Ο Κ. Άννινος ήρθε στην Ελλάδα από την Αγγλία ως εθελοντής στον πόλεμο, τον Γενάρη του 1913. Μαζί με το άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο Εθνικό Ημερολόγιο Σκόκου το 1914, μας άφησε και μια σειρά από 9 φωτογραφίες που θα τις αναρτήσουμε ξεχωριστά μαζί με το σχόλιο από την διήγησή του…….
“Ήταν Γενάρης. Ερχόμουν από την Αγγλία κ ’ επιτέλους έβλεπα τον αθηναϊκό ήλιο, που έλαμπε σε κρουσταλλένια ατμόσφαιρα. Τα βουνά γύρω ήταν χιονισμένα και η θάλασσα μακριά, λαμπύριζε κάτω απ’ τον καταγάλανο ουρανό. Χαρίσματα αυτά που τα έχουν πια συνηθίσει οι Αθηναίοι, μα που φαίνονται όνειρα ομορφιάς σ’ έναν που έρχεται απόξω. Οι δρόμοι της Αθήνας έρημοι. Λίγοι στρατιώτες πληγωμένοι και αρρωστημένοι και αραιοί διαβάτες. Εκεί πάνω στην Ήπειρο ξακολουθούσε η γιγαντομαχία του Μπιζανίου. Και τα βαπόρια κάθε μέρα έφερναν άρρωστα και πληγωμένα τ’ ανδρειωμένα μας παλληκάρια.
* * *
Σε λίγες μέρες, χωρίς να το πολυκαταλάβω, βρέθηκα σ’ ένα επίτακτο βαπόρι για την Πρέβεζα. Συνόδευα μια αποστολή για το στρατό μας. Ταξιδιώτες λιγοστοί. Μερικοί αξιωματικοί και τρεις κυρίες της «Ηπειρωτικής Περιθάλψεως». Χιλιάδες πρόσφυγες κρύωναν και πεινούσαν στην Ήπειρο. Χρειάζουνταν βοήθεια κ ’ οι συνταξιδιώτισσές μου τους την πήγαιναν. Που θα έμεναν, δεν είχαν ιδέα. Είχαν όμως διάθεση να δουλέψουν και, καθώς έμαθα έπειτα, βοήθησαν και παρηγόρησαν πολύ κόσμο απελπισμένων και πεινασμένων. Κι’ ένα πρωί ξημερωθήκαμε στην Πρέβεζα.
Ήταν, έπειτα από βροχή, η θάλασσα γυαλί. Ένας γέρος βαρκάρης μας έβγαλε έξω και σε λίγο πατούσα καταχτημένη γη. Η Πρέβεζα, σαν τις παλιές ελληνικές πόλεις με στενά δρομάκια και σπίτια χαμηλά. Παντού ελληνικές σημαίες. Κόσμος και κόσμος παντού. Πολίτες, στρατιώτες, παπάδες με απαρχαιωμένα ράσα και κάπου – κάπου κανένας χόντζας με το σαρίκι. Κ ’ έπειτα γιγαντένια φορτηγά αυτοκίνητα , κάρα, μουλάρια, σωστό πανδαιμόνιο.
Πέρασα την πρώτη μέρα με την αποστολή μέσα στο νοσοκομείο των πληγωμένων του Ερυθρού Σταυρού. (Φωτογραφία αριθ. 1 ) .
Κάπου 40 πληγωμένοι ήσαν στο νοσοκομείο. Τά περισσότερα κρεββάτια αδειανά. Περίμεναν όμως πολλούς πληγωμένους εκείνη την ημέρα. Άρχισαν να φθάνουν το απόγευμα με αμάξια, σούστες, μουλάρια. Σε λίγη ώρα γέμισε η αυλή. Μερικοί περπατούσαν μόνοι, άλλους τους βοηθούσαν νοσοκόμοι και μερικούς τους έφερναν με φορεία. Οι πληγωμένοι προχωρούσαν με τάξη, έδιναν τ ’ όνομά τους κ έπειτα τον οπλισμό τους. Τους κούρευαν, τους έπλεναν, άλλαζαν τα ρούχα τους και ίσια στο κρεββάτι. Mε χαμόγελο όλοι στο πρόσωπο. Τόσων μηνών κακοπέραση, ο κόπος του ταξιδιού, ο πόνος της πληγής, και ούτε ένα παράπονο. Τα πρόσωπα μαυρισμένα μα γεμάτα από ήμερη κι υπερήφανη έκφραση. Νόμιζες, έρχουνταν από εκκλησιά κι’ όχι απ’ άγριο πόλεμο. Έκανα να βοηθήσω δεξιά – αριστερά, μα πάντα εύρισκα ομπρός μου το επιδέξιο χέρι της νοσοκόμου έτοιμο να βοηθήσει. Μου φωνάζει ο γιατρός : δώσε τους κονιάκ και στον πρώτο που έδωσα, μου είπε : «Πιέ η αφεντιά σου πρώτα !» Στο πλάγι μου, μια Αθηναία γνωστή μου, έπλενε έναν πληγωμένο. Μια άλλη πιο κάτω έλεγε σ’ έναν που είχε δυο λαβωματιές στο πόδι: « Η μάννα σου θα είναι περήφανη για τις πληγές σου» και η στιγμαία έκφραση του πόνου, όταν του έβγαζαν τα ρούχα του, χάθηκε μονομιάς από το πρόσωπό του, που γέμισε από χαρά κ ’ υπερηφάνεια. Στην γωνιά ένας παραπονούνταν πως ήταν άδικη η πληγή στο χέρι του : «Λες θα μπορέσω, κύριε, να είμαι εκεί που θα πέσει το Μπιζάνι» . Εκείνη η κάμαρα ήταν γεμάτη από πεποίθηση, αυταπάρνηση, καρδία μεγάλη…………….. .
Γύρισα τα μάτια μου απάνω. Μια κατάχρυση στέγη σκέπαζε την κάμαρα γεμάτη από ανατολίτικους τύπους. Ποιος ξεύρει τίνος πασά ήταν εκείνο το σπίτι! Τί ειρωνεία της τύχης!…”