“Ήτανε γιος Δασκάλου.
Τον πατέρα του τον κρέμασαν οι Γερμανοί, μπροστά από την είσοδο της πόλης της Άρτας. Επειδή εκείνος είχε ενταχθεί στην Αν̖τίσταση. Ένα απόσπασμα των ανθρωποειδών της Εντελβάις, που διέπραξε τις μαζικές θηριωδίες στο Κομμένο, στη Μουσιωτίτσα, στους Λιγ̖κιάδες και σ’ άλλα χωριά της Ηπείρου. Ήταν κάτι που έφερε βαρέως μέσα του και για το οποίο απέφευγε συχνά να μιλάει.
Σπούδασε Φυσική, όμως τον κέρδισε το Θέατρο.
Το 1946 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πέρασε. Διένυε ήδη το 27ο έτος της ζωής του και προκειμένου να εγγραφεί στη Σχολή και να παρακολουθήσει τα μαθήματα, θεσπίστηκε νέος νόμος που άλλαζε το όριο ηλικίας της φοίτησης.
Δάσκαλοί του, μεταξύ άλλων, σπουδαίοι άνθρωποι της Τέχνης και των Γραμμάτων: ο Ρον̖τήρης, ο Χορν, ο Παρασκευάς, ο Μυράτ, ο Μιχαηλίδης, ο Κωτσόπουλος, ο Τερζάκης, ο Μελάς. Συμμαθητές του οι: Γιώργος Κάρτερ, Βύρων Πάλλης, Ειρήνη Παπά, Άννα Συνοδινού και Αλέκος Αλεξανδράκης. Οι δύο τελευταίοι αριστεύσαν̖τες παμψηφεί, εκείνος και με τιμητική διάκριση. Κάτι που δεν είχε δοθεί ποτέ σε σπουδαστή της Δραματικής Σχολής του Εθνικού και δε γνωρίζω εάν έχει ξανασυμβεί.
Με την αποφοίτησή του ο Ρον̖τήρης τον διόρισε καθηγητή Ορθοφωνίας στη Σχολή.
Με το Εθνικό έλαβε μέρος σε όλα τα φεστιβάλ της Αρχαίας Τραγωδίας και Κωμωδίας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου ερμήνευσε πολλούς και σημαντικούς ρόλους: Θησέα και Ξένο στον Οιδίποδα Επί Κολωνώ, Εξάγ̖γελο στον Οιδίποδα Τύραννο και Άγ̖γελο στον Επί Κολωνώ, Αγ̖γελιαφόρο στον Ιππόλυτο και στους Ηρακλείδες, Φρουρό στην Ορέστεια, Κρέoν̖τα στην Αν̖τιγόνη, στον Οιδίποδα Τύραννο και στη Μήδεια, Άγ̖γελο στη Μήδεια, Ταλθύβιο στην Εκάβη, Μενέλαο στην Ιφιγένεια Εν Αυλίδι, Αγαμέμνονα στον Αίαν̖τα, Ρήσο και Κύκλωπα στα ομώνυμα έργα, Θεράπον̖τα στην Άλκηστη και στον Οιδίποδα Τύραννο, Ποσειδώνα στους Όρνιθες κ.ά.
Στην καλλιτεχνική του πορεία ο ρόλος του Κρέον̖τα ήταν αυτός που κυρίως τον χαρακτήρισε…Απέσπασε σπουδαίες κριτικές.
Συνεργάστηκε με τους θιάσους της Κατερίνας, της Συνοδινού, της Βεργή, του Αλεξανδράκη, του Χατζίσκου, του Μιχαηλίδη και του Μινωτή.
Δίδαξε ακόμη, στις Δραματικές Σχολές Θεάτρου Τέχνης και Κωστή Μιχαηλίδη, πριν συστήσει τη δική του Σχολή, και αργότερα σε αυτήν του Ωδείου Αθηνών, στην οποία διετέλεσε και Διευθυντής……….
Μαθητές του υπήρξαν μερικοί από τους λαμπρότερους και γνωστότερους ηθοποιούς του Θεάτρου, του Κινηματογράφου και της Τηλεόρασης.
Παρά την ιδεολογία και τους αγώνες του, δεν προσχώρησε ποτέ σε καμία κομματική παράταξη. Ήθελε να είναι ελεύθερος, να μπορεί να εκφράζει πάν̖τα τη γνώμη του.
Δεν έκανε δημόσιες σχέσεις. Ούτε φιλοφρονήσεις για πράγματα που δεν του άρεσαν ή δεν πίστευε. Προσηλωμένος στην τέχνη, τον ενδιέφερε να παίζει σε σπουδαία έργα, δίπλα σε μεγάλους ηθοποιούς.
Έντιμος καθ’ όλο το βίο του, απαρέγκλιτος από τις αρχές του και απέναν̖τι σε κάθε τι άδικο, άσχημο ή μεμπτό, έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού των συναδέλφων του…..” (Όπως τον περιέγραψε ο γιός του Άρης Γ. Βαφιάς σε άρθρο του στην ιστοσελίδα https://www.orthophonia.gr/)
Στη φωτογραφία από την παράσταση “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” στην Κεντρική σκηνή του Εθνικού θεάτρου το 1957. Κ. Παναγιώτου – Κορυφαία, Γ. Βαφιάς – Μενέλαος. (Φωτο από οικογενειακό αρχείο Α. Βαφιά)