P. Quillard – “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE” (2ο μέρος)

Ο Pierre Quillard, ανταποκριτής του περιοδικού “L’lllustration” στον πόλεμο του 1897, καταγράφει την εμπειρία του στο τεύχος n° 2823 (3-4-1897), σσ. 255. Η συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης με τίτλο ” ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ”.

“………Σε απόσταση 500 μέτρων από τον οικισμό, κοντά στη θάλασσα, σε λιθόστρωτες επιφάνειες με άγριες ελιές, είναι στρατοπεδευμένοι πέντε με έξι εκατοντάδες άντρες πεζικού, σχεδόν όλοι από την Κέρκυρα. Οι περισσότεροι μιλούν γαλλικά ή ιταλικά εκτός από τη μητρική τους γλώσσα· έχουν περισσότερες επαφές με τη Δύση, αλλά σκέφτονται μόνο τη Μεγάλη Ιδέα. Πολλοί θέλουν να με συνοδεύσουν για να φτάσουν νωρίτερα στα σύνορα και ρωτούν συνεχώς τους ανωτέρους τους γιατί δεν τους στέλνουν αμέσως στην Άρτα. Ωστόσο, παρά την αναμονή, την υπερένταση και τον εκνευρισμό, δεν σημειώνεται καμία φιλονικία, καμία σύγκρουση μεταξύ αυτών των σχεδόν ανεπιτήρητων ανδρών· και είναι θαύμα, γιατί ο Έλληνας είναι κατά κανόνα φιλέρις και κυρίως θορυβώδης· έχει εφεύρει αντίστοιχες βρισιές με τις ομηρικές («σκυλομάτης», «καρδιά ελαφιού»), και για να μην τις χρησιμοποιεί σε τέτοιες κατάλληλες περιστάσεις, σημαίνει πως έχουν πραγματικά αλλάξει οι συνήθειές του. Το ίδιο και με την εγκράτειά του· ενώ είναι ουσιαστικά νηφάλιος, κάποιες φορές τιμά ιδιαίτερα το κρασί και το ρακί· τώρα όμως απέχει σταθερά, και ούτε στην Ήπειρο ούτε στη Θεσσαλία, ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες, δεν συνάντησα ούτε έναν μεθυσμένο.

Από το Καραβασσάρα στην Άρτα – Κυριακή 21 Μαρτίου, από τις 3 έως τις 9 το βράδυ

Το ταχυδρομικό όχημα αναχωρεί περίπου την προγραμματισμένη ώρα. Ακολουθούμε έναν δρόμο καρφωμένο στο βράχο κατά μήκος της θάλασσας, στην πλαγιά των βουνών που προεξέχουν γεωμετρικά σε ημικύκλια. Δεν υπάρχει στηθαίο· με το παραμικρό, το όχημα θα κατρακυλούσε στα πράσινα ή ρόδινα νερά, ανάλογα με το βάθος και τη γωνία του φωτός, ή θα κρεμόταν στους θάμνους από άγουρες βελανιδιές, άφυλλες αγριοτριανταφυλλιές και ήδη ανθισμένες μοσχοϊτιές. Το σκηνικό του Αμβρακικού κόλπου ξετυλίγεται στην πλήρη ομορφιά του, και στην απέναντι όχθη, οι παράλληλες κορυφές των ολοένα και ψηλότερων βουνών εμφανίζονται γαλάζιες, μωβ, χρυσαφένιες και χιονισμένες. Προσπερνάμε μία-μία τις πυροβολαρχίες που έφυγαν από το Καραβασσάρα το πρωί, και αναρίθμητους εφέδρους που επιστρέφουν στις μονάδες τους βήμα το βήμα, ζωηροί και ευλύγιστοι, με το σταθερό και τολμηρό βήμα των βουνίσιων. Σταματούν για λίγα λεπτά στα χάνι, πίνουν λίγο φρέσκο νερό, στρίβουν ένα τσιγάρο και ξαναφεύγουν, κουβαλώντας στον ώμο τους τον λιτό τους εξοπλισμό δεμένο στο ραβδί από οξιά. Ακόμη και όταν πέφτει η νύχτα, συναντάμε άντρες που τρέχουν στον δρόμο, βιαστικοί για την Άρτα.

Στην Άρτα, όπως και σε όλες τις παραμεθόριες πόλεις, είναι επικίνδυνο να βασιστεί κανείς στον εαυτό του για διαμονή και τροφή· ο κύριος Ξανθόπουλος φρόντισε ευγενικά να μου ετοιμάσει κατάλυμα. Δεν ξαφνιάζομαι πλέον όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο που έχει γύρω – γύρω ντιβάνια που χρησιμεύουν και σανc κρεβάτια, και βλέπω στον τοίχο, ανάμεσα σε άλλες χρωμολιθογραφίες στις συνηθισμένες θέσεις τους, τα πορτρέτα του Τσάρου Νικολάου Β’ και του Κάιζερ Γουλιέλμου να κρέμονται ανάποδα, ατιμασμένα. Αυτός είναι ο νέος κανόνας σε όλα τα ελληνικά σπίτια, όταν δεν τα γυρίζουν καν προς τον τοίχο από υπερβολικό εκδικητικό αίσθημα. Το μίσος για τους Σλάβους και τους Γερμανούς αυξάνεται κάθε φορά που οι εφημερίδες ανακοινώνουν την αποστολή Γερμανών αξιωματικών στην ηγεσία των τουρκικών στρατευμάτων στη Μακεδονία ή τη ρίψη ρωσικών τορπιλών στον Θερμαϊκό για να βυθίσουν ελληνικά θωρηκτά.

Άρτα. Το χωριό Πέτα. Η γέφυρα της Άρτας. Ένας Αλβανός, Τούρκος πρόξενος.

Δευτέρα 21 και Τρίτη 22 Μαρτίου. Το πρωί της Δευτέρας, ο υπολοχαγός Μεταξάς έρχεται να με πάρει· πριν δω την ίδια την Άρτα, θα επισκεφθούμε μαζί το χωριό Πέτα, μιάμιση ώρα απόσταση, όπου είναι στρατοπεδευμένο ένα τάγμα ευζώνων. Εδώ, ακόμα περισσότερο από τη Θεσσαλία, η εικόνα του πολέμου κυριαρχεί στο βλέμμα. Ο Άραχθος, εύκολα διασχίσιμος, αποτελεί το σύνορο· μέσα στην κοίτη του ποταμού, απέναντι από τις τουρκικές πυροβολαρχίες, οι Έλληνες πυροβολητές κάνουν ασκήσεις με τα κανόνια· στις στροφές των δρόμων, οι μηχανικοί στρατιώτες φτιάχνουν αναχώματα και πρόχειρα καταλύματα για το πεζικό· εδώ κι εκεί, με το φυσιγγιοθήκη στο χώμα, τη δερμάτινη ζώνη γεμάτη σφαίρες πάνω από τη μάλλινη κάπα τους, έφεδροι με φουστανέλα κάθονται γύρω από το λιτό τους γεύμα: ψωμί, κρεμμύδι και καθαρό νερό από το γαλακτερό ρεύμα του Άραχθου.

Φτάνουμε γύρω στις δέκα στο Πέτα· το χωριό είναι γαντζωμένο επάνω σε απόκρημνα βράχια, απ’ όπου ξεδιπλώνεται όλη η κοιλάδα του Άραχθου και η πεδιάδα της Άρτας. Το 1822, τετρακόσιοι φιλέλληνες ξένοι έπεσαν εκεί για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, σε μια σύγκρουση με χιλιάδες Τούρκους· στην κορυφή της πιο ψηλής ράχης έχει ανεγερθεί μνημείο στη μνήμη τους: μια απλή τετράπλευρη κατασκευή, όπου είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Ο Α. Leblond, χαράκτης στο Παρίσι, οδός de la Perle, σκάλισε επάνω της τα ονόματα των αρχηγών της φιλελληνικής λεγεώνας που έπεσαν ηρωικά στη φονική μάχη του 1822, και των οποίων το χώμα της Ηπείρου σκεπάζει τις λιονταρίσιες καρδιές. Η επιγραφή απαριθμεί, πλάι στον Ολλανδό Rodolf Chontisman, Γερμανούς, Ιταλούς, Δανούς, Πολωνούς, Ελβετούς, και στην κορυφή της λίστας τους εννέα Γάλλους: Αντρέ Ντάρια, Μανακ, Βιέλ, Σιοβασαίν, Ανρί Μπέγερμαν, Γκισκάρ, Φρελέν, Σεβέν, Ντεμπυσσί.

[Εδώ επιτρέψτε μου να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τη φιλόφρονη υποδοχή που δέχθηκα τόσο στη Λάρισα όσο και στην Άρτα από τον στρατηγό Μακρή και τον συνταγματάρχη Μάνο, τους υπολοχαγούς Καψαμπέλη, Μπάρα, Τρικούπη και Μεταξά.]

Κάθε πέτρα αυτού του τόπου έχει βαφτεί με αίμα· η μνήμη των περασμένων αγώνων παραμένει ζωντανή. Όταν οι εύζωνοι χορεύουν στην πλατεία του χωριού, τραγουδούν ένα πολεμικό άσμα με μονότονο ρυθμό και άγρια χροιά· επικαλούνται την ψυχή των προγόνων, χτυπώντας τη γη με το πόδι, κι οι κινήσεις τους μιμούνται τη μάχη και τη νίκη· όταν χορεύουν οι εύζωνοι, μου λένε οι γύρω, οι Τούρκοι φοβούνται.

Κι όμως, δεν είναι ο ελάχιστος κίνδυνος της σημερινής κατάστασης αυτή η εγγύτητα, η άμεση επαφή των εχθρικών δυνάμεων στα σύνορα. Κι από τις δύο πλευρές, με ένα τηλεσκόπιο μπορεί κανείς να παρακολουθεί τις ετοιμασίες για τον πόλεμο. Στην Άρτα, οι αφορμές για συγκρούσεις και αιματηρά επεισόδια είναι ακόμη πιο συχνές: Τούρκοι και Έλληνες μοιράζονται μια γέφυρα επάνω στον Άραχθο, με τα σύνορα να περνούν από την καμάρα που ακουμπά πιο κοντά στη νησίδα της οθωμανικής όχθης. Στα δυο άκρα της γέφυρας έχουν εγκατασταθεί μόνιμα φυλάκια· κι ακόμη και σε καιρό ειρήνης, η διάβαση απαγορεύεται μετά τη δύση του ήλιου. Μια μέρα, Έλληνες αξιωματικοί με συνόδευσαν ως την άλλη όχθη, κι εκεί ήπιαμε μπίρα με τον Οθωμανό πρόξενο της Άρτας (πρόκειται για τον Ρεσούλ Εφέντη, Αλβανός εξ Αργυροκάστρου)· δεν έκρυψε τον βαθύτατο του περιφρόνηση για τους Έλληνες και, με κάποιες επιφυλάξεις, παραδέχτηκε παρόμοια αισθήματα και για τους Τούρκους· η δική του φυλή, όπως διαβεβαίωνε, είναι απείρως ανώτερη από τις δύο άλλες· ήταν κυρίαρχη της χώρας πολύ πριν από τους Έλληνες, αφού είναι – ποιος μπορεί να το αγνοεί; – πελασγικής καταγωγής και μιλά την αρχαιότερη γλώσσα της Ευρώπης.

Η ώρα ήταν πολύ περασμένη για να μπούμε σε φιλολογικές ή εθνογραφικές συζητήσεις· μα δεν ξέρω αν ο σουλτάνος μπορεί να στηριχθεί στην αφοσίωση υπηκόων που καμαρώνουν πως δεν έχουν πατήσει ποτέ στην Τουρκία, θεωρούν εαυτούς γνήσιους αυτόχθονες και προφέρουν πάντα με ευλάβεια το όνομα του Αλή πασά του Τεπελενλή. Κι αν ακόμη οι αξιώσεις τους για αριστοκρατική καταγωγή μένουν ατεκμηρίωτες, η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους θα τους ωθούσε πρόθυμα να διεκδικήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Μονάχα το μίσος τους για τους Έλληνες τους συγκρατεί στην οθωμανική επικυριαρχία, της οποίας απολαμβάνουν τα οφέλη, δίχως να υφίστανται τις πιο οδυνηρές συνέπειες.

Αποχαιρετώ τον πρόξενο και επιστρέφω στην πόλη με το ηλιοβασίλεμα· ο Άραχθος κυλά ειρηνικά ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες· το βράδυ απλώνεται στις πεδιάδες και στην χιονισμένη κορυφή των Τζουμέρκων. Από την ελληνική πλευρά, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο όπου ο Αλή πασάς συνήθιζε να κρεμά τους εχθρούς του, κάθονται χωρικοί και στρατιώτες· σχολιάζουν τις τελευταίες ειδήσεις: λένε πως η Κρήτη πρόκειται να μεταβληθεί σε ημιαυτόνομη χώρα, διοικούμενη από τον πρίγκιπα Γεώργιο, που θα γινόταν κάτι σαν υπάλληλος των Τούρκων. Και ακούω λόγια οργής: «Η δυναστεία θα εκδιωχθεί με λιθοβολισμό· οι Ρώσοι θέλουν να μας αφανίσουν· θα κάμουμε επανάσταση.»

Μέσα σε αυτό το ταραγμένο πλήθος, η γαλήνια ομορφιά των πραγμάτων σχεδόν χάνεται, κι είναι σαν και η ίδια η παράδοση, σ’ αυτή τη γη των μαχών, να είναι ποτισμένη με αίμα. Μου έρχεται τότε στον νου ένα δημοτικό τραγούδι· είναι σκληρό και τραγικό.

Όταν χτιζόταν το γεφύρι της Άρτας, σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα μαθητάδες εργάστηκαν μάταια τρία ολόκληρα χρόνια, χωρίς να μπορέσουν να σηκώσουν την πρώτη καμάρα. Τότε ο Πονηρός προειδοποίησε τον πρωτομάστορα πως δεν θα τελείωνε ποτέ το έργο του, αν δεν έκλεινε στη λιθοδομή ένα ανθρώπινο πλάσμα· όχι ξένο, όχι ορφανό, ούτε τυχαίο περαστικό, αλλά τη δική του όμορφη γυναίκα, που ερχόταν εκείνη την ώρα για να φέρει το δείπνο. Η καρδιά του άντρα συντρίβεται· κι όμως, όταν η γυναίκα φτάνει, τη συλλαμβάνει, κι η συντροφιά φέρνει τον ασβέστη και τη λάσπη, κι εκείνος ο ίδιος ρίχνει τη βαριά πέτρα… Το θύμα ξεσπά σε κατάρες:

«Μία αδελφή μου πήρε τον Δούναβη κι άλλη την Αρλόνα·
κι εγώ, η πιο δυνατή, πήρα το γεφύρι της Άρτας·
να τρέμει η καρδιά μου, και να τρέμει το γεφύρι,
να πέφτουν τα μέλη μου, και να πέφτουν οι διαβάτες…»

— «Γυναίκα, άλλαξε τα λόγια σου· πες άλλες κατάρες·
έχεις μονάχα έναν αδελφό, πρόσεξε μη χτυπηθεί κι έρθει να περάσει από δω…»

Κι εκείνη άλλαξε τα λόγια της και έπλεξε άλλες κατάρες:

«Σιδερένια η καρδιά μου, σιδερένιο το γεφύρι.
Σιδερένια τα μέλη μου, σιδερένιοι οι διαβάτες.
Έχω έναν αδελφό μακριά· να μη χτυπηθεί και μη βρεθεί να περάσει από δω…»

Η ίδια παράδοση συναντάται και στους Ρουμάνους, και στο λαϊκό τραγούδι άλλων λαών· μα δεν είναι τάχα, στους τελευταίους αυτούς στίχους, η ίδια η έκφραση της ελληνικής ψυχής, που, ανάλογα με τους καιρούς, ξεσπά σε φλογερές εξεγέρσεις ή υπομένει τα δεινότερα βάσανα, αδάμαστη και ηρωική, με καρδιά από σίδερο;

Άρτα, 1η Μαρτίου 1897
Πιερ Κουιγιάρι” [Πηγή : “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE”, P. Quillard , “L’lllustration”, n° 2823 (3-4-1897), σε μετάφραση Α. Καρρά]

Μπορείτε να διαβάσετε το 1ο μέρος στο λινκ https://doxesdespotatou.com/p-quillard-sur-la-frontiere-depire-1o-meros/

Στη φωτογραφία ” Ο Οθωμανός πρόξενος της Άρτας και ένας Τούρκος αξιωματικός πίνουν μπύρα με Έλληνες αξιωματικούς κοντά στο τουρκικό φυλάκιο”. Είναι ένα από τα 4 σκίτσα που συνοδεύουν το κείμενο του P. Quillard στο περιοδικό “L’lllustration”.

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 | Σχολιάστε

Η Κούλια στο Πλατύ Κομποτίου….

Στην περιοχή του Κομποτίου, εκεί όπου χαράχτηκαν τα πρώτα σύνορα του ελληνικού κράτους το 1832, δεσπόζει η παλιά τουρκική κούλια, ένα πέτρινο οχυρό που έμελλε να γίνει σιωπηλός μάρτυρας της Ιστορίας. Χτισμένη για να εποπτεύει τον δρόμο και να προστατεύει την περιοχή, η κούλια υπήρξε για δεκαετίες σημείο αναφοράς σε έναν τόπο όπου συναντήθηκαν διαφορετικοί κόσμοι και πολιτισμοί. Με τους αιώνες να αφήνουν τα σημάδια τους πάνω στις λιθόχτιστες πλευρές της, η παρουσία της παραμένει επιβλητική, θυμίζοντας στους νεότερους τις θυσίες και τις αγωνίες που συνόδευσαν τη γέννηση της νεότερης Ελλάδας.

Δυστυχώς, οι έντονες βροχοπτώσεις του Μαΐου προκάλεσαν την κατάρρευση τμήματος του μνημείου, αποκαλύπτοντας τη φθορά που σωρεύει ο χρόνος και τον κίνδυνο της οριστικής απώλειας. Η εικόνα αυτή δεν αποτελεί μόνο πληγή για το τοπίο του Κομποτίου, αλλά και προειδοποίηση για την ανάγκη άμεσης μέριμνας και προστασίας. Η κούλια δεν είναι απλώς ένα ερείπιο· είναι κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης, ένα ζωντανό τεκμήριο που συνδέει την τοπική ιστορία με την εθνική πορεία. (Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τις κούλιες στην περιοχή της Άρτας στο λινκ https://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=platy)

Στη φωτογραφία “Άποψη της κούλιας από τον δρόμο όπου φαίνεται το τμήμα που έχει καταρρεύσει πρόσφατα….”

Δημοσιεύθηκε στη Ό,τι έχει απομείνει απ’ την Άρτα του χτες….. | Σχολιάστε

Στην πλατεία Κομποτίου….το 1955!

“Κουρείς. Το οικογενειακό επάγγελμα-τέχνη,  των Τσιωνέων. Ο μπάρμπα Πάνος  Τσιώνος στην μέση καθιστός, αριστερά του ο Σπύρος  Αντωνίου και δεξιά του….; Ο Λάμπρος Τσιώνος πίσω,  όρθιος. Στην δεκαετία του 2000-2010, συνταξιούχος και πρίν αποβιώσει στα 82 του ο μπάρμπα Λάμπρος, είχε το περίφημο   “προβατίν’ κουρείο” στα χωράφια. Εδώ  στα νιάτα του στην πλατεία στο Κομπότι. Ήταν ο μάγος του ψαλιδιού!!!” (Πηγή φωτογραφίας & Σχολίου : ΚΟΜΠΟΤΙ ΚΑΠΟΤΕ https://kompoti-artas.blogspot.com/)

Δημοσιεύθηκε στη Τα χωριά γύρω από την πόλη | Σχολιάστε

ΤΟ ΜΗΤΡΩΟΝ ΑΡΡΕΝΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΟΜΠΟΤΙ, ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΕΤΑ , ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΡΤΗΣ, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡΤΗΣ (καταρτισθέν εν έτει 1884). Γεννηθέντες τα έτη 1853 – 1857

Πρόκειται για το Μητρώο Αρρένων του Κομποτίου, καραρτισθέν εν έτει 1883. Το Μητρώο φυλάσσεται στα ΓΑΚ Άρτης. (Πηγή ΓΑΚ Άρτης).

Έτος 1853

Έτος 1854

Έτος 1855

Έτος 1856

Έτος 1857

Δημοσιεύθηκε στη Η Απελευθέρωση το 1881 | Σχολιάστε

Εκδρομή στην Άρτα…

Μάιος 1953, Μια παρέα εκδρομέων στην Άρτα, ποζάρει χαμογελώντας στον φακό του φωτογράφου. (Πηγή : Εκδρομικές φωτογραφίες Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Η Γέφυρα της Άρτας στο βιβλίο του J. I. M. Steward 

Τις τελευταίες μέρες γίνεται έντονη συζήτηση γύρω από τα οργανωμένα τουριστικά ταξίδια στην Άρτα και την ανάδειξη της πόλης ως πολιτιστικού προορισμού. Η ιστορία, η παράδοση και τα μνημεία της, όπως το περίφημο γεφύρι, βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο της προσοχής. Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε πως η Άρτα είχε ήδη εμπνεύσει ξένους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Στο διήγημα The Bridge at Arta του J. I. M. Stewart, το τοπίο και τα μνημεία της πόλης δεν παρουσιάζονται απλώς ως αξιοθέατα, αλλά λειτουργούν ως σκηνικό για να αναδειχθούν οι ανθρώπινες σχέσεις, οι μνήμες και οι ανατροπές που κουβαλούν οι ήρωες. Αν και ο τίτλος παραπέμπει στο θρυλικό γεφύρι της Άρτας, με τον γνωστό μύθο του, η αφήγηση δεν επικεντρώνεται σε αυτόν. Αντίθετα, το ταξίδι στην Ήπειρο προσφέρει την αφορμή για ένα παιχνίδι ανάμεσα στην ιστορία, την ταυτότητα και την ανθρώπινη μνήμη.

Για να πάρουμε μια γεύση από το ύφος και το πνεύμα του έργου, ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σε μετάφραση: «…Είχε οργανώσει μια τέτοια επίσκεψη το βράδυ πριν φτάσουν στην Άρτα. Η Άρτα, όπως αποδείχθηκε, ήταν ποτισμένη με ιστορία – κυρίως εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Παντού ξεπρόβαλλαν μικρές εκκλησίες, σαν ένας χορός δευτεραγωνιστών γύρω από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια. Η Παναγία η Παρηγορήτισσα – που, όπως του είχαν πει, σήμαινε η Παναγία της Παρηγοριάς – ήταν ένα παράδοξο δημιούργημα του δέκατου τρίτου αιώνα· τόσο παράδοξο, που εύκολα θα μπορούσε κανείς να το μπερδέψει με τράπεζα και να προσπαθήσει να εξαργυρώσει εκεί τις ταξιδιωτικές του επιταγές. Μα, μπαίνοντας σε εκείνον τον αλλόκοτο κυβόσχημο όγκο, βρίσκονταν μπροστά σε μια γυμνή αρχιτεκτονική, ασυνήθιστα τολμηρή και συγκλονιστικά ξένη. Ένας ξεναγός θα τους περίμενε εκεί, έτοιμος να τους κατακλύσει με πληροφορίες.
Και δεν ήταν μόνο αυτό· με τα κυκλώπεια τείχη, το παλάτι του Έλληνα μητροπολίτη, μαζί με τα τζαμιά και τις συναγωγές, η μέρα τους μετά την άφιξη θα ήταν γεμάτη τρεχάματα, αν είχαν διάθεση. Έτσι, του φάνηκε καλή ιδέα να κατευθυνθούν πρώτα προς το περίφημο γεφύρι, πριν πάνε στο ξενοδοχείο.
“Είναι τόσο σπουδαία αυτή η γέφυρα;” ρώτησε μία από τις κυρίες-βοτανολόγους. Οι γέφυρες δεν την συγκινούσαν, μα είχε μάθει να σέβεται καθετί που έφερε αρκετά αστεράκια στους ταξιδιωτικούς οδηγούς Baedeker ή Michelin.
“Έχει το ενδιαφέρον της,” απάντησε ήπια ο καθηγητής Μπος-Μπέικερ. “Ο ποταμός, ξέρετε, είναι ο αρχαίος Άραχθος. Κι όχι πριν πολύ καιρό – ή, τέλος πάντων, όχι πολύ καιρό σύμφωνα με τα μέτρα του χρόνου σε αυτά τα μέρη – αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η γέφυρα είναι τουρκική κατασκευή, αν και το γεγονός αυτό μάλλον αποσιωπάται από τους ντόπιους.”…» (Πηγή : The Bridge at Arta, J.I.M. Stewart, W. W. Norton, 1981)

Στη φωτογραφία, καρτ – ποστάλ με το “Το Γεφύρι της Άρτας”, Εκδότης Α. Μπεζές. (Πηγή : Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη)

…κι εδώ το εξώφυλλο του βιβλίου.

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

Ε.Π.Σ.ΑΡΤΗΣ – ΕΘΝΙΚΗ ΝΕΩΝ

Από δεξιά : Αναστάσιος Τσαμπάς, Απόστολος Πατέντας (Αρχηγός – Άσσος της ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ), Δημήτριος Νούλας, Γεώργιος Βαίτσης (ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ – ΠΑΝΑΧΑΙΚΗ), Μάχος Τσιάφης (ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ). [Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς]

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Οδός Βασιλέως Πύρρου!

Η οδός Βασιλέως Πύρρου το 1952. Πίνακας σε λάδι του Τάκη Βαφιά, από την συλλογή της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα.

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα | Σχολιάστε

Ανάμεσα σε ερείπια και θρύλους: Η Άρτα του Patrick Leigh Fermor!

Ο Patrick Leigh Fermor (1915–2011), Άγγλος συγγραφέας και φιλέλληνας, υπήρξε ήρωας της Αντίστασης στην Κρήτη και αργότερα ένας από τους σημαντικότερους ταξιδιωτικούς συγγραφείς για την Ελλάδα. Έζησε πολλά χρόνια στη Μάνη και αποτύπωσε μοναδικά τον ελληνικό χώρο στα έργα του Mani (1958) και Roumeli (1966). Στο τελευταίο, σε ένα σχεδόν άγνωστο πέρασμά του από την Άρτα, γράφει:

«Από τις καλαμιές και τις αποικίες των ερωδιών στον Αμβρακικό φτάσαμε στο μεγάλο γεφύρι της Άρτας, με τα πολλά του τόξα, που εδώ και αιώνες κρατάει ενωμένες τις όχθες. Εδώ σταθήκαμε μερικές μέρες, μέσα στο ασταμάτητο κόασμα των βατράχων, να περιδιαβούμε και να διαβάσουμε.

Η Άρτα, που άλλοτε γνώρισε λαμπρότητες όταν ήταν πρωτεύουσα των Δεσποτών της Ηπείρου, κουβαλάει ακόμη τα σημάδια της παλιάς της δόξας. Σπασμένα φράγκικα τείχη και πελώρια ερείπια στέκουν δίπλα σε εκκλησίες γεμάτες βυζαντινά ψηφιδωτά· μικρά στολίδια μέσα σε έναν τόπο που μοιάζει να κοιμάται.

Το γεφύρι της, όμως, είναι εκείνο που δίνει στην πόλη την ψυχή της. Η παράδοση θέλει το γεφύρι να στεριώθηκε μόνο με τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα — μια ιστορία που μιλιέται ακόμη στις αυλές και στα καφενεία, σαν να έγινε χθες. Όταν το κοιτάς, με τον Αμβρακικό να λάμπει λίγο πιο πέρα, καταλαβαίνεις γιατί ο θρύλος επέζησε.

Η Άρτα είναι σήμερα μια ήσυχη μικρή πόλη, αλλά το παρελθόν της ανασαίνει παντού: στα λιθόστρωτα, στα εκκλησάκια, στη γέφυρα που στέκει σαν μνήμη και σαν προφητεία.» (Πηγή : Fermor, P. L. (1966). Roumeli: Travels in Northern Greece. London: John Murray.)

Στη φωτογραφία, η κεντρική πλατεία της Άρτας, όπου δεσπόζει η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, λίγο μετά το πέρασμα του P. L. Fermor από την πόλη. (Καρτ – ποστάλ από προσωπική συλλογή)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Aναγγένηση, 1974!

Από αριστερά : Κωνσταντίνος Γιώτης, Νικηφόρος Κοντογεώργος και Σπύρος Γκόμπλιας. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα της Αναγέννησης | Σχολιάστε