ΚΟΥΔΟΥΝΟΤΡΥΠΑ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ

—————————
“Στό ορεινό ύψωμα Άη – Θανάσης υπάρχει μιά τρύπα στή γή πού τό στόμιό της είναι σχετικά μικρό 15— 20 έκ. Άπό τήν τρύπα αύτή βγαίνει ένας παράξενος ήχος· «Άκούγεται σά νά περνάει βαθειά, πολύ βαθειά, ποταμός ολόκληρος», λέει ό γέροντας ιερέας Βασ. Παπαζαχαρής. Λέν πώς τά πολύ παλιά τά χρόνια τό νερό τσ’ Κλίφκης έβγαινε έδώ ψ’λά. Κι μιά μέρα πνίγκ’καν μέσ’ σ’ αύτό τό νερό κι τά δυό βόδια μιας φτωχής πόκανε χωράφ’. Στρέγκλιασαν κι πνίκαν. Τότε αύτή ή γυναίκα καταράστκι το ποτάμ’ κι τούπε: «Νά γέν’ς άμουρο (νά εξαφανιστείς) άπουδώ». Κι άπό τότε τού ποτάμ’ στασάτσι κι βγαίν’ τό πολύ κατ’ στήν Κλίφκ’ κι λίγο στά Ραβένια. Αύτό τό νερό είναι π ’ άκούγεται τώρα στήν Κουδουνότρυπα. “Αμα ρίξεις μέσα ένα λιθάρ’ άκούγεται π’ γκυλάει τόν κατήφορο στό βάθος». Ό Κώστας ό Γερογιάννης άπό τήν Πλαίσια μέ διαβεβαιώνει πώς κυνηγώντας έδώ ψηλά, βρήκε λείψανα νερόμυλου κι ύποστηρίζει κι αυτός πώς έδώ έβγαινε τά παλιά χρόνια τό νερό τής Κλίφκης.
ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΔΟΥΝΟΤΡΥΠΑ ΚΟΡΙΤΙΑΝΗΣ: Αφήγηση τού κ. Δημοσθένη Μπουκουβάλα άπό τήν Κυρύτιανη, όπως τή θυμάται άπό διηγήσεις του πατέρα του Γεωργίου Μπουκουβάλα. Σύμφωνα μ’ αύτή: «Δυο παιδιά άπό τά Πεστά τάστειλε ή μάννα τους νά μάσ’ν τά γελάδια άπό τό ποτάμι πούταν κατά τ’ μεριά τ’ Άη – Θανάσ’ τσ’ Κορύτιανς. Τά γελάδια όμως ήταν άπόπερα απ’ τό ποτάμ’ στό Κορυσνό τό μέρος. Τά παιδιά μπήκαν στό ποτάμ’ νά περάσν’ άπόπερα άλλά τά πήρε τό νερό κι πνίκαν κι τά δυό. . . Ή μάννα τσ’ κι ό πατέρας τά περίμεναν ώρες πολλές κι δέν έρχονταν. Τότε ή μάννα κίνσει μοναχή τσ’ νά πά νά βρει τά πιδιάτσ’. Φόντα έφτασι στού ποτάμ’ άγνάντευε κι είδε τά γελάδια άπόπερα άπ’ τό ποτάμ, στόν Κορυσνό τόν τόπο. Χαλεύ γιά τά παιδιά τσ’ τά φωνάζ’ μέ τά ονόματά τσ’ άλλά π ’θενά άπάντς. Φωνάζοντας πάαινε τόν κατήφορο όπως έρουε τό ποτάμ. ’Άξαφνα βλέπ’ τά παιδάκια τσ’ πνιγμένα κι τά δυό βγαλμένα σν’ άκρ’ . . . Τί γίνκι μή ρουτας. . . δυό παιδιά νά πνιγούν. . . ‘Ύστερα άπό 1— 2 μέρες ή μάννα πήρε δυό πουκάρια μαλλιά πρόβεια, πάει στό ποτάμ’ τ’ άφόρ’σι μέ τήν πονεμέν’ τήν ψ’χή τσ’ κι τούπε: Μωρέ έρμου κι άλαλου, μόφαες τά πιδιά μ’ . . . Νά χαθείς κι σ’ έρμουν τόπο νά πά νά βγεις. Τότε — λέν — έφ’γι όλο τό ποτάμ’, χάθ’κε κι πήγε καί βγήκε κάτ’ στήν Κλίφκ’, έκεί π’ δέ φαίνεται π ’θενά κι άπόμνει λίγο καί βγήκε στά Ραβένια, αύτό πούναι καί σήμερα. Άπό τ’ άλλο τό ποτάμ’ π’ χάθ’κι βγαίν’ κι λίγο μέ μικρή βρυσούλα πούναι στό ρίζωμα στόν πάτο άπό τό β’νό τ’ ‘Άη – Θανάσ’. Αύτό είναι νεύρο άπό τό χαμένο κι καταραμένο νερό»…….”( Πηγή : ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΑ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, Α. Λαζάνης, Ηπειρωτική Εστία, τχ. 408-409-410, 1986)

Στη φωτογραφία του Α. Βερτόδουλου “Στην Κουδουνότρυπα Κατσανοχωρίων”. (Πηγή : ΛΕΥΚΩΜΑ ΗΠΕΙΡΟΣ, Α. Βερτόδουλος, Αθήνα-Γιάννινα, 1995)

Δημοσιεύθηκε στην Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *