“……..Ο συνταγματάρχης Μπότζαρης κατείχε τη θέση αυτή με 6000 οι άνδρες. 3000 άνδρες με 6 πυροβόλα ήταν στους Κουμουτζιάδες και σε απόσταση 2 χλμ. (11/4 μίλια) και στα νότια αυτού, ήταν ακόμη 1000 άνδρες με 8 πυροβόλα. Οι εφεδρείες, 1600 άνδρες και 4 όπλα, βρίσκονταν στο χωριό Καρβασσαρά. Μερικές ελαφριές συγκρούσεις έγιναν στις 27 Απριλίου, αλλά στις 28 και στις 29 Απριλίου ακολούθησαν αιματηρές συγκρούσεις με συνέπεια την επιθετική προέλαση των Τούρκων.
Αυτές οι συγκρούσεις άρχισαν τις πρωινές ώρες στις 28 του Απριλίου. Ξεκίνησαν με την επίθεση της Τουρκικής Ταξιαρχίας στη θέση του Μπόζαρη κοντά στον Χανόπουλο, που όμως δεν οδήγησε σε κανένα αποτέλεσμα. Η Ταξιαρχία, αποτελούμενη από 4000 άνδρες και κάποιο Πυροβολικό είχε πολλές φορές επιχειρήσει να καταλάβει την κορυφογραμμή των λόφων που υπερασπίζονταν 600 Εύζωνες και 400 άνδρες άλλων ελληνικών στρατευμάτων με δύο πυροβόλα, και 600 ακόμη Εύζωνες με δύο πυροβόλα.
Ήταν φανερό ότι οι Έλληνες υπερασπιστές της κορυφογραμμής χρειάζονταν επειγόντως ενισχύσεις, καθώς η Τουρκική επίθεση έγινε με μεγάλη αποφασιστικότητα. Θα ήταν εξαιρετικά εύκολη η αποστολή ενισχύσεων στους Έλληνες , καθώς αυτοί είχαν 6500 άνδρες και 30 πυροβόλα μεταξύ του Χανόπουλου και βρίσκονταν σε προχωρημένη θέση. Περιέργως δεν έφτασε καμία ενίσχυση στο μέτωπο, και έτσι οι Τούρκοι ανανέωσαν τα πυρά τους τις πρωινές ώρες στις 29 Απριλίου, και αυτό κράτησε όλο το μεσημέρι. Το απόγευμα τα πυρά αυξήθηκαν σε ένταση, και ήταν προφανές ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για σφοδρή επίθεση. Για ανεξήγητους λόγους, το ελληνικό πυροβολικό που ήταν τοποθετημένο στα υψώματα είχε στο μεταξύ πάψει να πυροβολεί και όταν στις τρεις και μισή το πεζικό των Τούρκων άρχισε ξαφνικά γρήγορα πυρά και οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τους στρατιώτες τους μπροστά στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων για προπαρασκευαστική επίθεση, τα ελληνικά όπλα στη μέση του λόφου παρέμειναν σιωπηλά και απομακρύνθηκαν μετά από 20 λεπτά, σκοπεύοντας να επιστρέψουν στο Χανόπουλο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
Οι Εύζωνες στην κορυφογραμμή των λόφων απάντησαν γενναία στα δολοφονικά πυρά των επιτιθέμενων και στάθηκαν στη θέση τους απέναντι σε μια δεκαπλάσια ανώτερη δύναμη μέχρι τις 5 η ώρα, χάνοντας 100 άνδρες, όμως μετά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τα κάτω στην πλαγιά. Ακόμα και έτσι απαντούσαν με πυρά στην καταδίωξη Τούρκων που, εν τω μεταξύ, είχαν καταλάβει την κορυφογραμμή και έριχναν τα πυρά τους επί της ελληνικής θέσης.
Τώρα όλα είχαν τελειώσει, μια καθολική υποχώρηση ήταν πλέον προφανής, και στις 5.15 όλες οι θέσεις εγκαταλείφθηκαν και οι Τούρκοι καταδίωξαν τους υποχωρούντες Εύζωνες ως τον Χανόπουλο. Μάταια οι Έλληνες αξιωματικοί προσπάθησε να αναστρέψουν την ακραία οπισθοχώρηση των ανδρών τους.
Τα στρατεύματα συνωστίστηκαν προς τη γέφυρα, αλλά πλησιάζοντας διαπίστωσαν ότι ο δρόμος ήταν αποκλειστεί από χιλιάδες πρόβατα και τους αγρότες της περιοχής, έτσι γρήγορα επικράτησε πανικός. Ανάμεσα στα ελληνικά στρατεύματα, που βρίσκονταν σε μεγάλη ταραχή, και ανάμεσα στους αγρότες της περιοχής, αυτή η σφοδρή επίθεση προκάλεσε αναπόφευκτα αποθάρρυνση και αδιέξοδη σύγχυση. Η άτακτη υποχώρηση γινόταν όλο και χειρότερη, γιατί ανακατεύονταν κοπάδια των ζώων με τα πλήθη των ανθρώπων και τις ουρές των οχημάτων που έφευγαν από τα εγκαταλειμμένα χωριά και έτσι συνέβαλαν στην καθυστέρηση και τον αποκλεισμό της πορείας των στρατευμάτων. Το γεφύρι της Άρτας που προηγουμένως ήταν η αφετηρία της Ελληνικής επίθεσης είναι μια πέτρινη κατασκευή, που δύσκολα φτάνει πάνω από 3 μέτρα σε πλάτος, με τρεις καμάρες που στηρίζονται σε κολώνες. Τα πλαϊνά τοιχώματα της γέφυρας είναι τόσο ψηλά που διασχίζοντας την ο ταξιδιώτης είναι σαν να περνά μέσα από μια στενωπό. Το ποτάμι σε αυτό το μέρος δεν έχει μεγάλο πλάτος ούτε κανένα αντιληπτό ρεύμα.
Το αποτέλεσμα των εμπλοκών στις 28 και 29 του Απριλίου ήταν ότι στις 30 Απριλίου ούτε ένας Έλληνας στρατιώτης δεν έμεινε σε τουρκικό έδαφος. Όλος ο στρατός του συνταγματάρχη Μάνου, γνωστός και ως τρίτο Σύνταγμα, αποδιοργανώθηκε από την κακή έκβαση του επιθετικού κινήματος πέρα από την Άρτα, εξασθενημένο από τις μεγάλες απώλειες. Ο βομβαρδισμός της Πρέβεζας και του μικρού φρουρίου της Νιόπολης, δεν οδήγησε σε κανένα αποτέλεσμα. Ωστόσο, υπήρχαν νέα σχέδια που οργανώνονταν από τους Έλληνες διοικητές στην Ήπειρο.
Στις 3 Μαΐου, 2500 Ηπειρώτες εθελοντές, οργανωμένοι από την οικογένεια Μπότζαρη ξεκίνησαν από την Αθήνα για τον Πειραιά, ώστε από εκεί να μεταφερθούν στην Ήπειρο. Στην κεφαλή του Σώματος βάδιζε μια Ελληνίδα «Κόρη της Ορλεάνης» ως σημαιοφόρος, με στολή εθελοντών, σταυρωτές ζώνες φυσιγγίων και μαύρο καλπάκι. Το όνομά της ήταν Ελένη Κωνσταντίνη (Helen Constandini). Ήταν 17 ετών και ήταν γνωστή για το εξαιρετικό σημάδι της που σπάνια αστοχούσε. Θεωρήθηκε ότι ήταν η προστάτιδα αυτού του στρατεύματος, του γεμάτου μίσος για τους Τούρκους. (Πηγή : THE GREKO – TURKISH WAR from official sources by a German Staff Officer translated by Frederica Bolton, London, 1898)
(Πηγή φωτογραφίας : Αριστείδης Ν. Κυριάκος «Ἱστορία τοῦ ἑλληνοτουρκικοῦ πολέμου, γραφεῖσα ἐπί τῇ βάσει πολλῶν διπλωματικῶν καί ἱστορικῶν ἐγγράφων», εκδ. Β. Κ. Τσαγγάρη (592 σελ.), Αθήνα, 1909.