Οι πρώτοι Φιλικοί από την περιοχή της Άρτας και των Τζουμέρκων

Το 1937 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βαλέριου Γ. Μέξα με τίτλο «Οι Φιλικοί» το οποίο περιέχει, ανάμεσα στα άλλα και κατάλογο των Φιλικών από το αρχείο του Παναγιώτη Σέκερη.

Ο   Παναγιώτης Σέκερης (1783 – 1847)  μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία  από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο στις 5 Μαΐου 1818 στην Κωνσταντινούπολη, όπως φαίνεται από το αφιερωτικό του γράμμα, σταλμένο στον αδελφό του Γεώργιο Σέκερη. Εκείνος σπούδαζε στο Παρίσι και υπήρξε το πρώτο μέλος που μυήθηκε στην Εταιρεία αμέσως μετά την ίδρυσή της (η μύησή του πραγματοποιήθηκε από τον Νικόλαο Σκουφά στη Μόσχα το 1814).

Ο Παναγιώτης ήταν τότε 35 ετών και η χρηματική εισφορά του στην Εταιρεία ανερχόταν στα 10.000 γρόσια, ποσό υπερδιπλάσιο εκείνου που είχε συγκεντρωθεί από τους Φιλικούς στα τέσσερα περίπου χρόνια της έως τότε δράσης της Εταιρείας. Η μύηση του Παναγιώτη Σέκερη υπήρξε αποφασιστικής σημασίας, διότι μέσω αυτού η Φιλική Εταιρεία εισήλθε στους κύκλους των μεγαλεμπόρων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι τη στήριξαν οικονομικά, ενώ με την επιρροή και τις ικανότητές τους διευκόλυναν την επέκταση του δικτύου της. Ο ίδιος, εκτός από αρκετούς μεγαλεμπόρους, κατήχησε και δραστήριους πλοιάρχους από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.

Μετά το θάνατο του Σκουφά τον Ιούλιο του 1818, με κοινή απόφαση των Ξάνθου και Αναγνωστόπουλου, αποκαλύφθηκαν στον Σέκερη από τον δεύτερο όλα τα σχετικά με την «Ανώτατη Αρχή», ώστε να εξασφαλιστεί η πλήρης εμπιστοσύνη του στους σκοπούς της Εταιρείας. Εκείνος δέχτηκε με ψυχραιμία τα μυστικά της οργάνωσης των Φιλικών και ορκίστηκε ότι θα προσφέρει για τους σκοπούς τους την περιουσία και τη ζωή του, καταλαμβάνοντας έτσι θέση στη 16μελή Αρχή της Εταιρείας, καθώς και τη θέση του ταμία. Μετά την αναχώρηση τον Αναγνωστόπουλου και Ξάνθου από την Κωνσταντινούπολη το Φεβρουάριο του 1819, ο Σέκερης έμεινε μοναδικός αρχηγός της Εταιρείας. Σε αυτόν έπρεπε να απευθύνονται όλα τα αφιερωτικά γράμματα και οι συνδρομές των νέων μελών. Εκείνος με τη σειρά του έπρεπε να ανταποκρίνεται στις οικονομικές απαιτήσεις των εξεχόντων μελών και να ενημερώνει τα μέλη της Αρχής που είχαν διασκορπισθεί. Για να ανταπεξέλθει στις αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες αναγκαζόταν να μεταχειρίζεται όχι μόνο το κύρος του αλλά κυρίως την προσωπική του περιουσία, που φυσικά άρχισε να μειώνεται. Το 1820 έχοντας εξανεμίσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, αναγκάστηκε να καταφύγει σε δανεισμό από εμπόρους της Κωνσταντινούπολης για να αντιμετωπίσει τις άμεσες δαπάνες της Εταιρείας. Το αποτέλεσμα αυτού του δανεισμού ήταν η πτώχευση της εταιρείας του καθώς  διέθεσε σχεδόν όλη του την περιουσία για την ενίσχυση του Αγώνα. Έπειτα από ταλαιπωρίες, αλλεπάλληλες μετακινήσεις και διώξεις των τουρκικών αρχών το 1830 ήρθε οικογενειακώς στην Ελλάδα, διορίστηκε τελώνης στην Ύδρα και το Ναύπλιο και πέθανε πάμφτωχος.

Ο κατάλογος των Φιλικών του Π. Σέκερη  περιλαμβάνει 520 ονόματα. Βέβαια ο αριθμός αυτός ούτε καν πλησιάζει τον πραγματικό αριθμό των μυηθέντων  στην Φιλική Εταιρεία, πράγμα φυσικό αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν η μύηση και ελάμβανε γνώση αυτής η Αρχή.

«…….Αφού δηλαδή ο νεοκατηχούμενος έδινε τον μεγάλο όρκο και καθιερώνετο ιερεύς, ώφειλε να γράψη μίαν επιστολήν προς ένα άτομον, όποιον και αν είναι, διά μίαν μακρινήν πόλιν – όχι όμως τόσον παράξενα, ώστε η παραξενότης να κινή την περιέργειαν και υποψίαν –  εις την οποίαν επιστολήν με ευλογοφανή τρόπον φανερώνει την ηλικίαν του, το επάγγελμά του, τον τόπον της γεννήσεώς του και ότι έδωσε αυτή την ποσότητα χρημάτων να την στείλη ο κατηχητής εις τον δυστυχήσαντα φίλον του ή εις το νεοσυσταθέν σχολείον ή κανένα μοναστήρι ή την έκδοσιν βιβλίων ή εις άλλο μέρος, υπογραφόμενος και φανερώνων τον καιρόν και τον τόπον. Ο κατηχούμενος ώφειλε να προσθέση εις την επιστολήν του δύο σημεία, το πρώτον εις την αρχήν και το δεύτερον εις το τέλος. Το πρώτον, λεγόμενον «σήμα αφιερώσω», εχρησίμευεν ως συμβολική υπογραφή της Αρχής εις τα γράμματά της προς τον φιλικόν που το εξέλεξε. Το δεύτερον σημείον, λεγόμενον «σημείον καθιερώσεως», εχρησίμευε ως συμβολική υπογραφή του φιλικού απέναντι της Ανωτάτης Αρχής».

Ο κατάλογος του Σέκερη ξεκινά από το 1814 και φτάνει μέχρι τις αρχές του 1821. Μετά έχοντας πλέον ξεκινήσει η Ελληνική Επανάσταση, οι μυήσεις είχαν πια πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό και οι τύποι της κατήχησης είχαν απλουστευτεί τόσο πολύ, που είχαν καταντήσει να γίνονται ομαδικές μυήσεις χωριών ή πόλεων.

Στον κατάλογο των Φιλικών του Σέκερη, αναγράφονται 12 Φιλικοί  από την περιοχή της Άρτας και των Τζουμέρκων που μυήθηκαν στην Αρχή από το 1818 μέχρι τις αρχές του 1821.  Στην φωτογραφία αναγράφονται με τον αύξοντα αριθμό που έχουν στη λίστα του Σέκερη και ακολουθούν :

  1. Το όνομα και το επώνυμο
  2. Η πατρίδα
  3. Το επάγγελμα
  4. Η ηλικία
  5. Ο κατηχητής
  6. Η προσφορά σε γρόσια ή φλουριά
  7. Ο χρόνος και ο τόπος της μυήσεως
  8. Η διεύθυνση του αφιερωτικού,
  9. Το σήμα αφιερώσεως και καθιερώσεως

 Όπως θα διαπιστώσει δε ο αναγνώστης όλοι οι αναφερόμενοι ήταν Αρτηνοί και Καλαρρυτινοί που ζούσαν ή εμπορεύονταν στο εξωτερικό.  (Πηγή : ΟΙ ΦΙΛΙΚΟΙ, Βαλέριος Γ. Μέξας, Αθήνα, 1937)

Ένας από τους «κρυπτογραφημένους» πίνακες από το αρχείο του Σέκερη. Σε κάθε παραλληλόγραμμο περιέχονται αριστερά μεν το σήμα αφιερώσεως και δεξιά το σήμα καθιερώσεως. Οι αριθμοί είναι οι αύξοντες αριθμοί του Αρχείου.  

Δημοσιεύθηκε στη Η Απελευθέρωση το 1881 | Σχολιάστε

25η Μαρτίου 1951

Η Ε’ και ΣΤ’ τάξη του Β’ Δημοτικού Σχολείου Άρτης σε αναμνηστική φωτογραφία μετά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, το 1951. (Πηγή : Λεύκωμα ΠΡΟΤΑΣΗ, Άρτα, 1999)

Δημοσιεύθηκε στη Γιορτάζοντας τις Εθνικές Επετείους | Σχολιάστε

Στην Πλατεία Κιλκίς μετά την παρέλαση…

27-3-1949 : Τρεις φίλοι, οι Γεώργιος Σταύρου, Κων/νος Τζουβάρας και Βασίλης Καρατσιώλης (δεξιά), μετά τη λιτανεία της Παναγίας της Παρηγορίτισσας στην πλατεία Κιλκίς. Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του αειμνήστου ιατρού Β. Καρατσιώλη. (Ευχαριστούμε τον κ. Γ. Γεροκόμο που μας τις έστειλε)

Δημοσιεύθηκε στη Γιορτάζοντας τις Εθνικές Επετείους | Σχολιάστε

Με φόντο την Παρηγορήτισσα!

Άρτα, 25 -3 – 50. Μαθήτριες του Γυμνασίου Θηλέων Άρτης φωτογραφίζονται με φόντο την Παρηγορήτισσα. Από αριστερά η Αλεξάνδρα Γαρουφαλλιά, η Ξενούλα Μανόπουλου, η Βαγγελίτσα Χριστάκη και η Παγώνα Ρέππα. (Φωτο από αρχείο Ξενούλας Μανοπούλου, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Κ. Τσιλιγιάννη για την Παρηγορήτισσα της Άρτας)

Δημοσιεύθηκε στη Γιορτάζοντας τις Εθνικές Επετείους | Σχολιάστε

Ο ΠΑΝΑΜΒΡΑΚΙΚΟΣ στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου

25 Μαρτίου 1953  – Οι παίκτες του Παναμβρακικού στην πλατεία Σκουφά πριν από την παρέλαση. Αριστερά : Μιχ. Μπαντάς, Σπ. Στεργίου, Τάκης Γιαμούρης, Ι. Δημητρούλας (Δάσκαλος), Νίκος Έξαρχος, Χρήστος Σταμούλης. Κάτω αριστερά : Κ. Λέτσος, Νίκος Ζάχος, Τάκης Τάτσης, Κ. Φελέκης. (Φωτο από αρχείο Ι. Δημητρούλα, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Γιορτάζοντας τις Εθνικές Επετείους | Σχολιάστε

Ο Δημήτριος Σκαλτζογιάννης

Από την μοίρα των επαναστατών που περιγράψαμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας, η κατηγορία δηλαδή των επαναστατών ως “ληστών”, είτε από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, είτε της Οθωμανικής, δεν διέφυγε ούτε ο Δημήτρης Σκαλτζογιάννης που το όνομά του διαβάζουμε σε όλες τις επαναστάσεις μετά το 1832 στην περιοχή της Άρτας. Παραθέτουμε λοιπόν ένα άρθρο της Εφημερίδας των Αθηνών “Αθηνά” με ημερομηνία 8 8βρίου 1958, στο οποίο ο αρθρογράφος προσπαθεί να αποσείσει την κατηγορία κατά του Σκαλτζογιάννη ως “ληστού”, αναφερόμενος στην αγωνιστική του δράση κατά των Τούρκων.

“Εισηγήσεις εχθρικαί και κακόβουλοι, εξ ων φαίνεται παρασυρθείσα και αυτή η Ελληνική Κυβέρνησις συνέτεινον εσχάτως εις την διάδοσιν ψευδών πληροφοριών περί της θέσεως και της διαγωγής του κατά την επαρχίαν της Άρτης επί κεφαλής αριθμού τινος ενόπλων διατελούντος Δ. Σκαλτζογιάννη. Διά ταύτα ως πατριωτικόν καθήκον θεωρούμεν όπως εκθέσωμεν λεπτομερώς πως τα κατά τον αρειότολμον τούτον μαχητήν προς απόδειξιν της αληθείας των πραγμάτων.

Ευθύς δε εκ προοιμίων λέγομεν και πανδήμως κηρύττομεν, ότι ο Δ. Σκαλτζογιάννης ουδέποτε υπήρξε ληστής. Και ο πατήρ αυτού και ο πάππος του και άλλοι προπάτορές του ανήκον εις την τάξιν εκείνων των γνωστών εν τη νεωτέρα ελληνική ιστορία αρματωλών, είτε οπλαρχηγών, εις ους η οθωμανική εξουσία ανέθετε την στρατιωτικήν αρχηγίαν τινών επαρχιών προς τήρησιν της δημοσίας ασφαλείας και ευταξίας, τα λεγόμενα Καπετανάτα, καθ’ ων όμως σύστημα καταχθονίου επιβουλής, ποτέ μεν κεκρυμμένης, ποτέ δε φανεράς υπήρχε πάνοτε εν πλήρει ενεργεία εκ μέρους των ισχυρών δυναστών. Τοιούτοι υπήρξαν κατά την Κάτω Ήπειρον και άλλοι τινες και δη γνωστοί κατά τον ελληνικόν αγώνα ο,τε Γόγος και Βαρνακιώτης και Ίσκος και αυτός ο ένδοξος Γ. Καραϊσκάκης, ούτινος ο εν λόγω Δ. Σκαλτζογιάννης ανεψιός εστί προ μητρός.

Τον νέον Σκαλτζογιάννην δεκαοκταετή εισέτι την ηλικίαν, η οθωμανική κυβέρνησις διώρισε κατά το 1848 υποδερβέναγαν κατά την επαρχίαν Ροδοβιτσίου τριάκοντα άνδρας έχοντα υπό την οδηγίαν του. Τω όντι δ΄ούτος κατώρθωσεν επιτυχώς την καταδίωξιν και εξάλειψιν της μαστιζούσης τότε τον τόπον ληστείας. Αλλά κατά το 1850, ο γενικός Δερβέναγας της Ηπείρου Φεζόμπεης, υπό πνεύματος αντιζηλίας κινούμενος και την αύξουσαν ανδρίαν και δύναμιν αυτού πτοούμενος επέπεσεν αίφνης κατ’ αυτού μετά 500 Οθωμανών  ίνα τον δολοφονήση, αλλ’ απέτυχεν ως προφυλαττομένου του Σκαλτζογιάννη. Έκτοτε ήρξατο σειρά περιπετειών και κατορθωμάτων διά τον νέον τούτον πολεμιστήν κατά μίμησιν των προκατόχων του, οίτινες παρέσχον τοσαύτην ύλην εις την δημώδη ποίησιν. Ο Γ. Δερβέναγας μετά την αποτυχίαν ταύτην, ετράπη εις σκληράς και αποτροπαίους εκδικήσεις. Και πρώτον μεν εφόνευσε τον ανδρείον Γεροκώσταν, θείον του Σκαλτζογιάννη, ον είχε μεθ’ εαυτού. Έπεμψε δε αμέσως και απόσπασμα εις το χωρίον Σπανοπέτρας ίνα αιχμαλωτίσωσι την μητέρα και τας αδελφάς αυτού.

Η ατρόμητος μήτηρ κλεισθείσα εν τη οικία αυτής υπερασπίσθη διά των όπλων ολόκληρον νύκτα. Την δ’ επιούσαν ο Σκαλτζογιάννης, μαθών τα γεγονότα, έδραμεν εκείσε μετά πέντε μόνον συντρόφων και ορμήσας κατά των Οθωμανών, κατώρθωσε να σώση την μητέραν του.

Μετά την δευτέραν αποτυχίαν ταύτην ο γενικός Δερβέναγας Φεζόμπεης κατησχύμενος και μένεα πλέων εξεδικήθη κατά των ποιμνίων αυτού, άτινα απήγαγεν εις Άρταν. Αλλ’ ο Σκαλτζογιάννης συμπαραλαβών 20 οπαδούς εισήλθε διά νυκτός εις Άρταν και επανεκτήσατο τα ποίμνια αυτού φονεύσας και δύω φύλακας καίτοι δε διωκόμενος υπό 600 ατάκτων και ενός τάγματος τακτικού. Ούτος μαχόμενος υπεχώρει, τα τε ποίμνια διέσωσε και μετά δίωρον μάχην διέφυγε την περαιτέρω δίωξιν φονεύσας πολλούς εκ των εναντίων.

Μετά τα συμβάντα ταύτα, ο νέος γενικός Δερβέναγας Σουλεϊμάν Μπέης Φράσσαρης περιεποιήθη αυτόν και κατέστησεν εκ νέου υποδερβέναγαν εν τη επαρχία του μετά 30 οπαδών.

Κατά το 1851 ήλθεν ως γενικός Δερβέναγας Ηπείρου και Θεσσαλίας ο αιμοβόρος και χριστιανομάχος Χατζή Οσσείν Πασάς, όστις πάλιν επεβουλεύθη την ζωήν του Σκαλτζογιάννη, αλλ’ ούτος φρονίμως ποιών επροφυλάττετο πάντοτε. Τότε ο ρηθείς δερβέναγας εξεδικήθη απανθρώπως κατά του ανδρείου Κουτζονίκα, φίλου του Σκαλτζογιάννη, ον εφόνευσε διά φρικτών βασανιστηρίων, την δε οικογένειαν του απήγαγεν ως αιχμάλωτον εις Λάρισαν.

Έλθομεν εις τα μετά ταύτα. Διαλυθέντος του επαναστατικού κινήματος (του 1854), ο Σκαλτζογιάννης μετά τινων εκ των οπαδών του κατέφυγεν εις το ελληνικόν έδαφος και διέμενεν επί τινα χρόνον εις Κραβασαρά. Οικιακαί ανάγκαι εβίασαν αυτόν ακολούθως ίνα επανέλθη εις την επαρχίαν του Ραδοβιτσίου, καθ’ όσον μάλιστα επερείδετο εις την υπό της Οθωμανικής εξουσίας υποσχεθείσαν αμνηστίαν. Και αληθώς ο τότε Γενικός Δερβέναγας της Ηπείρου Σουλειμάν Ταχήρ παραδιδών δήθεν εις την λήθην τα διατρέξαντα , τουλάχιστον κατά το φαινόμενον ετίμησε και εκ νέου διώρισεν αυτόν υποδερβέναγα εις το Ροδοβίτζιον μετά πεντήκοντα ανδρών υπό την οδηγίαν του.

Μετ’ ου πολύ ο νέος γενικός δερβέναγας της Ηπείρου Χαιρετήν Πασάς ήρξατο πάλιν το σύστημα της επιβουλής και καταδιώξεως κατ’ αυτού, ουχί βεβαίως δι’ άλλον λόγον ή διά τον φόβον και την ζηλοτυπίαν αυτού ένεκα της επιρροής και του γενναίου και ανεξάρτητου χαρακτήρος του. Μετά 1600 στρατιωτών δις επέπεσε κατά του Σκαλτζογιάννη, αλλ’ ούτος ηδυνήθη ως έμπειρος να διαφύγη τον κίνδυνον. Έτερος γενικός Δερβέναγας  ακολούθως, ο Σουλειμάν Φράσσαρης το αυτό εξηκολούθησε σύστημα. Τετράκις επί κεφαλής 1200 στρατιωτών απεπειράθη να προσβάλη και να εξοντώση αυτόν, αλλ’ ουδέν κατόρθωσε και ούτος.

Τέλος μετά το 1857 ήλθεν εις το Ροδοβίτζιον προσωπικώς ο Διοικητής των Ιωαννίνων Χουσνί Πασάς μεθ’ ικανής στρατιωτικής δυνάμεως, ος μυρίας διεπράξετο ωμοτήτας κατά των οπαδών, των φίλων και των συγγενών του Σκαλτζογιάννη και άλλων προκρίτων, ρίψας εις τα δεσμά και κρεμάσας πολλούς των δυστυχών τούτων αδελφών ημών, τεσσαράκοντα δε οικογενείας συν γυναιξί και τέκνοις εξετόπισε, την κινητήν αυτών περιουσίαν διανείμας εις τους στρατιώτας προς αμοιβήν της ωμότητος και θηριωδίας των. Τας οικογενείας ταύτας έρριψεν εις τας ειρκτάς της Άρτης και των Ιωαννίνων, όπου ελεεινώς απωλέσθησαν. Μετά την οικτράν ταύτην καταστροφήν ο Σκαλτζογιάννης και οι οπαδοί του εξακολουθούσιν υπερασπιζόμενοι εαυτούς διά των όπλων και αγωνιζόμενοι ενταυτώ υπέρ των κοινών δικαίων.

Αριδήλως εξάγεται εκ των ανωτέρω, ότι ο Δ. Σκαλτζογιάννης ου μόνον πώποτε δεν υπήρξε ληστής κατ’ επάγγελμα, αλλ’ απεναντίας έργον είχε το πολεμείν και καταδιώκειν τους λυμαίνοντας τον τόπον κακούργους και προστατεύειν την ασφάλειαν και ελευθερίαν των επαρχιωτών του. Αν δε οι υπερασπιζόμενοι υπολαμβάνονται ως λησταί, τότε πρέπει να αποκαλέσωμεν τοιούτους πάντας τους προ της επαναστάσεως αμαρτωλούς, οίτινες επί τοσούτον εδόξασαν το ελληνικόν όνομα, και επι τέλους συνετέλεσαν τα μέγιστα εις την απελευθέρωσιν του μικρού τούτου μέρους της όλης Ελλάδος.  Εννοούμεν την τακτικήν ταύτην των στρατιωτών. Δυστυχώς εν Ηπείρω ως και αλλαχού το βάρος της εξουσίας κατεπείγει τα παράπονα των δυστυχών αδελφών ημών και δεν δύνανται ταύτα να διαληθώσιν εντόνως, αλλά τα δεινά των εισί μείζω. Ο δε Σκαλτζογιάννης και οι λοιποί μετ’ αυτού γενναίοι Ηπειρώται δεν ζητούσιν άλλο ή ό,τι το χατ χομαγιούν (διάταγμα το οποίο εκδόθηκε το 1856) τους παραχωρεί, το να ζώσι δηλονότι ελεύθεροι και να μη καταδιώκωνται και καταπιέζωνται υπό της εξουσίας. Κατά την του 1854 συνθήκην, η ελληνική κυβέρνησις οφείλει να καταδιώκη κατά τα μεθόρια μόνον τους πραγματικούς και εξ επαγγέλματος  ληστάς, ουχί δε και όσους η Οθωμανική κυβέρνησις χαρακτηρίζει τοιούτους, διότι συνήθως οι Τούρκοι αποκαλούσιν ούτως όλους τους χριστιανούς ους υποπτεύονται και ζητούσι να τους καταστρέψωσι. Οι Τούρκοι μάλιστα πολλάκις αναγκάζουσιν αυτούς τους χριστιανούς κατοίκους διά τε των απειλών και της βίας όπως υπογράφωσιν αναφοράς και εκθέσεις εναντίον όλων εκείνων ους θεωρούν απειλήν…..”(Πηγή : Εφημερίδα “Αθηνά”, 8 Οκτωβρίου 1858)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

Επαναστάτες ή…. “Ληστές”;

Με τη χάραξη των συνόρων του 1832, η περιοχή της Άρτας και ιδιαίτερα το Ραδοβίζι κόβεται «ξαφνικά» στα δυο – έτσι, τίθενται φραγμοί στις ανταλλαγές και την επικοινωνία των ένοπλων και ενεργοποιούνται μηχανισμοί ανάκτησης της προεπαναστατικής ισορροπίας στα αρματολίκια της περιοχής. Μετά την επανάσταση, την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους και τη χάραξη των συνόρων, το Ραδοβίζι συνιστά πλέον ένα μεθοριακό αρματολίκι. Πρόκειται για νέα δεδομένα που σηματοδοτούν διαδικασίες ρήξεων και ασυνεχειών στους χώρους των ένοπλων (και όχι μόνο) ένθεν και εκείθεν των συνόρων, στις προγενέστερες, δηλαδή, αρματολικές περιφέρειες.

Η εγκαθίδρυση των συνόρων δεν σημαίνει απλά μια τομή στο συνεχές του χώρου που υποχρεώνει τους ένοπλους των παραμεθόριων περιοχών να επαναπροσδιορίσουν κοινωνικές σχέσεις και στρατηγικές. Ακόμη περισσότερο, στα σύνορα αποτυπώνονται διαδικασίες ρήξεων και ασυνεχειών που αφορούν στους ρόλους και τις λειτουργίες των ένοπλων τόσο στο ελληνικό κράτος όσο και στο οθωμανικό και συνακόλουθα και στη λογική και τις πρακτικές αντιμετώπισης και διαχείρισης της ένοπλης δράσης που προκρίνονται στην κάθε μία επικράτεια.

Το ελληνικό κράτος προσανατολίστηκε εξ αρχής στη διοργάνωση κεντρικά μισθοδοτούμενου και συγκεντρωτικά οργανωμένου στρατιωτικού μηχανισμού (τακτικός στρατός, Χωροφυλακή, Εθνοφυλακή, Οροφυλακή) καταργώντας και υποβαθμίζοντας το ρόλο των τοπικά προσδιορισμένων και σχετικά αυτόνομων ενόπλων ομάδων και αρματολικών δικτύων της προεπαναστατικής περιόδου. Στη συγκυρία αυτή, πολλοί από τους παλιούς καπετάνιους που δεν κατόρθωσαν να ενταχθούν στα νέα σώματα καταφεύγουν στη ληστεία ή στο γειτονικό οθωμανικό κράτος όπου και συμμετέχουν στον αρματολικό ανταγωνισμό. Ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που συμμετέχουν ή στηρίζουν τοπικές, συνήθως, εξεγέρσεις, ήδη από το 1834 και μέχρι την απελευθέρωση της περιοχής το 1881 και την χάραξη των νέων συνόρων, όπως για παράδειγμα οι επαναστάσεις στην Άρτα  το 1854, το 1866 και το 1878. Στο πλαίσιο αυτό, οι επαναστάτες πολλές φορές λοιδορήθηκαν και κατηγορήθηκαν ως ληστές τόσο  από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Οθωμανικής. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Σκαλτζογιάννης, ένας από τους οπλαρχηγούς και σημαντικούς παράγοντες του αγώνα,  που υπέγραψαν την προκήρυξη της Επανάστασης του 1878.

Στη φωτογραφία “Η Προκήρυξη – Ψήφισμα την οποία απέστειλε η προσωρινή διοίκηση Ραδοβυζίων – Τζουμέρκων προς την Κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας και τις Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στις 28 Μαρτίου 1878. (Πηγή φωτογραφίας : Εφημερίδα ΕΡΙΒΩΛΟΣ, Άρτα)

Το πρωτότυπο της πιο πάνω προκηρύξεως βρίσκεται στα χέρια του δασκάλου Γεωργίου Μαυρογιάννη, από την Ελάτη Άρτης, κατευθείαν απόγονου του Προέδρου της Προσωρινής Διοίκησης Ραδοβυζίων – Τζουμέρκων, Αναγνώστη – Ντούλα Μαυρογιάννη. Στις φωτογραφίες που ακολουθούν, “Το περιεχόμενο της προκήρυξης” όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του Αντωνίου Ν. Αθανασάκη ΤΟ ΑΣΤΡΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, Αθήνα, 2000)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

Εκδρομή με το Κατηχητικό….

10 Απριλίου 1953 – Εκδρομή με το Κατηχητικό. Πάνω αριστερά, πρώτη στη σειρά η Βάνα Γκίζα με τις χαρακτηριστικές κοτσίδες της. Κάτω από το δέντρο διακρίνονται ο Ιεροκήρυκας Επιφάνιος Σκανδαλης, ο Μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ Τίκας και ο π. Κωνσταντίνος Καλιακάτσος. (Φωτο από αρχείο Πηνελόπης Τ. Ρίγγα)

Δημοσιεύθηκε στη Η Εκπαίδευση στην Άρτα | Σχολιάστε

Γιορτινό τραπέζι στην αυλή…

Μια και το Πάσχα πλησιάζει, να πως το γιόρταζαν οι Αρτηνοί : με τραπέζια στρωμένα στην αυλή, όπου μαζεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι για να γιορτάσουν παρέα.

Στη φωτογραφία, από την εφημερίδα ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, διακρίνονται οι : Αντιγόνη Φακίτσα, Γιώργος Φακίτσας, Ελευθερία Φακίτσα, Σωτήρης Φακίτσας, Μαρίκα Φακίτσα, Νίκος Τσαμπούρας, Ειρήνη Φακίτσα, Ουρανία Αηδόνη, Λεωνίδας Χαντζάρας, Κώστας Χαντζάρας, Αντρέας Χαντζάρας, Αντιγόνη Χαντζάρα, Γεωργία Φακίτσα, Μόσχω Χαντζάρα, Γεωργία Χαντζάρα, Ελευθερία Χαντζάρα, Λιλή Καίμη, Κοσμάς Χάντζάρας, Σιαπέρας…. (Πηγή : ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΗΝΗ, τχ. 193, 2007)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινές Οικογένειες | Σχολιάστε

Κάποια άνοιξη τη δεκαετία του ’30

Μια παρέα με έξι νεαρά κορίτσια και τρεις μεγάλους, με τα χαρακτηριστικά φορέματα της εποχής, (κάποια απ’ αυτά της οικογένειας Μαστραπά), ποζάρουν δίπλα στις όχθες του Αράχθου. (Φωτο από συλλογή Ε.Μ.)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε