1950ς – Μια παρέα στο σημερινό “Εν Άρτι”, τότε κέντρο του Βίκτωρα Σακκά, στην πλατεία Σκουφά. Από δεξιά : Ευάγγελος Σκουτέρης, Ιωάννης Ρούκης, Ν΄. Οικονόμου, Λάκης Διαμάντης, Μιχ. Παπάζογλου, Γρηγόρης Αρβανίτης. (Φωτο & Παρουσίαση Κ.Μπανιάς)

1950ς – Μια παρέα στο σημερινό “Εν Άρτι”, τότε κέντρο του Βίκτωρα Σακκά, στην πλατεία Σκουφά. Από δεξιά : Ευάγγελος Σκουτέρης, Ιωάννης Ρούκης, Ν΄. Οικονόμου, Λάκης Διαμάντης, Μιχ. Παπάζογλου, Γρηγόρης Αρβανίτης. (Φωτο & Παρουσίαση Κ.Μπανιάς)

“Η Άρτα τότε πλην του Γυμναστηρίου και του Θεάτρου είχε και το σκοπευτήριό της. Ο κυνηγετικός Σύλλογος ο οποίος είχε πάμπολλα μέλη, διοργάνωνε καθ’ εκάστην Κυριακή το καλοκαίρι και ωρισμένας τον χειμώνα, κυνηγετικούς αγώνες εις το παρά τα Διόδια σκοπευτήριόν του, με βραβεία και διπλώματα στους νικητάς. Καλλίτεροι σκοπευταί ήσαν τότε ο Κων. Κωνσταντίνου, Χρήστος Τσέτης, Σχορτσιανίτης, Σέρρης, Γκρας και άλλοι. Άνωθεν του σκοπευτηρίου αντί σημαίας εκινείτο, αναλόγως του αέρος, η ορειχάλκινος θεά “Άρτεμις τοξεύουσα..
Το καλοκαίρι και καθ’ εκάστην Κυριακή, εις την πλατεία Σκουφά, ο φιλανθρωπικός Σύλλογος Άρτης έβγαζε ένα τοπικό λαχείο, εικοσάλεπτο. Με δυο δεκάρες έπαιρνες ένα δελτίο με 9 (ή 12;) αριθμούς. Κατά την εκκύβευσιν και την εκφώνησιν των αριθμών, εκέρδιζε εκείνος όστις έσβυνε ποιό μπροστά απ’ όλους τους αριθμούς του δελτίου του.. ο Α΄ αριθμός εκέρδιζε 1,20, ο Β΄ 1 δραχμή, και ο Γ΄ 83 λεπτά. Καθ’ όλο το απόγευμα αυτό, εγένοντο σχεδόν 10 κληρώσεις. Τα κέρδη διατίθεντο δια φιλανθρωπικούς σκοπούς. Κατά τα διαλείμματα του λαχείου, επαΐανιζε η φιλαρμονική Άρτης με μουσικοδιδάσκαλον τον Κερκυραίο Ρομποτήν..
Καθ’ εκάστην Πέμπτη και Κυριακή, εγίνετο το γνωστό χωριάτικο παζάρι. Όλες οι χωριάτισσες προελαύνουσαι εκ των τομέων Πέτα, Κομπότι, Σελλάδες, Κοστακιούς, Γλυκόρριζο, Μπάνι, Κομμένο και Συκές, κατελάμβανον εξ εφόδου τους χώρους Μονοπωλείο, Πλάτανο και Μουχούστη, πωλώντας τα προϊόντα της εποχής εις απίστευτους χαμηλάς τιμές. Όλα τα παρ’ αυτών εισπραττόμενα χρήματα τα έπαιρναν ο Ζάρας, ο Λογοθέτης, ο Σέρρης, ο Μπαρμπούτης και οι Εβραίοι επί αποδώσει ολίγων ντριλίων ρετσίνα, κεριών, τετραδίων και μοσχοκαριδίων και καμιά φορά όταν τα έσοδα ήσαν πολλά έπαιρναν και κάτι λίγα ο Μιχ. Καζάκος, ο Σούλα Μέλος, ο Κυρίτσης, ο Αγαθής και όσοι άλλοι είχαν τεντζερέδες από τον “Αϊ-Γιώργη ως τον Μουχούστη.
Αι διαφημίσεις τότε τόσον των ατμοπλοίων όσον και των ψαριών, κρεάτων, ελαίων, μπακαλιάρων και σαπώνων εγίνοντο δια μέσου των ντελάληδων. Ντελάληδες τότε ήσαν ο Γιώργης και ο Τσοκάρης. Πάν ό,τι εντελάλιζον κρατούσανε και το δείγμα στο χέρι……”(Συνεχίζεται) [Πηγή : Χρονογράφημα του Θ. Ζαχαρή, Απρίλιος του 1930].
Στη φωτογραφία του Μιχαήλ Βυζά μεταξύ 1935 – 1939 “Άποψη της Άρτας. Διακρίνεται το Κάστρο και ο ποταμός Άραχθος“. (Πηγή : http://eliaserver.elia.org.gr/)

Η ομάδα των μηχανικών της εταιρείας Boot στο μπαλκόνι του σπιτιού που έμεναν στην Άρτα το 1931. (Φωτο από αρχείο Οικογένειας Χόλτερμαν)
The team of engineers from the Boot company on the balcony of the house where they were staying in Arta in 1931. (Photo Courtesy of the Holtermann family)

Η φωτογραφία έχει τον τίτλο “Ο Wightwick στο αρχηγείο μας στην Άρτα” και απεικονίζει ένα από τα μέλη της ομάδας σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού που έμεναν οι μηχανικοί της Boot & Sons Lt. (Φωτο από αρχείο Οκογένειας Χόλτερμαν).
The photograph is titled “Wightwick at our headquarters in Arta” and depicts one of the team members in one of the rooms of the house where the engineers of Boot & Sons Ltd. were staying. (Photo Courtesy of the Holtermann family)

Oι φωτογραφίες 2 και 3 από την περιοχή της Άρτας έχουν τον τίτλο “Άποψη των βυζαντινών ερειπίων στους πρόποδες της κορυφογραμμής της Βίγλας”. Πρόκειται για τα ερείπια της ρωμαικής βίλας στη Στρογγυλή Άρτης που τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ..(Φωτο από αρχείο Οικογένειας Χόλτερμαν).
Τwo photographs of some old remains from the Holtermann archive, titled “Two Views of the byzantine remains at the foot of Vigla ridge”. These are the ruins of the Roman villa in Stroggyli in Arta, which dates back to the late 2nd and early 3rd centuries AD.(Photo Courtesy of the Holtermann Family)


“Σαν απεράσῃ το Δεκαπενταύγουστο κ’ έρθουν τα πρωτοβρόχια στρώνονται τα σιάδια και τα πλάγια με Διώχνες, άλλες κάτασπρες, άλλες κατακίτρινες, άλλες τριανταφυλλιές. Κ’ είναι οι Διώχνες τα πρώτα και τα υστερνά, απλά και ωραία στολίδια, οπού δωρίζει ο Χινόπωρος στην ηλιοκαψαλισμένη εξοχή και την καλοπιάνει. Είνε οι Διώχνες κρυφό καμάρι των λόγγων και αξετίμητο στρωσείδι του κάμπου. Κ’ ενώ η Εξοχή χαίρεται μ’ αυτές, η ψυχή μας παραπονιέται. Τες αγαπητές Διώχνες σαν αθώα και ταπεινά και ζηλεμένα μανούσια οπού είνε αλλά με ‘γγίζουν κατάκαρδα διατί είνε και βληβερό σημείο γιατ’ εμάς, γιατί είνε σύμβολο ζωντανού θανάτου. Η Διώχνη που πρωτοφαίνεται είνε η πρώτη ξαφνική μαχαιριά που μπήγει η ξεπλανίστρα Ξενιτειά στα φυλλοκάρδια της πτωχής πατρίδας μας.
Αχ, με τί θλιβερό χαμογέλιο τις πάνουν στα χέρια τους, τις μυρίζονται και τις βάνουν μπρος στο φόρεμά τους τα ταξειδιάρικα παλληκάρια του χωριού! Βήκαν οι Διώχνες, ακούς στο χωριό, κ’ είναι ο λόγος αυτός το λυπηρό μήνυμα της μητρυιάς Ξενιτειάς, που μας φωνάζει στη φαρμακερή αγκαλιά της.
Βήκαν οι Διώχνες ακούς στο χωριό, κ’ είναι πικρός, πολύ πικρός ο λόγος αυτός. Και γλέπεις όλην τη χώρα σιωπηλή και μαραμένη, τις γυναίκες με τα μαντήλια τους χαμηλωμένα ως τα μεσοδακρυσμένα μάτια τους, τα παιδιά συλλογισμένα δεν παίζουν, και τους ταξειδιώτες με κρυφό παράπονο και με ψεύτικο θάρρος ετοιμάζονται πάλι για τα μακρινά, ξελαγαρίζουν τους λογαριασμούς τους, αγοράζουν τα χρειαζούμενα του σπιτιού, κάνουν τις τελευταίες εγκάρδιες αντάμωσές τους, και συντάζονται από δευτέρα σε τετράδη κι από τετράδη σε παρασκευή για να κινήσουν στα ξένα. Αχ, πόσο πικρές, πόσο θλιβερές είναι αυτές οι μέρες, που αφίνουν τα παιδιά την καρδιά τους εδώ και ξενιτεύονται στις Μοίρας τους τα γραφτά. Αυτές είναι μέρος θανάτου και κάτι παραπάνω, γιατί καθώς λέγει το παραπονεμένο αχείλι της πατρίδας μας, «παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος και ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει…».
Και κινούν οι ταξειδιώτες άλλοι αντάμα άλλοι ξεχωριστά και φεύγουν από ένας ένας όλοι οι καλοί χωριανοί κι’ απομνήσκουν μοναχές και πικραμένες οι φαμηλιές τους, έρμο το καημένο χωριό, άδεια τα στασείδια της εκκλησίας και το γελαστό μεσοχώρι βωβό με τον παντοτινό πλάτανό του μοναχά, τον πλάτανο αυτό που τον ζηλεύουν τόσοι γιατί μεγαλώνει και καλοζάει πάντα στον τόπο που φυτεύθηκε. Κι απομνήσκουν στο χωριό γυναικόπαιδα μαραμένα και λίγοι θεοφοβούμενοι γερόντοι συλλογισμένοι, που ζουν με παλαιές γλυκόπικρες ενθύμησες και μ’ έναν ανυπόμονον κρυφόν καημό… σαν ο προφήτης Συμεών· και κατόπιν να πουν σαν εκείνος το «νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα…..».
Και πάνουν οι λεβέντες να κερδίσουν στα μακρυνά, όπου τους ρίξῃ η τυφλή τύχη τους, για να φέρουν εδώ στο φτωχό χωριό που βρέθηκαν και να ζήσουν με τους αγαπημένους των με τιμή και με υπόληψιν και κάθονται χρόνια πολλά και τραβούν χίλια δύο βάσανα και πάθηα. Τι να κάνουν, είνε κακή η ανάγκη. Στα ξηρικά και στενοσύνορα χωριά μας είναι δύσκολη ή ζωή. Καλότυχοι όσοι στον τόπο που γεννήθηκαν μπορούν να καλοζήσουν τίμια με τα βιοτά τους, με την τέχνην τους, με τα γράμματά τους. Μόν’ η στιγμή του ξεχωρισμού που και τα δέντρα ξεριζώνονται τί κοστίζει στους ταξειδιώτες και στους αγαπημένους τους.
Και μ’ όλα ταύτα δεν αφίνεται η πατρίδα εύκολα για πάντα, και δεν μπορούμε να ξεκάνουμε απ’ αυτή μ’ όσα καλά κι αν βρούμε στα ξένα. Είνε από Θεό ευχή ή κατάρα — δεν ξέρω τί να το πώ – να μας τσιμπάῃ η καρδιά γι’ αυτή τη φωλιά που γεννηθήκαμαν, όσο φτωχή και τιποτένια κι αν είνε !
Βήκαν οι Διώχνες στη διώχνω πατρίδα μας! Ώρα καλή σας, πουλιά ταξειδιάρικα, είνε κακός ο αγώνας της ζωής· όπως θέλουμε δε μπορούμε να ζήσουμε κι όπως μπορούμε δε θέλομε. Ο Χριστός κ’ η Παναγία να σας βοηθούν με το καλό να πάτε, πολλά να καζαντήσητε και γλήγορα να ρθήτε….” (Χρονογράφημα του Δ.Σ. στην εφημερίδα “Φωνή της Ηπείρου”, 23 Σεπτεμβρίου 1894″
Στη φωτογραφία ” Διώχνες που μόλις ξεπρόβαλαν στο Γάβρογο……”.

1960 : Ο τυροκόμος Ηλίας Μάκης (αριστερά) μαζεύει τη μυζήθρα (γκίζα) από το βρασμένο τυρόγαλο με μια συρμάτινη απόχη. Δεξιά διακρίνεται ο βοηθός του Σπύρος Βασιλείου, από το Βαθύπεδο. (Φωτο από αρχείο Ελένης Μάκη – Μπάφα, όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα του Ι. Ζιώγα, ΣΥΡΡΑΚΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,Ιωάννινα, 2006).

“Βάφτιση στα κονάκια των νομάδων από το Βαθύπεδο στη Σκαλοπούλα Μαυροβουνίου στη Βίγλα Άρτης το 1955. Η βάφτιση της Αικατερίνης Ι. Πλατσούκα. Στη φωτογραφία φαίνονται ο πατέρας Γιάννης Πλατσούκας και η μητέρα Φερενίκη, τα αδέλφια της Κώστας και Ηλίας, ο παπα -Βελισσάριος από τη Βίγλα, ο Νικόλαος Θεοδώρου, η Σπυριδούλα Καράλη, η Λούλα Ν. Σκαμαντζούρα, ο Χρήστος Θεοδώρου, η Ανθούλα Ν. Πλατσούκα και η Μαρία Λ. Καράλη”. (Αρχείο Γεωργίου Γ. Καράλη όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Νίκου Καρατζένη “ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Άρτα, 1991).

“Προσβάλα” ήταν το παλιό όνομα του χωριού για το οποίο ο Κ. Κρυστάλλης γράφει: “Η Προσβάλα είναι μικρή αποικία του Συρράκου που βρίσκεται μέσα στη χαράδρα, δεξιότερα και πιο ψηλά από την Κράψη, και δε βλέπει τίποτε άλλο εκτός από τα άγρια βράχια γύρω της κι ένα κομμάτι ουρανό πάνω της, ακούει μόνο τη βοή του ορμητικού ποταμιού της που πέφτει στον Άραχθο και το φτεροκλάγγισμα των μεγάλων αετών των κορυφών της Πίνδου. Οι κάτοικοί της μιλούν τη Βλάχικη και την Ελληνική κι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία”.
Ο ιερέας Σπυρίδων Νάκας σημειώνει ότι: “ο διαχωρισμός τυπικός και ουσιαστικός της Προσβάλας από την κοινότητα του Συρράκου έγινε στα 1850 – 70 κι από τότε το χωριό διοικούνταν από δημογέροντες”. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι νομάδες κτηνοτρόφοι του χωριού είχαν περίπου 6000 γιδοπρόβατα, μέχρι τα προπολεμικά χρόνια 4500, ενώ σήμερα μόνο 1000 γιδοπρόβατα είναι νομαδικά. Εκτός από την κτηνοτροφία οι Βαθυπεδιώτες είχαν σαν ασχολία την τυροκομική, την επεξεργασία του ξύλου και πολλοί ήταν αγωγιάτες.
Τέσσερις ήταν οι στάνες του χωριού, τα ξεκαλοκαιριά ή μαντριά, όπως τα έλεγαν οι νομάδες κτηνοτρόφοι. Το Σπανό και το Μπρίκο όπου βοσκούσαν περίπου 2500 πρόβατα, οι Μουσχάδες και το Κελάρι που “έτρωγαν ” περίπου τον ίδιο αριθμό αιγοπροβάτων. Στο Σπανό και στο Κελάρι προπολεμικά έμπαιναν γαλατάδες, “έβαναν στάνη” και οι κτηνοτρόφοι από το Μπρίκο κουβαλούσαν το γάλα στο Σπανό, ενώ από τους Μουσχάδες το πήγαιναν στο Κελάρι. Σήμερα υπάρχουν δυο μαντριά” στα ξεκαλοκαιριά του Βαθυπέδου: Το Κελάρι και το
Σπανό.
Οι τσελιγκάδες του χωριού, που μνημονεύει η παράδοση κατά τους δυο τελευταίους αιώνες είναι:
Βασιλείου Βασίλης Χρ., Βασιλείου Παναγ. Χρ., Θεοδώρου Γιώργος Δημ., Θεοδώρου Γιάννης Ευαγγ., Θεοδώρου Γιώργος Σπυρ., Θεοδώρου Γιάννης Κων/νου, Θεοδώρου Λάζαρος Γιάννη, Θεοδώρου Χρήστος Λάμπρο, Καράλης Χαράλαμπος Κων., Καράλης Γούλας, Μπάφας Βασίλης Κων/νου, Μπάφας Κώστας Δημ., Μπάφας Κων/νος Γιάννη, Μπάφας Αναστασ. Κων/νου, Μπάφας Σπυρ. Χρηστ., Νάκας Γιάννης Παναγ., Μίχας Κώστας, Πλατσούκας Ευάγγελος Γιάννη, Πουλιάνος Βασίλης Δημ., Σκαμαντζούρας Λάζαρος Ντούλα, Στεργίου Ηλίας Χρήστου, Στεργίου Ευάγγελος Κων/νου.
Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν να “τελαλίζει” τα πρόβατά του, ο τσέλιγκας εκείνος που τα έφτανε 1000. Πλήρωνε κάποιον τελάλη να διαλαλήσει στους δρόμους του χωριού ή της πόλης λέγοντας “ο τάδε… τα χίλιασε, τα μύριασε, να τα φάει να μην τον φαν”. Ο Κώστας Μπάφας με τ’ αδέρφια του που ξεχείμαζε στη Στριβίνα Άρτας, τα τελάλισε στα Γιάννινα. Βαθυπεδιώτες κτηνοτρόφοι που είχαν μόνο γίδια, αναφέρονται:
Βασιλείου Παναγ. Χρήστου, Θεοδώρου Χρήστος, Πουλιάνος Βασίλης Δημητρ.
Τα πιο συνηθισμένα χειμαδιά των νομάδων του Βαθυπέδου ήταν ο κάμπος της Άρτας, η Στριβίνα (Καμπή) κι η περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου σήμερα είναι εγκατεστημένοι μόνιμα πολλοί κάτοικοι του χωριού, ενενήντα περίπου οικογένειες”. (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο ” Βλαχοξεκίνημα για τα βουνά : Ο Βαθυπεδιώτης Γιάννης Θεοδώρου με τη γυναίκα του και τα εγγόνια του το Μάη του 1952, φεύγουν από το Μαυροβούνι Άρτας για το Βαθύπεδο”. (Αρχείο Γεωργίου Γ, Καράλη).

Το Γεφύρι της Πλάκας σε πίνακα του Τάκη Βαφιά. (Από τη συλλογή της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα).
