Κυρ – Θανάσης ο Άρτας (β’ μέρος)

“….Ήταν φυσικό, ύστερα από τη φοβερή αυτή δοκιμασία, αφού οι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, τις δουλειές τους και τις περιουσίες τους, να εξαντληθούν οικονομικώς πολύ. Δεν μπορούσαν δε όσο κι αν επροσπαθούσαν, να πληρώσουν τους φόρους που ώφειλαν.

Οι κυριότεροι φόροι που πλήρωναν τότε οι γραικοί ήταν : Πρώτα το χαράτσι, κεφαλικός φόρος. Δηλαδή, κάθε ραγιάς μέχρι εξήντα ετών ηλικίας, πλήρωνε κάθε χρόνο ένα ποσό χρημάτων σαν αντισήκωμα της στρατιωτικής του υποχρεώσεως.

Ύστερα έρχονταν τα προβατονόμια, η δεκάτη και οι αβανιές. Οι αβανιές ήταν έκτακτη φορολογία που επέβαλλε ο άρχοντας τότε, όσες φορές είχε ανάγκη από χρήματα, η δε έννοια που έχει σήμερα η λέξη «αβανιά» μας δίνει να εννοήσουμε καλά τί συμφορά ήταν για τους φορολογούμενους. Οι φόροι αυτοί ήταν πολύ πιεστικοί. Δεν επιβάλλονταν σε όλους και ανάλογα με την οικονομική αντοχή καθενός. Οι προνομιούχες τάξεις δεν πλήρωναν ή πλήρωναν ελάχιστα από κείνα που έπαιρναν από τους ραγιάδες. Η είσπραξη έπειτα των φόρων γίνονταν με πολύ βάρβαρα μέσα.

Οι Αρτινοί βέβαια, ύστερα από την πανούκλα που κράτησε ενάμισυ χρόνο, δεν μπορούσαν να πληρώσουν φόρους. Ο Θανάσης όμως ήθελε χρήματα. Τους  ήξαιρε όλους για νοικοκυραίους με λίρες και δεν συγκινούτανε με αρρώστιες και τα ρέστα. Αμόλησε τα όργανά του και άρχισαν τα βασανιστήρια των κατοίκων. Ξεγύμνωνε τις γυναίκες, έκαιγε τα σπίτια τους και μ’ αναμμένο σίδερο τρυπούσε τις σάρκες των ραγιάδων για ν’ αναγκαστούν να δώσουν τον παρά.

Στις βιαιότητες αυτές ίσως να παρεκινείτο από τον Εβραίο Μπέσο, γιατί εκείνος σαν τοκογλύφος θα είχε δανεισμένα λεπτά σε πολλούς  και τώρα που άλλοι πεθαίνανε από την αρρώστεια και άλλοι έμειναν χωρίς δουλειά, κινδύνευε να χάση εκτός από τους τόκους και τα κεφάλαιά του, γι’ αυτό κοίταζε με τη δήμευση και τα βασανιστήρια να περισώσει όσα μπορούσε. Τότε όσοι είχαν λίγες οικονομίες, από φόβο τις έκρυβαν βαθειά στη γη και με τα βασανιστήρια σκοπούσαν οι Τούρκοι να τους αναγκάσουν να ξεθάψουν το χρήμα.

Οι Αρτινοί σαν είδαν και απόειδαν, σχημάτισαν μια επιτροπή από τους καλλίτερους νοικοκυραίους  και παρουσιάστηκαν στον αφέντη Θανάση για να τους κάμει καμμιά χάρη. Να τους αφήσει να δουλέψουν πρώτα ένα χρόνο κι ύστερα να πληρώσουν όλα τα οφειλόμενα.

Η επιτροπή αυτή αποτελούνταν από τον Παπά- Αναστάση, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Γιωργούλη και τον Τσουκαλά. Η δυστυχία που τους χτυπούσε ήταν πρωτοφανής. Δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τέτοιες μέρες με φτώχεια και βάσανα. Αλλά φαίνεται δεν κατώρθωσαν  να μαλάξουν την καρδιά του κακού τυράννου.

Τότε οι Αρτινοί, στην απελπισία τους, έκαναν ένα τόλμημα που βγήκε σε καλό. Άφησαν τα σπίτια τους και παίρνοντας τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους έφυγαν και πήγαν να συναντήσουν τον Αλή Πασά, που τότε έκανε περιοδεία στα χωριά της Φιλιππιάδας. Πράγματι τον συνάντησαν στο χωριό Κουμτζάδες και γονάτισαν όλοι μπροστά του. Ο παπα – Αναστάσης τον προσεφώνησε πρώτος. Του περιέγραψε την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονταν όλοι τους, ύστερα από την αρρώστεια και από τη φοβερώτερη μάστιγα που τους έστειλε αυτός, τον Θανάση.

Γι’ αυτό παρακάλεσαν να τους συγχωρέση που παρουσιάστηκαν όλοι μπροστά του, αλλά αν λυπόταν τον τόπο του, να τους απαλλάξη από τον Θανάση και να τους δοθεί μια ευκολία για την πληρωμή των χρεών. Διαφορετικά θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Άρτα με τις φαμίλιες τους και θα ζητούσαν αλλού εργασία.

Ο Αλής δεν συγκινήθηκε βέβαια. Αλλά φαίνεται ότι σκέφτηκε πολιτικώτερα. Αν οι άνθρωποι αυτοί πέθαιναν στα μαρτύρια και δημεύονταν οι περιουσίες τους για να ικανοποιηθή ο τοκογλύφος Μπέσος, αυτός δεν θα είχε να ωφεληθεί τίποτε. Απεναντίας μάλιστα θα είχε ζημιά. Θα του έλειπαν τόσα παραγωγικά χέρια, τόσοι σκλάβοι, που αυτός ήξερε καλά τί μπορούσαν να του προσφέρουν. Αν τους έδινε κάποια ανακούφιση και καλλίτερη διοίκηση, θα είχε κέρδος τους φόρους που θα πλήρωναν αμέσως σαν αναλάβαιναν εκτός από τις άλλες ωφέλειες. Διέταξε λοιπόν αμέσως τη σύλληψη του κυρ – Θανάση και του Μπέσου, τους οποίους μετέφερε και φυλάκισε στα Γιάννινα.

Οι Αρτινοί γιόρτασαν το γεγονός αυτό. Οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν σαν να ήταν Ανάσταση. Γύριζαν την εικόνα της Παναγίας με τον Μητροπολίτη μπροστά, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια τους. Έψελναν όλοι αναστάσιμα. Τα σπίτια άνοιξαν τα παράθυρά τους και τις πόρτες που ήταν τόσο καιρό σφαλισμένα.

Ο τύραννος έπεσε.

Ο δε Αλή Πασάς για να τους ευχαριστήση περισσότερο, παράδωσε τους βοηθούς του Θανάση Μπαγιάκα και Ζαφείρη στο λαό να τους τιμωρήσουν όπως τους άξιζε. Λένε ότι τους πελέκησαν με τα μαχαίρια.

Έπειτα άνοιξε τις σιταποθήκες του ο Αλής και διελάλησε ότι λυπήθηκε τους Αρτινούς και τους αφήνει ελεύθερους να πάρουν όσο σιτάρι χρειάζονταν. Αυτό θα ήταν ένα ωραίο τέλος της ιστορίας μας αν τελειώναμε εδώ. Αλλ’ όταν οι φουκαράδες οι Αρτινοί έφαγαν και άρχισαν να εργάζονται με κάποια άνεση, ο Αλή πασάς ζήτησε διπλό το σιτάρι που έδωσε. Νέοι διωγμοί τότε, άλλοι εξευτελισμοί και βασανιστήρια.

Ο κυρ – Θανάσης, όταν πέθανε ο Αλή πασάς, αποφυλακίστηκε και κατέβηκε να κυριέψη την Άρτα με λίγους Λιάπηδες που είχε μαζί του. Δεν κατόρθωσε όμως και ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε σε μεγάλη αθλιότητα”. [Άρθρο με ομώνυμο τίτλο του δικηγόρου Νίκου Παγουλάτου, που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα, στη στήλη ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, την 1η Απριλίου 1935]

Στη φωτογραφία «’Έλληνας κοτζαμπάσης του 18ου αιώνα με την επίσημη στολή του». Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην Τουρκοκρατία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *