——————-
“Ο επονομαζόμενος και “γυιός της καλόγριας”. Η μητέρα του, Ζωή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά της Άρτας μετά τον θάνατο του άνδρα της κλείνεται σε μοναστήρι και θα γεννήσει εκεί τον Γ. Καραίσκάκη, καρπό του Αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου, ο οποίος ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως δικό του παιδί. «Συνέλαβε τον Καραϊσκάκη κατ’ έρωτα, καλογραία γενομένη, άπό τον καπετάνιον τού Βάλτου Καραΐσκον, έξ’ ου ίσως ώνομάσθη καί τό βρέφος Καραϊσκάκης» (Γαζής, 1971). Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης με την πασίγνωστη, χωρίς όρια αθυροστομία του -που λέγεται ότι την είχε μάθει από την μάνα του- δεν έκρυβε ποτέ ότι ήταν “μούλος”: « άσυστόλως κηρύττων έαυτόν νόθον, έλεγε ότι ή μάνα του έφαγε σαράντα χιλιάδες «πούτζες» έως νά τον γεννήσει…»……….
Άνθρωπος αρχικά του Αλή πασά, παντρεύτηκε τη Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, ένα από τα κορίτσια, τις “τσούπρες” του Αλή πασά. Ως γνωστόν, ο Αλή πασάς, όσες γυναίκες από το χαρέμι του δεν του άρεσαν ή τις είχε βαρεθεί, τις πάντρευε με Οθωμανούς ή Έλληνες, που το θεωρούσαν τιμή τους να πάρουν γυναίκα από το χαρέμι του. Με τον τρόπο αυτόν μπήκε στην Υπηρεσία του τυράννου και έγινε Αληπασαλής. Αληπασαλήδες ονόμαζαν οι Έλληνες αυτούς που υπηρετούσαν τον Αλή πασά με οποιονδήποτε τρόπο. Σε μία μάχη που έγινε στο Κομπότι, «έπληγώθη εις τα αιδοία καταφρονήσας περισσότερον άπό ό,τι έπρεπε τόν κίνδυνον» (Αινιάν, 1957). Ενώ λοιπόν πολεμούσε, μέσα στη μάχη, κατέβασε το βρακί του και έδειχνε τον πισινό του στους Τούρκους, οι οποίοι τον πυροβόλησαν στα απόκρυφα. «Έπληγώθη και ό Καραϊσκάκης εις τήν φύσιν. Περιπαίζοντας τούς Τούρκους τούς έγύρισε τόν κώλο καί έπληγώθη» (Μακρυγιάννης, εκδ.1947). «Τότε ό Καραϊσκάκης έγύρισε άπό καταφρόνησιν καί τοίς έδειχνε και έχτυπούσε τά οπίσθια λέγων “χτυπάτε μωρέ”. Τότε ένας έρριξε και τόν έπλήγωσεν εις τάς πυγάς καί έχρειάσθη τρεις μήνας να γιατρευθή» (Μαυροκορδάτος, 1963).
Θύμα και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι του Μαυροκορδάτου, θα κατηγορηθεί και θα προσαχθεί σε δίκη, την 1η Απριλίου 1824, για συνεργασία με τους Τούρκους, με ανακριτές και δικαστές ανθρώπους του Μαυροκορδάτου. «Ηύρε πρόφασιν ή Έκλαμπρότης του [ο Μαυροκορδάτος] εις τό Μεσολόγγι ότι ό Καραϊκάκης άγρικήθη με τούς Τούρκους. ’Έβαλε άνθρώπους δικούς του, τούς έκαμε κριτάς νά τόν περάσουνε άπό τό κανάλι τής δικαιοσύνης του, νά τόν σκοτώσουνε. Τόν κρίναν καί τόν είχανε χαζίρι. Κι άν δεν τόν γλύτωναν οί σύντροφοί του, θά τόν σκότωναν. Άκούτε έσείς; Ό Καραϊσκάκης άπό δέκα χρόνων παιδί κλέφτης, θά γύριζε μέ τούς Τούρκους, όπου τούς σκότωνε μέσα στους λόγγους καί περπάταγε ξυπόλυτος άπό μικρό παιδί για τήν λευτεριά. Ό Εκλαμπρότατος, τό ζυμάρι τών Τούρκων, ό δουλευτής αύτήνων τών Τούρκων, ό Μαυροκορδάτος, ό άγαπημένος τών τυράννων, κατέτρεχε τον Καραϊσκάκη νά τον καταδικάση εις θάνατον» (Μακρυγιάννης, εκδ.1947). Βλέποντας πού το πήγαινε ο Μαυροκορδάτος, είπε στον Νότη Μπότζαρη που πήγε σπίτι του και του είπε ότι αυτός υπακούει στην Κυβέρνηση, την οποία είχε φτιάξει ο Μαυροκορδάτος: «Ποιά κυβέρνηση καπετάν Νότη. Το τζιογλάνι τού Ρείζ Έφέντη, (Υπουργού Εξωτερικών του Σουλτάνου) ο τεσσαρομάτης; Ποιοί τον έκαναν κυβέρνηση; Έγώ και άλλοι δεν τό γνωρίζομεν. Ή ασύναξε δέκα άνοήτους και υπέγραψαν διά τάς ιδιοτελείας των; Ίδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, πού όλα τά θέλεις νά έρχονται με τον ζουρνά. Ό Σκαλτσάς, όπου δεν είναι παρά καμπάνα μπάγκ μπάγκ; Ό Μακρής ό μακρολαίμης, ό κρεμασμένος, όπου μόνο τό κεφάλι του ξέρει να ταράζει. Ό Μήτσος Κοντογιάννης, ή πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα δεν έχόρταινε με 80 χιλ. φορές τήν ώρα, ό ξεινόγαλος Γιώργος Τζιόγκας, όπου στραβώνει τά χείλια του με τό τζιμπούκι καί δεν ήξεύρει τι τού γίνεται, και ό άδελφός μου ό Στορνάρης, ό ψεύτης. Δεν τον ύπέγραψεν ό πούτζος τήν εκστρατείαν σας!» (Κασομούλης, 1939).
Αποχωρώντας από τη δίκη, που τον δίκαζαν για προδοσία, γιατί ήταν παρόν το ένοπλο σώμα του και δεν τόλμησαν να τον συλλάβουν παρήγγειλε στον Μαυροκορδάτο: «Έ ρε Μαυροκορδάτο. Εσύ την προδοσία μου την έγραψες στο χαρτί και εγώ γρήγορα ελπίζω να στη γράψω εις το μέτωπόν σου. Να φανεί ποιός είσαι!» (Παπαγιώργης, 2001).
Στο τέλος Αυγούστου 1823 πέρασε στα Επτάνησα και πήγε στην Ιθάκη, να τον εξετάσουν ξένοι γιατροί, γιατί έπασχε από φυματίωση. Ο Χρ. Περραιβός (1956) περιγράφει με ακρίβεια και με λεπτομέρεια τα χαρακτηριστικά του: «Ανάστημα μέτριον, σώμα ισχόν, ύπομέλαν καί άσθενές, πρόσωπον μακρύ καί λεπτόν. Μέτωπον πλατύ, όφρεις πλατείαι, δασείαι καί μελαναί. Όφθαλμοί μικροί, μελανοί, ώτα μεγάλα καί λεία. Ρις λεπτή και ευθεία. Στόμα μεγάλο. Όδόντες μικροί. Μύσταξ μέτριος καί μέλας. Αι τρίχες τής κεφαλής του ομοίως, έξ’ ών ήσαν και όλίγαι λευκαί. Είχε νούν ικανώς έκτυλιγμένον, γεννητικόν καί δραστήριον. Ανδρείος καί τολμηρός εις τούς κινδύνους. Ακούραστος εις τούς άγώνας. Μεγαλόψυχος εις τάς σκληραγωγίας, μολονότι ήν άδύνατος. Κοινωνικός με όλους. Τάς παρά τών συναγωνιστών συμβουλάς καί πολεμικά σχέδια ήκουε με προσοχήν καί ένήργει με εύχαρίστησιν. Καί ταύτα μεν τά χαρακτηριστικά και φυσικά του προτερήματα, τά δε ελαττώματα, τά εφεξής: ήν έσθ’ ότε παλίμβουλος, αισχρολόγος καθ’ ύπερβολήν, υβριστής τών άνάνδρων, πολλάκις και τών φίλων. Όξύθυμος, ώστε έφαρπάζετο ενίοτε εις τά πράγματα πρίν έρευνήση τήν ύπόθεσιν. Τελευταίον έσυστέλλετο νά ζητή καί συγχώρησιν».
Κάπως διαφορετικά μας τον περιγράφει ο θαυμαστής του Παν. Σούτσος, στις 25 Μαρτίου 1846 μιλώντας στον τάφο του: «Ανάστημα μέτριον, σώμα ίσχόν, χρώμα ύπομέλαν, μέτωπον πλατύ, εύρεία εστία σκέψεως, όφρεις πυκνοί, όφθαλμοί μικροί καί έλαιόμαυροι, άλλ’ άστράπτοντες, αιθέριόν τι πνεύμα ύποφουσκώνον τούς μυκτήρας του καί διακεχυμένον εις όλον τό πρόσωπον αύτού, ώς ή διεσπαρμένη λαμπηδών εις τά μάρμαρα τής Πάρου και τής Πεντέλης, κόμη ώς χαίτη λέοντος».
Φύλακα-άγγελο, σωματοφύλακα, υπασπιστή, συντρόφισσα και ερωμένη είχε την Μαριώ, που στεκόταν κάθε στιγμή δίπλα του. Η Μαριώ ήταν μία Τουρκάλα ντυμένη αντρικά, που είχε αιχμαλωτισθεί στην Τριπολιτσά κατά την άλωση και από τότε ο Καραϊσκάκης αφιερώθηκε στη Μαριώ και η Μαριώ στον Καραϊσκάκη. Μέρα και νύχτα δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του. Η αφοσίωσή της ήταν κάτι το εκπληκτικό. Είχε στον ώμο της ένα ελαφρό ντουφέκι και στο κόκκινο σελάχι της δυο πιστόλες και ένα γιαταγάνι, έτοιμη κάθε στιγμή να υπερασπισθεί με τη ζωή της, τον αφέντη, σύντροφο και εραστή της. Αυτή η αγάπη και η αφοσίωση της Μαριώς προς τον Καραϊσκάκη διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του.
(Πηγή : ΤΑ ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Θόδωρος Δ. Παναγόπουλος, Αθήνα, 2009)
Στη φωτογραφία «Ο αδριάντας του Γ. Καραϊσκάκη μπροστά από το αρχαίο κάστρο της Άρτας. Σ’ αυτό το κάστρο κλείστηκαν οι Τούρκοι το 1821 για να γλυτώσουν από το σπαθί του Καραϊσκάκη, του Μακρυγιάννη, του Μάρκου Μπότσαρη και του αρχηγού των Γώγου Μπακόλα». Ο δημιουργός του ορειχάλκινου ανδριάντα είναι ο Ιάσωνας Παπαδημητρίου (Βόνιτσα 1911-Αθήνα 1976), ο οποίος εμπνεύστηκε από την εκ του φυσικού προσωπογραφία του ήρωα, που ζωγράφισε ο Karl-Krazeisen το 1826. Στον μαρμάρινο κύβο υπάρχει επιγραφή η οποία αναφέρει:
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821
ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΕΙΣ ΣΚΟΥΛΗΚΑΡΙΑΝ ΑΡΤΗΣ
«εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».
(Η φωτογραφία είναι του Β. Γκανιάτσα από το βιβλίο του Ν. Ντασκαγιάννη ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ, ΓΕΝΕΤΕΙΡΑ – ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΨΕΜΑ, Αθήνα, 200ο.