ΟΤΑΝ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΗΤΑΝ ΣΥΝΟΡΟ

“Το Γιοφύρι της Άρτας ήταν σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία απ’ το 1881 μέχρι το 1912. Από δω , στ΄ανατολικά του Γιοφυριού, η ελληνική σημαία. Από κει, στα δυτικά, η τούρκικη.
Στα δυο άκρα του Γιοφυριού υπήρχαν καγκελωτές πόρτες που το βράδυ έκλειναν. Μόλις έδυε ο ήλιος, απ’ την μεριά των Τούρκων ακουγόταν ένα μπουρί- ένα σάλπισμα καθορισμένο- και έκλεινε η πόρτα, για να ξανανοίξει με την ανατολή του ήλιου.
Οι Αρτινοί που είχαν δουλειές στο τούρκικο, είχαν πασαπόρτι για ένα μήνα με πληρωμή, κι όσοι είχαν μαγαζιά στο μαχαλά του Γιοφυριού, στην τούρκικη μεριά, έπρεπε να περνάνε το γεφύρι φορώντας κόκκινα φέσια.’Ετσι, πρωί-πρωί, πέρναγαν με τα φεσάκια τους οι Μιχαλαίοι, ο Μάρκος Γαρουφαλιάς, ο Βασίλης Λαλάκος κι άλλοι πολλοί που είχαν μαγαζιά με υφάσματα στο τούρκικο, κι έκαναν χρυσές δουλειές, γιατί εκεί ψώνιζε όλος ο κάμπος.
Απ’ την μεριά των Τούρκων υπήρχε μεγάλη φτήνεια σ’όλα τα είδη. Δεν ξέρω γιατί. Ήταν αφορολόγητα? Τόκαναν για προπαγάνδα? Πάντως οι Αρτινοί έμπαιναν στον πειρασμό με κίνδυνο της ζωής τους να κάνουν λαθρεμπόριο, ν’αγοράσουν διάφορα είδη στο τούρκικο με λίγα χρήματα , να τα περάσουν παράνομα στο ελληνικό και να τα μοσχοπουλήσουν.
Άλλοι πέρναγαν τα λαθραία τη νύχτα, μέσα απ’ το γιαλό, ακόμα και με άλογα. Άλλοι που πέρναγαν λίγα πράγματα, προσπαθούσαν να τα περάσουν κρυμμένα απάνω τους ή σε καλάθια. Γι’ αυτό μόλις πέρναγαν στο ελληνικό τους γινόταν έρευνα. Υπήρχε εκεί ένας σταθμός. Τους άντρες τους έψαχναν οι χωροφύλακες, τις γυναίκες, γυναίκα. Για ένα διάστημα υπηρέτησε εκεί η Καλαμπάκου, που δεν έκανε χατήρια. Ήταν πολύ αυστηρή, σωστός διάολος. Αν βρισκόταν το λαθραίο, κατασχόταν. Και στους άντρες έβαζαν πρόστιμο. Στις γυναίκες- – πού έκρυβαν στ’ απόκρυφά τους κανένα μεταξωτό – τους έβγαζε η γυναίκα – φύλακας το βρακί και το κρέμαγε στον πλάτανο (το γνωστό πλάτανο του Αλή -Πασά) για ρεζίλεμα.
Στο Γιοφύρι είχαν το στέκι τους πολλοί αρβανίτες Γκέκηδες, που πουλούσαν χαλβάδες, μπιρμπίλια υπέροχα, στραγάλια, λουκούμια λουρίδες του ενός μέτρου μάκρος και πέντε πόντων πάχος, σε τρία χρώματα, ροζ, άσπρο, θαλασσί. Μ’ ένα δίλεπτο έπαιρνες περισσότερο από πιθαμή. Γι’ αυτό, μόλις κονομάγαμε κανένα δίλεπτο, γραμμή για το Γιοφύρι και χορταίναμε ζαχαρωτά. Οι γκέκηδες φτιάναν ακόμα τον “μπουζά” το καλοκαίρι, ένα πολύ ωραίο δροσιστικό ποτό, περιζήτητο τότε που δεν υπήρχαν ψυγεία και πάγος. Και το χειμώνα μέχρι το Πάσχα, φτιάναν το υπέροχο σαλέπι τους”.
(Μια γλαφυρότατη περιγραφή του Λεωνίδα Βλάχου , όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τομ. ΤΣ’, τχ. 56-57, 1980)

Στη φωτο το μεθοριακό φυλάκιο και το τελωνείο που χτίστηκε από τους Τούρκους αμέσως μετά την παραχώρηση της Άρτας στο Ελληνικό κράτος το 1881 και υφίσταται μέχρι σήμερα, λειτουργώντας σαν λαογραφικό μουσείο …Αριστερά το τελωνείο και δεξιά το φυλάκιο με τις πολεμίστρες …
(Η φωτογραφία του E. Labranche, σε έκδοση του Μουσείου φωτογραφίας “Χρήστος Καλεμκερής” του Δήμου Καλαμαριάς, όπως δημοσιεύτηκε από τον κ. Βασίλειο Χολέβα στην ομάδα “Παλιές φωτογραφίες Άρτας”)

Δημοσιεύθηκε στην Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *