O γερο – Τσαμάκος, ο Αετός των Τζουμέρκων (1)

“Δεν ξέρω αν «ή των όνομάτων έπίσκεψις» θά δώση τό κλειδί για νά έρμηνευθή αύτή ή πάλλευκη υψηλή φυσιογνωμία, πού κυκλοφορούσε άνάμεσά μας τα τελευταία χρόνια, πασίγνωστη στόν κόσμο των εκδρομέων καί όρειβατών, ό Ήπειρώτης Γιάννης Τσαμάκος. ‘Όμως ή προγονική καταβολή παίζει άναμφισβήτητα ρόλο στή διάπλαση καί τήν κατασκευή μας, τήν ψυχοσωματική. ‘Όπως κι άν έχει τό πράγμα, ή λυγερή άντρική Σαρακατσάνικη κορμοστασιά του έμοιαζε μέ τά ύψηλότερα βελονοειδή των έλληνικών βουνών, πεύκα κι έλατα, πού ή λεκτική πελασγική τους ρίζα, (τσάμ-, τσαμουριά) ίσως είχε δώσει και τό κυριώνυμο των μακρινών προγόνων του, πού είχαν σκηνώσει στα Σχορέτσαινα, τό ορεινό χωριό τών Τζουμέρκων.

Αρκετές φορές είχαμε περπατήσει μαζί στο διάστημα της τριαντάχρονης γνωριμίας μας. Μαζί από τήν Γκιόζα, τήν κορφή του Καλλιδρόμου, είχαμε άγναντέψει της Εύβοιας τά βουνά, Δίρφη και Καντήλι καί τά ρουμελιώτικα Γκιώνα, Παρνασσό καί Οίτη, σά σέ χορό πιασμένα ολόγυρά μας χέρι – χέρι. Μά ό Τσαμάκος ήταν «μονήρης» όρειβάτης. Προτιμούσε νά φορτώνεται τό σάκκο του καί ν’ ανεβαίνει μόνος – κατάμονος τά ελληνικά βουνά. ‘Έτσι συχνά οί όρειβατικές συντροφιές τον συναντούσαν σά στοιχειό, σάν ίσκιωμα μπροστά τους, έτσι ψηλόν, όρειχάλκινον άπό τό κάμα του έλληνικού ήλιου, μέ κοντά παντελόνια, μέ κανιά πελαργού καί μέ τό φωτοστέφανο τών άσπρων μαλλιών στήν κεφαλή του. Ήταν άπό τά γερότερα πόδια της έλληνικής όρειβασίας, άληθινός κέλης τών έλληνικών βουνών, μά όχι μόνο αύτών, αφού είχε άνέβει καί τον “Όλυμπο τής Προύσας. Αυτή ή κατά μόνας όρειβασία, άπό τήν οποία πάσχουν καί σήμερα μερικοί — άποκοτιά — πού μπορεί νά στοιχίσει τή ζωή τους, σ’ ένα άπλό διάστρεμμα του ποδιού ή μιά άναπάντεχη κακοκαιρία — δείχνει τήν αύτοπεποίθηση στις προσωπικές ικανότητες καί τον έσωστρεφή τους χαρακτήρα.

“Ενα τέτοιο συναπάντημα μέ τον Τσαμάκο μου διηγότανε ό φίλος, Λέων Μελάς. Νέος τότε ό φίλος μου Λέων Μελάς (1930—1938) γνωρίστηκε σέ μιά έσπερίδα στο σπίτι του Καλβοκορέση μέ μιά ομογενή, πού μεγάλωσε στήν Τεργέστη. Ή νεαρή Τεργεστίνα, κοντά σ’ άλλα ενδιαφέροντα, έδειχνε πρόθυμη, μαγεμένη άπό τήν ελληνική φύση καί τήν έλληνική μυθολογία, ν’ ανέβει καί σέ ελληνικά βουνά, άφού, όπως έλεγε, είχε άρκετή πείρα άπό τά…… βουνά τής Τεργέστης, τούς λόφους δηλ. τής Άδριατικής πόλεως. “Έτσι μιά μέρα ό φίλος μου τήν άνέβασε ώς τό ’Αστέρι του ‘Υμηττού. Τό πολυύμνητο βουνό, πού έχει φλογίσει τή φαντασία τών ποιητών, μενεξεδένιο κλπ. γιά κείνους πού τό έχουν άνεβεί, είναι άπό τά πιο σκληρά βουνά τής Ελλάδας, χάρις στις μικρές καί μεγάλες κροκάλες, πού είναι φυτεμένες στή ράχη του. Τό άνέβασμα καί τό κατέβασμα είναι άρκετά κοπιαστικό καί θέλει οπωσδήποτε άρβύλα. “Έτσι μέ τήν πορεία άπό τήν Καισαριανή ώς τό ’Αστέρι τά λεπτά γοβάκια τής Τεργεστίνας όρειβατίνας ήταν πιά έτοιμόρροπα. ’Εκεί πού είχε καθήσει τό ζευγάρι, στούς νεανικούς ρεμβασμούς καί στον άπολογισμό τής πορείας, πού ήταν όδυνηρότερη άπό τήν πείρα τών Τεργεσταίων λόφων, ξάφνου κι εμφανίζεται ή όλύμπια μορφή του Τσαμάκου. Καλοσυνάτος, όπως ήταν, ο Τσαμάκος, όμιλητικός, διαχυτικός, δέν άργησε να εξοικειωθεί μέ τό ζευγάρι καί μέ τήν άκατανίκητη πειθώ του, λέγοντάς τους ότι άφου είχαν άνέβει ώς τό ‘Αστέρι, είχαν άνέβει πια στόν Υμηττό, καί μ’ ένα άπλό τραβερσάρισμα θά πιάναν τήν ψηλότερη κορφή, τον Εύζωνα, κι άπό κεί κορυφογραμμή κορυφογραμμή — άστεΐο πράγμα! — θά κατέβαιναν στό Ελληνικό, για νά πάρουν τό λεωφορείο, τούς έπεισε νά τον άκολουθήσουν. Άπό κεί καί πέρα, μπροστά ό Τσαμάκος μέ τούς γιγάντιους δρασκελισμούς καί πίσω τό ζευγάρι, συνέχισαν τό μαρτύριο τής πορείας κι άφού έκαναν ύποχρεωτικές στάσεις, πότε νά ξανασάνουν καί πότε νά δέσουν μέ σκοινιά τά διαλυμένα γοβάκια τής άμοιρης ορειβατίνας, έφτασαν σέ κακό χάλι, σέ πλήρη διάλυση, άπογευματινές ώρες, στό Ελληνικό. Είναι περιττό νά προσθέσομε ότι άπό κείνη τή μέρα ή όμογενής θαυμάστρια τής Ελληνικής φύσεως, πηγαίνοντας στήν Τεργέστη, δέν έστειλε μήτε γράμμα στό φίλο μου Λέοντα Μελά καί πολύ περισσότερο στόν γιγάντιο Πάνα των βουνών τής Ελλάδας, Γιάννη Τσαμάκο……”(συνεχίζεται) (Πηγή : Άρθρο του Α. Μαμμόπουλου, ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 48-49, 1980)

Στη φωτογραφία προσωπογραφεία του Κουλιανού με τίτλο «Ο Γέρο – Τσαμάκος. Από τις κορφές του ΕΟΣ Αχαρνών, αριθμ. 28/1981)” (Από Συλλογή Α.Γ.Κ.)

Δημοσιεύθηκε στην Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *