Στη μεταπολεμική Άρτα οι αυλές δεν άλλαξαν ρόλο. Στον ανοιχτό και συνήθως περιφραγμένο χώρο, στρωμένο συνήθως με χώμα ή τσιμέντο, η ζωή, των Αρτινών κυρίως γυναικών, κυλούσε απλή μα γεμάτη από χρώματα και συναισθήματα. Τα μονώροφα λευκά σπιτάκια, με τη φλυαρία του κατωφλιού, την κληματαριά και εν γένει την λαϊκή αρχιτεκτονική είχαν την δική της ψυχική αρχοντιά. Οι αυλές της πάνω πόλης μοσχοβολούσαν ασβέστη και λουλάκι καθώς οι νοικοκυρές συναγωνίζονταν η μία την άλλη στην τέχνη του ασβεστώματος, ιδιαίτερα πριν έρθει το Πάσχα και μοσχομύριζαν αρμπαρόριζα και βασιλικό.
Σιγά – σιγά, από τη δεκαετία του ’80 και μετά οι αυλές υποχώρησαν στην πίεση της πολυκατοικίας. Η μάχη του τσιμέντου και της άνετης διαβίωσης έχει αποβεί μοιραία υπέρ της πολυκατοικίας και κατά της πολυτραγουδισμένης αυλής. Η οποία διατήρησε το κύρος και τον ρομαντισμό της, αντιστάθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, ακόμη και στις μεταπολεμικές δεκαετίες για να υποχωρήσει οριστικά στα κύματα της αστυφιλίας και της εμπορευματοποίησης. Το συναίσθημα και ο ενθουσιασμός του καινούργιου όμως, μοιραία θα δώσουν κάποτε την θέση τους στη νοσταλγία. Έτσι συνέβη και με τις αυλές!!!!
Στη φωτογραφία “Αυλή στα Μελισσουργιώτικα” το 1955. Στην αυλή η Κατίνα Νικολάου – Κούτσικου γνέθει με τη ρόκα της. Στο παράθυρο η Όλγα Νικολάου – Τσιμπλή στο δωμάτιο με τον αργαλειό…(Φωτο από αρχείο Άικατερίνης (Κατίνας) Νικολάου – Κούτσικου)