“Στο Κάτω Γραικικό, τότε που οι νύχτες ήταν πιο βαριές και τα χωράφια άκουγαν τα μυστικά των ανθρώπων καλύτερα κι από τους ίδιους τους ανθρώπους, ζούσε ένας ριχτολόγος περίφημος: ο Γεώργιος Τριαντάφυλλος. Ήταν άντρας που διάβαζε τη Σολομονική και δεν φοβόταν το σκοτάδι, γιατί το είχε γνωρίσει από κοντά. Έλεγαν πως μπορούσε να μιλάει με πνεύματα, να τα μαζεύει γύρω του σαν σπουργίτια, να τα δένει με λόγια παλιά, από εκείνα που δεν τα βρίσκεις πια σε χαρτί ούτε σε βιβλίο.
Ένα απόγευμα, λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, φάνηκε μπροστά στην πόρτα του ένας σιδηρουργός. Ήταν γνωστός μάστορας, άνθρωπος τίμιος και δουλευταράς, και είχε φτιάξει γιαταγάνια ξακουστά, για όποιον ήξερε να ξεχωρίζει την καλή δουλειά. Μα του τα είχαν κλέψει. Και δεν ήταν απώλεια απλή· ήταν σαν να του πήραν την περηφάνια του. Γι’ αυτό ήρθε στον ριχτολόγο, να μάθει τι απόγιναν.
Ο Τριαντάφυλλος σκέπασε το δωμάτιο με μυρωδιά λιβανιού και ψιθύρισε τα λόγια που μόνο εκείνος μπορούσε να πει. Το φως χαμήλωσε· ο αέρας κάπως πάγωσε· κι άρχισαν να μαζεύονται τα πνεύματα, άυλα και βουβά, σαν ίσκιοι που δεν τους προσέχει κανείς μέχρι να είναι πολύ αργά. Ήρθαν όλα — όλα εκτός από τον Κουτσό, τον αρχηγό τους, τον πιο φοβερό.
Ο ριχτολόγος τον κάλεσε μια φορά.
Δε φάνηκε.
Δεύτερη.
Ούτε σημάδι.
Τρίτη.
Μονάχα ένας απόκοσμος αναστεναγμός.
Τέταρτη.
Και τότε ακούστηκε το σύρσιμο ενός ποδιού. Ήρθε ο Κουτσός, κουρασμένος, μισοσκυφτός, σαν να έφερνε πίσω του τη νύχτα ολόκληρη.
Ο ριχτολόγος τον κάρφωσε με το βλέμμα.
—Γιατί άργησες; τον ρώτησε.
Κι ο Κουτσός, με φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από πηγάδι βαθύ, αποκρίθηκε:
«Δεν ήμουν μακριά… μα έπρεπε να τελειώσω μια δύσκολη δουλειά. Σε λίγες μέρες θα σκοτωθούν δύο αδέλφια.»
Κανείς δεν μίλησε. Μονάχα ο αέρας έτριξε λίγο στο παράθυρο.
Ύστερα ο Κουτσός μίλησε για τα γιαταγάνια. Είπε ποιοι τα πήραν, πώς έφυγαν, πού χάθηκαν…. Είπε πως ήταν δουλειά δική του και των δικών του, και πως δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσουν πίσω….. Όποιος άκουγε τη φωνή του εκείνη την ώρα, ένιωθε ότι έλεγε την αλήθεια, κι ο ριχτολόγος το ’νιωσε, παρ’ όλο που η αλήθεια δεν ήταν εύκολη στ’ αυτιά του…. Και μετά τον άφησε ελεύθερο, μαζί με τα άλλα πνεύματα. Έφυγαν σαν να τα ρούφηξε η γη.
Βγήκε τότε και είπε στον σιδηρουργό:
—Μην τα ψάχνεις άλλο τα γιαταγάνια. Και να προσέχετε όλοι. Δυο αδέλφια θα χαθούν. Αυτά ήταν που μου είπαν.
Το μαντάτο έτρεξε στον τόπο γρήγορα, σαν να το φύσηξε ο άνεμος από αυλή σε αυλή. Κι όσο κι αν κάποιοι δεν ήθελαν να το πιστέψουν, βαθιά μέσα τους κάτι έσφιγγε την καρδιά τους.
Κι όπως λέει ο θρύλος, λίγες μέρες μετά, στα Ποτιστικά, έγινε το κακό. Σκοτώθηκαν τα δύο παιδιά του Γεωργίου Γιώτη, ο Κωνσταντίνος και ο Αθανάσιος. Τα δύο παλικάρια αγαπούσαν την ίδια κοπέλα. Το μυστικό δεν άντεξε, φανερώθηκε, κι ο θυμός τους φούντωσε σαν η φωτιά στα ξερόχορτα.
Ο ένας γύρισε στο σπίτι φορτωμένος οργή. Δεν βρήκε τον αδελφό του. Βγήκε έξω και τον είδε να ’ρχεται από το μονοπάτι, κι εκείνος το ίδιο θυμωμένος. Δεν ακούστηκε κουβέντα. Μονάχα τα κουμπούρια που τραβήχτηκαν.
Κι έπεσαν και οι δύο.
Όπως το είχε ξεστομίσει ο Κουτσός.
Κάποιοι λένε πως πάλεψαν με μαχαίρια στη σκάλα. Μα το τέλος δεν άλλαξε. Χάθηκαν και οι δυο.
Λένε πως εκείνη τη νύχτα φυσούσε ένας παράξενος αέρας πάνω από τα Ποτιστικά, κι όσοι τον άκουσαν είπαν πως δεν έμοιαζε με συνηθισμένο αγέρα. Έμοιαζε με γέλιο —το γέλιο των πονηρών πνευμάτων που χάρηκαν το έργο τους.
Η μάνα των παιδιών, που δεν είχε άλλα, κράτησε το καντηλάκι τους αναμμένο μέρα και νύχτα ως την τελευταία της ανάσα. Και όταν αργότερα τα νερά της τεχνητής λίμνης του Άραχθου ανέβηκαν και σκέπασαν τα Ποτιστικά, σκέπασαν και το σπίτι, και το καντηλάκι, και τη θλίψη της.
Από τότε, στο χωριό, όταν συνέβαινε κακό, οι άνθρωποι έλεγαν:
«Έργο του Κουτσού…»
ή
«Όσο να μπει ο Κουτσός ανάμεσα, καλά πάνε τα πράματα.»
ή
«Θα πάνε ίσια οι δουλειές, ώσπου να μπει ο Κουτσός.»
Γιατί πίστευαν πως εκείνος, ο αρχηγός των σκοτεινών πλασμάτων, γλιστρούσε, κουτσαίνοντας πάντα, ανάμεσα στους ανθρώπους — κι ό,τι έβρισκε το σκίαζε.
Και έτσι ο θρύλος του μεγάλωσε, και οι άνθρωποι σταυροκοπιούνταν κάθε φορά που άκουγαν βήματα περίεργα μέσα στη νύχτα, ψιθυρίζοντας:
«Μη φανεί ο Κουτσός…».” (Πηγή : “Ο Κουτσός Σατανάς” Μια ιστορία από το βιβλίο του Κ. Κοκκινέλη “ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙ ΑΡΤΑΣ”, Αθήνα, 2013 – Επιμέλεια κειμένου Α. Καρρά)
Μια ακόμη ιστορία για τον ριχτολόγο Γ. Τριαντάφυλλο, πραγματική αυτή τη φορά, μπορείτε να διαβάσετε στο λινκ https://doxesdespotatou.com/enas-giatros-kompogiannitis-sta-tzoy/
Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο δημιουργήθηκε με ΑΙ.
