“Κυριακή βράδυ στην Άρτα μοιάζει σαν να είσαι σε καμμιά απόμακρη αθηναϊκή συνοικία που βλέπεις τους κατοίκους να φορούν τα γιορτινά τους και κατά οικογένειες ή μικρές παρέες να κάνουν βόλτες στον κεντρικό δρόμο ή να κάθονται σε κανένα κέντρο να πιούν κάτι για δρόσισμα, ενώ οι μικροί γαβριάδες, άλλος με στεφάνι, άλλος με τόπι και καθένας τους με το παιγνίδι του, να τρέχουν εδώ κι εκεί παίζοντας. Όμοια κι απαράλλαχτα και στην Άρτα.
Στο κέντρο πούναι στην πλατεία Σκουφά συγκεντρώνεται ο πιο καλός κόσμος κάθε βράδυ μετά τις οχτώ για να ακούσει λίγο τραγούδι και να σκοτώσει την ώρα του πίνοντας κι από κανένα ούζο. Η μικρή πλατεία είναι γεμάτη βότσαλα και μικρές πετρίτσες και σ’ αυτήν κάνουν βόλτα όσοι κουράστηκαν να κάθονται.
Στην ανατολική είσοδο της πόλης είναι ένα άλλο εξοχικό κέντρο, ο καφενές του Διαμάντη. Εκεί τα βράδυα μαζεύεται ο δευτερότερος κόσμος, οι εργατικοί, τίποτε βλάχοι και χωριάτες. Ο επιχειρηματίας έχει φέρει τώρα τελευταία τρία χαριτωμένα κορίτσια, ντυμένα με άσπρες μπλούζες και μπλε φούστες. Παίζουν όλες μαντολίνο και τραγουδούν καλά με συνοδεία πιάνου διάφορα ελληνικά τραγούδια και κομμάτια από τις τελευταίες επιθεωρήσεις.
Την άλλη μέρα ξημερώνει Δευτέρα και όλοι ετοιμάζονται για τις δουλειές τους. Ο μπακάλης ετοιμάζει το μαγαζί του και ο χαντζής το χάνι του γιατί η κίνηση αρχίζει στην πόλη μόλις γλυκοχαράζει και πριν ο ήλιος χρυσίσει με τις πρωινές ακτίνες του τις πανύψηλες κορυφές των Τζουμέρκων που μεγαλόπρεπες στέκονται προς τα βορειοανατολικά μας. Μαζί τους φέρνουν λογής – λογής προϊόντα : κότες, αυγά, καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, σταφύλια και που και που κανένα φόρτωμα ξύλα. Μόλις ξεπουλήσουν, αγοράζουν ό,τι τους είναι αναγκαίο, δένουν τα υπόλοιπα στο μαντήλι και δρόμο πάλι για το χωριό.
Η κίνησις της αγοράς μόνον τη Δευτέρα και την Πέμπτη ζωηρεύει λιγάκι. Τις άλλες μέρες μια μεγάλη νέκρα απλώνεται σ’ όλα τα μαγαζιά της πόλεως. Και σ’ αυτήν την κεντρική οδό, η Άρτα παρουσιάζει όψιν Τουρκοπόλεως. Τα σπίτια της είναι παλαιά και μικρά, με μικρές πόρτες, μικρά παράθυρα, διατηρούν ακόμα τα παμπάλαια χαγιάτια και τους ιστορικούς οντάδες. Διασχίζεται από ακανόνιστα σοκάκια που μέσα σ’ αυτά εύκολα μπορεί να χαθεί κανείς. Είναι ζήτημα αν υπάρχουν λίγα καλοφκιασμένα και καινούργια σπίτια…..” [Άρθρο του Κ. Β. Σταμάτη την 1 Νοεμβρίου 1934, σε εφημερίδα της εποχής] (Συνεχίζεται)
Στη φωτογραφία “Μερική άποψη της Άρτας το 1930” (Πηγή : Λεύκωμα ΠΡΟΤΑΣΗ, Άρτα, 1999)