Οι άσχημες καιρικές συνθήκες και η φτώχια ανάγκαζαν πολλούς Θεοδωριανίτες να ξεχειμωνιάζουν σε άλλα μέρη. Κατέβαιναν κυρίως στην περιοχή της Άρτας αλλά και αλλού, όπως στο Βόλο και στο Ξηρόμερο. .Όσο ο Άραχθος αποτελούσε το σύνορο, ως το 1913, δεν πήγαιναν μακριά και ξεχείμαζαν στα λόγκια γύρω απ’ την Άρτα, με κυριότερα στέκια τα Κομίτσιανα, το Πλατανόρεμα, το Πουρνάρι, το Θεοτοκιό, το Καραμούτσι κ.α. Ακόμη και σήμερα σώζονται μερικά τέτοια Θοδωριανίτικα στέκια. Εκεί έστηναν τα κονάκια τους, το νοικοκυριό τους, βοσκούσαν τα κοπάδια τους και με τα μουλάρια τους ή ζαλιγκωμένοι κουβαλούσαν καυσόξυλα και τα πουλούσαν στην Άρτα για τις ασβεσταριές, που ήταν αρκετές τότε στην περιοχή. Δυνατότητα για κάποιο μεροκάματο στον κάμπο τότε δεν υπήρχε, γιατί πέρα απ’ τον Άραχθο ήταν τούρκικο.
Ύστερα από το 1913 που δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για απασχόληση στον κάμπο της Άρτας, οι πιο πολλοί Θοδωριανίτες – εκτός απ’ τους κτηνοτρόφους- κατέβαιναν στην Άρτα. Εκεί άρχιζαν να στήνουν τα αχυροκαλύβια τους με καλάμια και άχυρα, ανάμεσα στα βράχια της Βαλαώρας, σε σχήμα τρούλου (σούρλας), γι αυτό τις έλεγαν και σουρλωτές ή σουρλοκαλύβες. Εκεί, σε ένα χώρο 12-15 τετραγωνικών μέτρων ζούσαν πολύτεκνες οικογένειες των 8 και παραπάνω ατόμων. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στη θέση Καναράς (γι αυτό τους έλεγαν και Καναριώτες), ανάμεσα από τον αμυντικό στρατώνα στο λόφο της Περάνθης, το μοναστήρι της Αγίας Φανερωμένης και το εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ στη δυτική πλευρά προς το γεφύρι, ήταν τα Μελισσουργιώτικα και στα βόρεια τα Πραμαντιώτικα.
Απ’ τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν στον Καναρά ήταν οι Τατσαίοι, οι Τζουβαραίοι, οι Φακαίοι κι οι Κολτουκαίοι. Σιγά σιγά άρχισαν να παραχειμάζουν εκεί όλο και περισσότεροι μέχρι που λίγο πριν τον πόλεμο του 1940, ο Καναράς έγινε ένα είδος μόνιμου χειμαδιού. Σκέψη για μόνιμη κατοικία στον Καναρά δεν υπήρχε ακόμη , γιατί έκανε θραύση η ελονοσία κι όλοι περίμεναν την άνοιξη ν’ ανοίξει ο Σταυρός για να γυρίσουν στο χωριό που διατηρούσαν και το χειμώνα τα ζωντανά. Έτσι, μια κι ο Καναράς έγινε μόνιμο χειμαδιό, εκτός απ’ τα σουρλωτά αχυροκάλυβα, άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται και τα σπιτοκάλυβα. Αυτά ήταν ένα είδος σπιτιού με τοίχους από τσατμά με καλάμια και λάσπη απ’ το κοκκινόχωμα του Καναρά και σκεπή αχυρένια σε δυό πλάκες που ενώνονταν με καβαλάρη. Μόνο ο Δήμο- Λιούκας είχε σπίτι με πέτρα και κεραμίδια του ενός δωματίου……
Απόσπασμα από άρθρο του κ. Κώστα Τζαλοκώστα για τον Καναρά, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του κ. Σκουτέλα ΤΑ ΘΕΟΔΩΡΙΑΝΑ ΑΡΤΑΣ, Αθήνα, 2006. Στη φωτο η Ελένη Τασιά έξω από το καλύβι της στον Καναρά από τη συλλογή του Π. Λάκκα, στο ίδιο βιβλίο)