιες ποδιές πολύ παλιότερα εγώ αν θυμάμαι κάνα δυο γριές την παπαδιά… Ήταν ψιλές όχι χοντρές όπως το δίμιτο. Χρωματιστές ριγέ 2 χρώματα. Ένα μαύρο ένα γκρι. Όπως είναι αυτό, όχι άσπρο. Θα ήταν κόκκινο και μπλε. Θα ήταν πράσινο και κίτρινο. Ήταν συγκεκριμένο το ύφασμα δε το ‘κόβαν αυτό. Έφτιαχνε η υφάντρα ίσα – ίσα πόσο φάρδος πρέπει να έχει και έφτανε στο μήκος έλεγε το μήκος πρέπει να είναι εβδομήντα πόντους το μέτραγε σταματούσε το πίστρωνε μετά αυτή. Αυτό το ύφασμα το έφτιαχνε στενό ο αργαλειός που ήταν για τις ποδιές. Ο ίδιος ο αργαλειός, αλλά έβανε στο χτένι δε το έπιανε όλο».
Η αργαλείσια ποδιά αντικαθίσταται τη δεκαετία του ’40 από την υφασμάτινη ποδιά, ραμμένη από ντρίλινο ή ιντιάνα ύφασμα. Η καθημερινή ποδιά είναι απλά ραμμένη χωρίς κάποιο κέντημα ή σχέδιο. Η επίσημη φέρει σχέδιο, το «φασολάκι» στο ύψος της μέσης και 10cm πριν το τελείωμά της. Πάνω από το «φασολάκι» φέρει κέντημα με χρωματιστές κλωστές και κάτω από το «φασολάκι», το τελείωμά της, γίνεται με «φρούτο». Το ράψιμό της είναι σε ορθογώνιο σχήμα. Τα χρώματά της σιέλ, ροζ και πράσινο ανοιχτό. Η ποδιά συνδυάζεται πάντα σύμφωνα με το χρώμα του φουστανιού.
«Τς πουδιές τς φτιάναμαν μη φασόλια του λέμαν γύρω γύρω. Κι κόκκινες φτιάναμαν για έξω, το πανγύρ του βάναμαν σι γάμου, όχι κάθι μέρα, κάθι μέρα δεν βάναμαν τς καλές τς πουδιές. Βάναμαν πρόχειρεις. Βάναμαν αυτές τς καλές τς πουδιές τς χρουματιστές. Ένα χρώμα δηλαδή. Ή μπλε ή σαξ ή ροζ, τέτοια χρώματα».
(Πηγή : Μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΧΟΥΛΙΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ, Μ. Ράπτη, Ιωάννινα, 2017)
Στη φωτο η κ. Αντιγόνη Μπαλάσκα- Καρρά το 1947 με τη Τζουμερκιώτικη φορεσιά (φέλπα) της μητέρας της Ελένης Μπανιά- Μπαλάσκα από τους Μελισσουργούς, στην οδό Ανεμομύλων, στη Βαλαώρα. (Φωτο από συλλογή Α. Καρρά)