“………Οι επιχειρήσεις στα θεσσαλικά σύνορα είχαν ελάχιστες επιτυχίες : ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη αναγκαστεί να υποχωρήσει μέχρι την οροσειρά της Όθρυς, οι υλικές απώλειες που υπέστησαν εκεί, η κατάληψη του Βόλου, η βιαστική υποχώρηση στον Δομοκό, η αργή αλλά σταθερή προέλαση του Τουρκικού Στρατού, ηθικά εξυψωμένου από τις επιτυχίες που είχε κερδίσει, ξύπνησαν στην ελληνική κυβέρνηση την επιθυμία να βάλει τέλος στις εχθροπραξίες, επικαλούμενη διπλωματική βοήθεια για την εξασφάλιση ανακωχής. Όμως πριν από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, ήταν επιθυμητό να εξασφαλιστούν τουλάχιστον στην Ήπειρο κάποια αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα για την επαρχία Θεσσαλίας που χάθηκε και κυρίως να καταληφθούν τα φρούρια της Πρέβεζας και της Νικόπολης, που είχαν ήδη βομβαρδιστεί για αρκετό καιρό. Με αυτή την πρόθεση ο Πρωθυπουργός Ράλλης ρώτησε τον συνταγματάρχη Μάνο, εάν η επανάληψη του αγώνα στην Ήπειρο θα έδινε κάποια προοπτική επιτυχίας και αν ήταν δυνατή η επαναφορά του αγώνα τη στιγμή που οι Τούρκοι είχαν στην κατοχή τους όλη τη Θεσσαλία. Ο συνταγματάρχης Μάνος φαίνεται ότι απάντησε καταφατικά σε αυτή την ερώτηση.
Στη συνέχεια κλήθηκαν ενισχύσεις ανδρών για τις μονάδες, συγκεντρώθηκαν στρατεύματα και εφοδιάστηκαν με πυρομαχικά, ώστε να βελτιωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η θέση στην Ήπειρο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και να εξασφαλιστούν μία ή δύο υλικές εγγυήσεις. Γι’ αυτό το σκοπό, ο συνταγματάρχης Μάνος κατάρτισε το σχέδιο εκστρατείας του, με κύριο στόχο να αποτρέψει την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων και να διακόψει τις επικοινωνίες μεταξύ της Πρωτεύουσας των Ιωαννίνων και της Πρέβεζας και Νικόπολης, κι έτσι να στερήσει το συντομότερο δυνατό από τον εχθρό κάποιο σημείο στρατηγικής σημασίας και να διατηρήσει την κατοχή του δρόμου που ενώνει την Πρωτεύουσα της Ηπείρου με τις δύο μικρές οχυρωμένες πόλεις Πρέβεζα και Νικόπολη, που βρίσκονται στο νότιο άκρο της επαρχίας και αποτελούν στρατηγικό σημείο για την είσοδο στον κόλπο της Άρτας.
Συγκρίνοντας τις αναφορές διαφορετικών ανταποκριτών, τα ακόλουθα μπορούν να γίνουν δεκτά ως μια αρκετά ακριβής περιγραφή των γεγονότων που προέκυψαν από τις ανανεωμένες επιθετικές κινήσεις των Ελλήνων : Ήταν στις 12, 13 και 14 Μαΐου στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Λούρου και Άρτας, την οποία διασχίζει ο μεγάλος δρόμος Άρτας – Ιωαννίνων και περιέχει μερικές μεγάλες οροσειρές με πλατιές κορυφές και δασικές εκτάσεις, με ανοιχτές κοιλάδες, προσδίδοντας αξιοθαύμαστες αμυντικές θέσεις, που αυτές οι συγκρούσεις έγιναν.
Το απόγευμα της 12ης Μαΐου, ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης προχώρησε με μια φάλαγγα, αποτελούμενη από μια ταξιαρχία Πεζικού, τρεις μοίρες ιππικού και δύο Πυροβολαρχίες, κατά των υψωμάτων του Ιμαρέτ και υπήρξαν μικρές συμπλοκές με τον εχθρό.
Ταυτόχρονα μια δεύτερη φάλαγγα, αποτελούμενη από οκτώ Τάγματα και δύο Πυροβολαρχίες, διοικούμενη από τον συνταγματάρχη Γκολφινόπουλο βάδισε μέσω του Κάμπου στη γέφυρα του Λούρου, για να την υπερασπιστεί έναντι τουρκικής προέλασης. Μια τρίτη φάλαγγα, υπό τον συνταγματάρχη Δόξα έπρεπε να περάσει τον ποταμό Άρτα πάνω από την Πλάκα και να επιτεθεί κατά των Τούρκων εκεί.
Τα άτακτα σώματα του Μάρκου Μπότζαρη διατάχθηκαν να αποκρούσουν τυχόν εξορμήσεις από την Πρέβεζα και να καταλάβουν ισχυρές θέσεις στον δρόμο προς τα Γιάνινα.
Ο Μπαϊρακτάρης είχε λάβει αυστηρές εντολές να παραμείνει σε άμυνα στην οχυρή θέση που του είχε ανατεθεί, ώστε να υποστηρίξει, αν χρειαστεί, την Ταξιαρχία Γκολφινόπουλου, που προχωρούσε πάνω από το Λούρο για να χρησιμεύσει ως υποστήριξη στους Εθελοντές της Ηπείρου…..” (Πηγή : THE GREKO – TURKISH WAR from official sources by a German Staff Officer translated by Frederica Bolton, London, 1898)
Στη φωτογραφία ” 1897 – Λόχος του Ελληνικού Πεζικού μάχεται κοντά στον ποταμό Άραχθο” (Πηγή : Πολεμικό Μουσείο, Φωτογραφικό αρχείο Σταματουλάκη)