ΜΟΛΟΗΜΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΑΚΗ Θ. ΜΟΛΩΝΗ, ΠΡΑΜΑΝΤΙΩΤΗ ΤΣΕΛΙΓΚΑ, ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

————————-
“Το καλοκαίρι του 1957 είχαμε τα πρόβατα στα Κούτσουρα Ασπροποτάμου, γύρω στα 1300 κεφάλια. Έτυχε οι τρανοί της στάνης να βρίσκονται στο χωριό και μείναμε εμείς τρία παιδιά, 25-28 χρονών, να φυλάξουμε τα κοπάδια. Τα γαλάρια τα φύλαγε ο Βαγγέλας (Βαγγέλης Γ. Μολώνης), τα ζυγούρια ο Μπλατσάρας (Γιώργος Σ. Μολώνης) και τα στέρφα εγώ. Ο καθένας μας όρμωνε το κοπάδι του στο σύρμα του και το βράδυ ανταμώναμε όλοι στη στάνη να πάρουμε μια χαψιά, να σταυρώσουμε καμιά κουβέντα, να στρίψουμε ένα λαθραίο. Όλη μέρα ήμαστε μονάχοι μας και δεν περνούσαν οι ώρες με τίποτα, αφού οι μέρες του καλοκαιριού είναι πέλαγο.
Είχαμε κλείσει πάνω από ένα μήνα στα βουνά, μακριά από τις φαμίλιες μας. “Μπιζιρίσαμαν να τρώμι κάθε μέρα βραστουγαλιά, δεν κατέβινι κατ’, αλλά τί να τρώμαν ; Eίχαμαν κατ’ πατάκις, κατ’ παλιοφάσλα αλλά διάουλους κάθουνταν να μαειρέψ’ κι να διαουλουκνήσ’.”
Ήταν θυμάμαι 2 Αυγούστου, μόλις είχαμε αποκρέψει για τη Σαρακοστή και καρτερούσαμε να έρθει της Παναγίας για να κατεβούμε στο χωριό, ν’ αλλάξουμε, να δούμε καμιά κοπέλα στο πανηγύρι, αφού ήμασταν κι οι τρεις ανύπαντρα παιδιά, πάνω στα καλά μας. Όπως βοσκούσαν τα στέρφα στις ορνιοφωλιές, που ήταν τόπος ανάποδος και τσακιστός με γκρεμούς και ορσίδες και μαρκαλιούνταν κιόλας, δυο κριάρια βάρβαρα που κουτριούνταν, έκοψαν στη μέση μια στερφοπρατίνα κάλεσια μουτζούρα και έπεσε καταή. Κάνω τον κατήφορο και πηγαίνω πάνω της και τί να δω….ήταν έτοιμη για ψόφο. Βγάζω μια παλιοσουγιά που είχα μαζί μου, της έκοψα το λαιμό και την έγδαρα επιτόπου, χωρίς χασομέρια να μην πάει θράσια. Έσκασα στην πλάτη το σφαχτό και διαβαίνω γρήγορα στη στάνη.
Σαν έφτασα στη στρούγκα βλέπω έξω από το καλύβι κρεμασμένο άλλο ένα σφαχτό, τετράπαχο που το κρέας του ήταν φλώρο σα χαρτί. Βγαίνει ο Βαγγέλας από το καλύβι και μου λέει πως καθώς έσμιξαν τα γαλάρια στον Καταραχιά με τα Καλαριώτικα και προσπαθούσε να τα χωρίσει, έσφιξε την κλίτσα του και πέτυχε μια πρατίνα, τσιούλα βάκρα, του Μήτσιου Μολώνη, σε αχαμνό σημείο. Η πρατίνα έπεσε για ψόφο και της τον πήρε τα λαιμό…. Δεν αποσώσαμε την κουβέντα μας και να κρεμάσουμε το δικό μου σφαχτό στον έλατο, να σου ξεκαμπάει ο Γιώργος Μολώνης, ο ζγουριάρης μ’άλλο σφάγιο στην πλάτη, καταματωμένος και ιδρωμένος σαν να ερχόταν από πόλεμο. Μας παραξενοφάνηκε. Τρίτο σφαχτό σε μια μέρα; Τι οργή ήταν ετούτη! Μας έπιασε φόβος, σαν να μη μας ήρθε καλά που σφάξαμε τρία ζωντανά σε καιρό Σαρακοστής. Καθώς μας εξήγησε ο Γιώργος, μια ζυγούρα λάια, παρδαλή γκρεμίστηκε στο Κολοκύθι που βοσκούσαν τα ζυγούρια αφού τη βάρεσε στα λαγαρά ένα λιθάρι που κύλησε άλλο ζυγούρι που βοσκούσε ψηλότερα…….
Τρία σφαχτά σε μια μέρα και Σαρακοστή μας έβαλαν σε σκέψεις. Θόλωσε το μυαλό μας και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να στείλουμε κάμποσο κρέας στο χωριό; Ποιος θα το έτρωγε, αφού όλοι απόκρευαν, δεν αρταίνονταν κανένας. Να το φάμε εμείς; Πάλι δεν τ’ αποτολμούσαμε, γιατί ήταν κακό μεγάλο για τα ζωντανά να χαλάσουμε τη Σαρακοστή. Ν’αφήσουμε τόσο κρέας να πάει χαμένο κι αυτό κακό μας έρχονταν. Εγώ κι ο Βαγγέλας μέσα μας είχαμε πάρει την απόφαση “να μην μαλάξουμι χαψιά κριάς κι να του ρίξουμι στα σκλιά, να πάει στου διάουλου, να τιλειώσουμι αυτήν τη δλειά, να μην κολαστούμι.” Τολμήσαμε να πούμε την σκέψη μας, χωρίς βέβαια να πολυπιστεύουμε αυτά που λέγαμε, γιατί σαν ρίχναμε τη ματιά μας στα τρία σφαχτά που κρέμονταν, μας έρχονταν κακό να τ’ αφήσουμε να πάνε θράσια.
Ο Γιώργος μας λέει σε μια στιγμή σκεφτικός : “Έχουμε μεγαλύτερη αμαρτία αν αφήσουμε τέτοιο χαδιάρικο κρέας, από νιές πρατίνες να πάει χαμένο. Έτσι όπως ήρθαν τα πράματα, πρέπει να φάμε, κρατάμε Σαρακοστή του χρόνου, αν ήμαστε καλά. Εξ άλλου εμείς δεν αρτηθήκαμε ούτε χτες ούτε σήμερα, είχαμε σκοπό ν’ αποκρέψουμε. Εγώ παιδιά, ένας είμαι θα φάω. Για καλό μας ήρθαν τόσα σφαχτά σε μια μέρα. Γιατί δεν έρχονταν γρηγορότερα;”
Εμείς οι δυό ανάψαμε τσιγάρο και παλεύαμε μέσα μας να καλοχωνέψουμε την παρανομία που βλέπαμε ότι κάναμε. Ο Γιώργος εν τω μεταξύ έφτιαξε μια σούφλα γύρω στα δυο μέτρα, έκοψε μικρά κομμάτια από τη ζυγούρα, τ’ αλάτισε καλά, τους έριξε και θρούμη, τα πέρασε στη σούφλα και την έβαλε στη φωτιά. Μοσχοβόλησε ο τόπος απ’ το λίπος που έπεφτε στη στάχτη κι αμπούριασε όλο το καλύβι από τον καπνό. Μόλις ροδοκοκκίνησε το κρέας, ο Γιώργος ακούμπησε τη σούφλα σε μια πλάκα, άρχισε να βγάζει το κρέας και να τρώει με λαιμαργία, παροτρύνοντάς μας να πάρουμε κι εμείς ένα μεζέ.
Εγώ κι ο Βαγγέλης κοιτάζαμε πότε τα σφαχτά που κρέμονταν προκλητικά, πότε τη μοσχοβολησμένη σούφλα και μας έφευγαν τα σάλια. Λίγο η πείνα, λίγο η μοσχοβολιά μας έκαναν να ξεχάσουμε την αμαρτία και να πέσουμε σαν τα όρνια στο θρασίμι πάνω στη σούφλα. Δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι. Αμέσως δίχως άργητα, βάζουμε δεύτερη σούφλα από τη ζυγούρα την παρδαλή. Τί να μας έκανε εμάς η μια σούφλα του Γιώργου; Παιδιά πάνω στα καλά μας, τρώγαμε ένα βόδι ολάκερο και πάλι δεν ρουπώναμε.
Σαν αποφάγαμε και την άλλη σούφλα, βυζάξαμε κι από μια φτσέλα νερό ο καθένας, ρουφήξαμε κι από δυο απανωτές τσιγαριές, πήραμε τα μαχαίρια και ξεπαστρουμίσαμε τα σφαχτά, βγάλαμε δηλαδή με προσοχή όλο το ψαχνό κρέας κι αφήσαμε μόνο τα κόκκαλα, το αλατίσαμε στη συνέχεια και το κρύψαμε σε δυο μεγάλες σάκινες να μην το βρίσκουν οι μύγες και το βάλαμε σε μέρος απόσκιο, μέσα στην καλύβα. Τι φαί κάναμε δεν μολογιέται!!! Κάθε μεσημέρι και βράδυ “φκιάναμαν κι από κανα δυο σουφλιμάδες”, ώστε μέχρι το Δεκαπενταύγουστο που ήρθαν οι άλλοι στα βουνά να μας ξαλλάξουν δεν αφήσαμε ούτε για σημάδι. Περάσαμε ζωή χαρισάμενη. Κάθε φορά που βγάζαμε τις σούφλες από τη φωτιά ο Γιώργος μας πείραζε :”Έπρεπε να σας αφήσω να κρατήσετε Σαρακοστή, παλιοδιαόλοι, να τελέψω τα σφαχτά μόνος μου.Κακό μεγάλο που θα μου κάνατε, θα μου κάνατε σβέρκο σαν μοσχαριού.” ( Πηγή : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 207, 1993)

Στη φωτογραφία “1993 – Απρίλιος : Άρμεξε γαλάρια, σαλάησε τραγιά γκεσέμια, έφκιασε λειβάδια μια ζωή, ο τσέλιγκας Μητράκης Θ. Μολώνης με τη ρούσα μουστακαριά του. Τώρα βοσκάει τις μπέλλες του στη Μεγάλη Χώρα Αγρινίου.” (Φωτο Ν. Καρατζένη, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 203, 1993)

“Τα κριάρια με τα άκοπα και στριφογυρισμένα κέρατα εξαφανίστηκαν σιγά -σιγά. Τα σιούτα κυριαρχούν σήμερα στα κοπάδια. Μόνο λίγοι μερακλήδες και “ασυμβίβαστοι” πραταραίοι κρατάνε την παλιά ράτσα κριαριών που είναι περήφανα και λεύτερα θρέμματα της φύσης. Ένας είναι ο Μήτσιος Νούτσος στην Αστροβίτσα Αιτωλικού – Μάρτης 1993”
(Φωτο & σχόλιο Ν. Καρατζένη, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 203, 1993) 

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *