O Γερο – Τσαμάκος, ο Αετός των Τζουμέρκων (2)

“……..Αλλά ό Τσαμάκος δέν ήταν μόνο ένας άπόκοσμος, μονήρης όρειβάτης. Σπουδαίος κοινωνικός παράγοντας, χάρις στις γνωριμίες του τίς πολλές, πασίγνωστος στήν Αθηναϊκή κοινωνία, διατηρούσε άρχικά τό Ξενοδοχείο «Μέγα Εθνικόν» Πανεπιστημίου 73 κι έπειτα τό γνωστό ξενοδοχείο «Έρέχθειο», Σωκράτους — Αγίου Κωνσταντίνου, άλλά κυρίως άπό τό επιβλητικό καί άληθινά όλύμπιο παράστημα. Ή Άθηνά Ταρσούλη μού είπε κάποτε, πού τόν είδε σέ μιά όμιλία μου στήν Αρχαιολογική Εταιρεία : — Δέν μου τόν φέρνεις σπίτι μου νά τόν ζωγραφίσω; ‘’Ήταν εξυπηρετικότατος στις άνάγκες των συμπατριωτών του Ήπειρωτών. Μου ερχόταν τακτικά στό γραφείο κάτι νά πάρει, κάτι νά δώσει. Τελευταία ένδιαφερόταν ζωηρά, έλευνόμενος άπό τή γνωστή φιλομουσία των Ήπειρωτών, νά πλουτίσει τή βιβλιοθήκη τής ιδιαιτέρας του πατρίδας κι έτρεχε άκούραστα σέ καθέναν, πού μπορούσε ν’ άποσπάσει μερικά άντίτυπα. Άλλά τό βάρος των γηρατειών πέφτει άργά και σταθερά καί λυγίζει καί τά πιό άτσάλινα γόνατα, μένει όμως ή επιθυμία σάν πουλί, πού σπαρταράει νά πετάξει μά πού — άλλοίμονο! — διαπιστώνει πώς τά φτερά του είναι τσακισμένα. Στά 1965 ό Γιάννης Τσαμάκος είχε κλείσει τά ενενήντα ένα χρόνια. Δέν είχε χάσει τίποτε άπό τή γνωστή εύθυτένειά του. “Ομως καί ή άκοή του καί τά μάτια του — κυρίως τά μάτια του, άπό καταρράκτη — δέν τόν βοηθούσαν ούτε γιά τις μονήρεις εξορμήσεις, ούτε γιά συμμετοχή σέ όρειβατικές συντροφιές —νισάφι πιά! Ωστόσο δεν έχανε ευκαιρία να συμμετέχει στις λεγάμενες από τούς όρειβάτες «τουριστικές» εκδρομές, οπού ή όλη μετακίνηση γίνεται με πούλμαν, άπό την άφετηρία ώς τό τέρμα της διαδρομής. ’Έτσι συναντηθήκαμε τελευταία στο καταφύγιο του Καλλιδρόμου με την ευκαιρία μιας ορειβατικής γιορτής, πού έγινε έκεί γύρω στη λίμνη του όνειρεμένου αυτού βουνού και όπου ή γιορτή ήταν σάν τζιώτικο ραβαΐσι με συμμετοχή όρειβατών, κυριών και δεσποινίδων του «καλού κόσμου» καί ποικίλων ανθρώπων, κάθε προελεύσεως, πού ό ερχομός τους ήταν μπορετός, άφού τά πούλμαν άνέβαιναν άπό τό Έλευθεροχώρι, ώς τό καταφύγιο. Κατά τό άπόβραδο πολλοί άπό τούς εκδρομείς, κυρίως όρειβάτες, προτίμησαν την κάθοδο με τά πόδια ώς τό Έλευθεροχώρι. Ό γέρο – Τσαμάκος θυμήθηκε τον παλιό του έαυτό κι άνάμεσα σε τόσους συναδέλφους δεν τον άφήκε τό φιλότιμο να έπιβιβασθεί στο πούλμαν. Είχε άλλωστε πλήρη όρειβατική έξάρτυση. Μου έλαχε ό κλήρος να τον συνοδέψω καί ν’ άρχίσωμε μαζί την κάθοδο. Οί βηματισμοί του ήταν άκόμα σταθεροί. ‘’Ήταν όμως προφανής ή άτολμία του έξ αιτίας τής άδύναμης όράσεως, καί έτσι ό ρυθμός του βαδίσματος άνακόπτονταν κάθε τόσο άπότομα, ώστε νά κουράζει καί τον ίδιο καί μένα πού τον ύποβάσταζα. Ή συνοδεία με τό παρουσιαστικό του προκαλούσε στούς συναδέλφους ορειβάτες τον θαυμασμό καί τά ενθουσιαστικά επιφωνήματα. ‘Όμως για τούς άλλους ήταν ένα θέαμα άσυνήθιστο καί προκαλουσε την περιέργεια για την τόλμη ενός γέροντα, πού άποδύεται στην περιπέτεια μιας πεζοπορίας. Φυσικά όπως πηγαίναμε ξεμείναμε άρκετά πίσω καί άφήσαμε νά μας περάσουν όλοι. Ή διάθεσή του ήταν ευχάριστη καί τό γάργαρο γέλοιο του, κάθε τόσο κατρακύλαε σάν τά νερά του Άράχθου, του ποταμού τής πατρίδας του. ‘Όσο προχωρούσε ή ώρα κι έπεφτε τό μισοσκόταδο τά πράγματα γινόταν δυσκολώτερα. ‘’Ήταν φανερή ή πτώση των δυνάμεών του …… Ό άκούραστος αυτός άπό τά παιδικά του χρόνια πεζοπόρος έκλινε προς τή δύση του. Καί είχε κάτι δραματικό ή περίπτωση σε μιά διαδρομή τόσο μικρή, γιά όσους τήν ξέρουν. Στάθηκε όμως όρθιος μέχρι τέλους ό γέρο – Τσαμάκος, νικητής στον τελευταίο γύρο, με τό βάρος των ενενήντα τόσων έτών. ’Αμφιβάλλω άν ύπάρχει προηγούμενο ή άν θά ύπάρξει καί στο μέλλον περίπτωση τέτοιας καταβολής καί εύλογίας φυσικών δυνάμεων. Τήν άλλη μέρα, λυγιστός καί θαλερός στο γραφείο μου ό γέρο – Τσαμάκος, με τή δημοσιευμένη φωτογραφία του καί τήν ιδιόχειρη άφιέρωση στον «συνορειβάτη». Σε λίγα χρόνια, έφθασε νομίζω τά ένενήντα πέντε, πέθανε γιά να δώσει τό όνομά του σέ μιά άπό τίς κορυφές των Τζουμέρκων, τήν κορυ ­φή «Γιάννης Τσαμάκος» πού θα θυμίζει το πέρασμά του από τη ζωή και τις θριαμβευτικέςαναβάσιες του στά έλληνικά βουνά, μια  κορφή κοντά στίς άλλες δίδυμες, τη Στρογγούλα και την Κωστηλάτα….” (Πηγή : Άρθρο του Α. Μαμμόπουλου, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 48-49, 1980)

Στη φωτογραφία “Αθήνα 1938 – Παναθλητική παρέλαση. Πρώτη σειρά : Τσαμάκος, Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος Αθηνών. Διακίδης ΕΟΣ Πατρών, Δεστούνης ΕΟΣ Καβάλας” (Πηγή : Συλλογή Α.Γ. Κ.)

Δημοσιεύθηκε στην Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *