“……..Ο Βασίλειος Γκανιάτσας γεννήθηκε στην Άνω Καλεντίνη, στα ορεινά Τζουμέρκα, αλλά λόγω του εμφυλίου, μετακομίζουν οικογενειακώς από το χωριό στην πόλη της Άρτας. Ο πατέρας τους Θεοφάνης Γκανιάτσας, γεννηθείς το 1920, ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα και η μητέρα Ευδοξία Βλάχου από την Λευκάδα, γεννηθείσα το 1930 ήταν νοικοκυρά και συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. Αυτοί έχουν παιδιά τους τον Χρήστο, το Βασίλη, την Αναστασία, την Αρτεμίσια, τον Νικηφόρο και το Δημητρό. Τα επαγγέλματα των παιδιών : ο Χρήστος είναι έμπορος, επίσης ασχολήθηκε με το «Παλλάς» και έχει το σημερινό τηλεοπτικό σταθμό της πόλης «ΑRT TV», ο Βασίλης είναι κινηματογραφιστής και φωτογράφος – γεννηθείς το 1945 – άλλα και ιδιοκτήτης του ραδιοφωνικού σταθμού «Arta fm», η Αναστασία ασχολήθηκε με τα οικιακά, η Αρτεμισία ήταν δασκάλα, ο Νικηφόρος είχε περίπτερο και ο Δημητρός είναι διαφημιστής άλλα από μικρός έως τα 20 ετών ήταν στο ταμείο, στη μηχανή προβολής, και για μικρές βοηθητικές δουλειές στο «Παλλάς». Από τα αδέλφια πιο πολύ σχέση με τον κινηματογράφο έχουν ο Χρήστος και ο Βασίλης, ο δε Βασίλης πρωτοπήγε στο σινεμά με το σχολείο το 1956 και είδε το «Quo vantis» σε ηλικία 11 ετών. Το εισιτήριο ήταν 1 δραχμή « του έκανε τόση εντύπωση και την άλλη μέρα δεν πήγε στο σχολείο αλλά στο «Παλλάς» ήταν η πόρτα ανοιχτή και κοίταξε μέσα και τον είδε ο Στρατής, «τι θέλεις ρώτησε». Εκείνος απαντά «θέλω να δουλέψω». Από τότε πουλούσε φιστίκια για κάποιο καιρό, μάλιστα η μάνα του όταν το έμαθε αντέδρασε και μάλωσαν γι’ αυτό ενώ ο πατέρας του ήταν αδιάφορος παρόλο που ήταν αυστηρών αρχών π.χ «δεν ήθελε το κάπνισμα και την κλεψιά». Έπειτα στα 20 του κατατάχτηκε στο στρατό πέρα από τις μικροδουλειές, αυτός ήταν βοηθός μηχανής. Τότε στα 1965 ο στρατός συγκέντρωσε άτομα, τα οποία είχαν σχέση με το σινεμά και έφερε εκπαιδευτές από την Αμερική «Hollywood», ο κ. Βασίλης ήρθε πρώτος το 1963 και τότε πιάνει δουλειά στην Υ.Ε.Ν.Ε.Δ. αλλά λόγω αριστερών πεποιθήσεων το 1967 απολύεται και επιστρέφει στην Άρτα. Μετά το στρατό αναλαμβάνει τη θέση του μηχανικού προβολής στο «Παλλάς» και κατά καιρούς και αλλού όπως στο θερινό «Γαλαξία» στην ταράτσα του «Παλλάς».
Από το 1971 έως το 1996 τη διεύθυνση την παραχωρεί ο Στρατής στο φίλο του Βασίλειο Γκανιάτσα. Στο διάστημα 1972-1996 μηχανή προβολής ήταν ο Βασίλειος Γκανιάτσας, πόρτα ο Νικηφόρος, ταμείο η Αρτεμίσια. Το έβλεπαν σαν οικογενειακή επιχείρηση.
Όσο είχε τον έλεγχο ο Στρατής είχε υπαλλήλους μέλη της οικογένειας του στο ταμείο, όπως την Ζηνοβία Σαλωνίτη μέχρι τον γάμο της ενώ η άλλη της αδελφή παρέμεινε έως το τέλος στο ταμείο, ταμπέλες, καθαριότητα. Κατά την κυρία Ζηνοβία στο ταμείο ήταν κάποιος Τάσος Πιτσίλης και μετά ένας Καζαντζής και υστέρα τη θέση πήρε η μάνα τους στα πρώτα χρονιά. Όσο για κυλικείο, παλαιοτέρα, είχε ένα παιδί με δίσκο, ενώ εκ των υστερών απέκτησε μόνιμο κυλικείο μέσα στην αίθουσα.
Μετά την αποχώρηση Γκανιάτσα ο χώρος νοικιάζεται σε κάποιον άλλον αλλά λόγω προβλημάτων με τους ιδιοκτήτες, πάνε στα δικαστήρια. Τότε λύεται το συμβόλαιο εκμίσθωσης και παραμένει κλειστός για 3 χρόνια, μέχρι την ανακαίνιση του 2000 και τη λειτουργία από τον Νίκο Σαλωνίτη έως σήμερα. Σήμερα διαθέτει 2 αίθουσες : Α -223 θέσεις, και Β -74 θέσεις στον επάνω όροφο. Είναι η καλύτερη αίθουσα στην Ελλάδα κατά τον Ν. Σαλωνίτη, λόγω της καλής ακουστικής και την χρήση των καλυτέρων οπτικοακουστικών τεχνολογιών, καθώς και την προβολή αξιόλογων ταινιών. Τα στοιχεία προέκυψαν από την προφορική συνέντευξη στο Ν. Σαλωνίτη, στο «Παλλάς». Το «Παλλάς» έχει την πρωτοτυπία ότι χαρακτηρίζεται ως κινηματοθέατρο, είναι διαφορετικό από τον «Ορφέα» και «Τιτάνια». Στο «Παλλάς» πέρα από κινηματογράφο, γίνονταν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, χοροεσπερίδες, επίσης η εκδήλωση της νομαρχίας γινόταν δωρεάν. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι η χρήση της αίθουσας από μάρτυρες του ιεχωβά οι οποίοι πλήρωναν κανονικά….” (Πηγή : Πτυχιακή Εργασία του Πολέμαχου Πασχαλίδη με θέμα Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ “ΕΙΚΟΝΑ” ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ [1945 – 1967], Άρτα, 2011)
Στη φωτογραφία “Η είσοδος του Παλλάς στα 1985 πριν την τελευταία ανακαίνιση. Στην εικόνα εμφανίζονται ο Αντώνης Στρατής, ο Βασίλειος Γκανιάτσας και ο Χρήστος Γκανιάτσας”. (Φωτο από αρχείο Βασίλη Γκανιάτσα, όπως δημοσιεύτηκε στην ίδια πτυχιακή εργασία)