Καρτ – ποστάλ των εκδόσεων Φωτόπουλου που παρουσιάζει μια γενική άποψη της πόλης, το ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ, την Μονή Κάτω Παναγιάς και τη Μονή Βλαχερνών. (Από προσωπική συλλογή)

…και η πίσω πλευρά.

Καρτ – ποστάλ των εκδόσεων Φωτόπουλου που παρουσιάζει μια γενική άποψη της πόλης, το ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ, την Μονή Κάτω Παναγιάς και τη Μονή Βλαχερνών. (Από προσωπική συλλογή)

…και η πίσω πλευρά.

Ο Ιερός Ναός των Αγίων Πάντων εντός του ιστορικού χώρου του φρουρίου της Άρτας. Ο Ναός είχε επισκευασθεί μερίμνη του τότε εισαγγελέως Πρωτοδικών Άρτης Αντωνίου Στυλιανίδη το 1951 και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε για να χτιστεί το ξενοδοχείο ΞΕΝΙΑ. (Πηγή : Αρχείο Ιωάννη Έξαρχου)

“Το Κάστρο με το ρολόι από τα παλιά”. (Πηγή : ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 191, 2007)

Αποκριάτικος χορός στη Λέσχη Αξιωματικών στην Άρτα του ’50. Το ζευγάρι σε πρώτο πλάνο, ο Φωκίων Μαστραπάς με τη ντάμα του. (Φωτο από αρχείο Ε.Μ)

Δεκαεία του ’70 (?). Τάκης Έξαρχος, Βίκυ Εξάρχου, Μαρίνα Ππαππά, Γεώργιος Μανόπουλος, Κική Μανοπούλου, Γρηγόρης Μανόπουλος σε χορό στο Ξενία. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Τάκη Εξάρχου όπως δημοσιεύτηκε στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 193, 2007)

Τα παιδιά σε κάποια γειτονιά της Βαλαώρας με αυτοσχέδιο γαϊτανάκι, κάποια χρονιά την δεκαετία του ’50, χωρίς φανταχτερές στολές αλλά με ότι εύρισκε ο καθένας για να συμπληρωθεί η αποκριάτικη αμφίεση…. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της Πηνελόπης Τ. Ρίγγα)

“…..Η διασκέδαση άρχιζε από το Σάββατο της πρώτης Αποκριάς. Οι γυναίκες μαζεύονταν στην πλατεία και κάθονταν γύρω από έναν σοφρά (χαμηλό, στρογγυλό τραπάζι). Κάποια απ’ αυτές έφερνε το νταψί από το σπίτι της για το παιγνίδι. Κάθε μια έφερνε γύρω το νταψί επάνω στο σοφρά, για να κρατάει το ρυθμό και τραγουδούσε πρώτα αυτή και στη συνέχεια συνόδευαν και οι άλλες γυναίκες. Τα τραγούδια που τραγουδούσαν ήταν Ο Κωσταντάκης, Το αμπέλι, Τα αλλάδερφα, Η Θοδωρούλα…..
Την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς έτρωγαν για τελευταία φορά κρέας. Τις υπόλοιπες μέρες, μέχρι την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, μαγείρευαν κοτόπιτα. Μετά το τραπέζι, έριχναν τουφεκιές. Τα κορίτσια την πρώτη μπουκιά που έτρωγαν, την έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι, για να δουν στον ύπνο τους τον άντρα που θα παντρευόνταν. Στο τέλος του φαγητού έβραζαν από ένα αυγό ο καθένας, το άλειφαν με γιαούρτι, το έδεναν με κλωστή, κι ο ένας το έριχνε στον άλλο για να το πιάσει με το στόμα. Όποιος το έπιανε ήταν άξιος, σπάνια όμως συνέβαινε αυτό. Σ’ αυτό το παιγνίδι συμμετείχε όλη η οικογένεια.. Τα φαγητά που περίσσευαν τ’ άφηναν στο τραπέζι μέχρι το πρωί, που μάζευαν και τα έδιναν να τα φάνε τα ζώα…..” (Πηγή : ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΛΚΙΑΔΩΝ – ΚΑΛΑΜΙΑΣ ΑΡΤΑΣ, Μ. Νταλάκα, Άρτα, 1996)
Στη φωτογραφία “Το Γαιτανάκι στην Καλαμιά Άρτης το 1952” (Πηγή : ΚΑΛΑΜΙΑ – ΕΝΑΣ ΤΟΠΟΣ, ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ, Λ. Ζιώβας, Άρτα, 2021)

Σε έναν από τους πολύ ενδιαφέροντες χάρτες που περιλαμβάνει ο Albert Trapmann στο βιβλίο του “The Greeks Triumphant – Balkan War 1912 -13”, μας παρουσιάζει με λεπτομέρεια τα Χάνια που θα συναντούσε ο ταξιδιώτης από την Άρτα προς τα Γιάννενα, και από τον παλιό και από τον καινούργιο δρόμο.
Ο παλιός δρόμος από την Άρτα προς τα Γιάννενα περνούσε από τα Πέντε Πηγάδια. Στα 24 χιλιόμετρα από την Άρτα ο ταξιδιώτης συναντούσε το Χάνι Χαβασερά, μετά περνούσε από τα Πέντε Πηγάδια, στη συνέχεια από το Χάνι Μπουράτσα και τέλος μετά από 10 μίλια συναντούσε το Χάνι του Φουάτ Μπέη.
Ο καινούργιος δρόμος, συνέδεε την Άρτα με την Φιλιππιάδα και τα Γιάννενα. Στο δρόμο αυτό στα 16 χιλιόμετρα μετά την Φιλιππιάδα ο ταξιδιώτης συναντούσε το Χάνι του Ρεντίν Πασά και μετά από 5 μίλια έφτανε στο Κουκλέσι. Από το Κουκλέσι, μετά από 7 μίλια περνούσε από το Χάνι του Σεφίκ Μπέη και στη συνέχεια, μετά από 2,5 μίλια, έφτανε στο Χάνι του Εμίν Αγά. Από το Χάνι του Εμίν Αγά, ταξίδευε μέσω της Κανέτας άλλα 5 μίλια και συναντούσε τον παλιό δρόμο Άρτας – Γιάννενα στο Χάνι του Φουάτ Μπέη…
Ο συγγραφέας μας δίνει επίσης και μια περιγραφή για τα χάνια της περιοχής: “……..Σε όλο αυτό το συνονθύλευμα βουνών, όπου η μόνη βλάστηση είναι κάποιο είδος χαμηλού θάμνου βελανιδιάς και πότε πότε κάποιοι αγκαθωτοί θάμνοι, υπάρχουν λίγοι κάτοικοι. Τα χωριά που υπάρχουν είναι απλώς μια συλλογή από τρώγλες συνήθως 100 γιάρδες περίπου μακριά το ένα από το άλλο. Οι άλλες ονομασίες που σημειώνονται στους περισσότερους χάρτες είναι αυτές που δίνονται τοπικά σε ορεινές οροσειρές, ενώ εδώ και εκεί βρίσκονται «χάνια». Αυτά τα «χάνια» θυμίζουν τις διαδρομές των καραβανιών στην Ανατολή, που αποτελούνται συνήθως από ένα μικρό πέτρινο σπίτι όπου οι περαστικοί ταξιδιώτες μπορούσαν να κοιμηθούν στο πάτωμα, να πάρουν ένα ποτήρι απαράδεκτο κρασί και ίσως να βρουν μερικά αυγά και ένα κομμάτι μπαγιάτικο ψωμί. Επιπλέον, υπάρχει ένας ψηλός τοίχος που περικλείει περίπου ένα στρέμμα γης, στο οποίο μπορούν να περάσουν τη νύχτα τα κάρα ή άμαξες με βόδια, προστατευμένα από λύκους ή κλέφτες. Και μερικές φορές σε μια γωνιά αυτού του συγκροτήματος υπάρχει ένα υπόστεγο που παρέχει καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης στα σκυλιά των ταξιδιωτών. Σχεδόν όλα τα χωριά και τα χάνια κάηκαν από τους Τούρκους καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν, και οι μαυρισμένοι τοίχοι των σπιτιών χωρίς στέγη έδιναν μια έρημη εμφάνιση σε ένα ήδη πέρα για πέρα εγκαταλειμμένο τοπίο….” (Πηγή : https://doxesdespotatou.com/wp-content/uploads/2023/02/Ο-ΘΡΙΑΜΒΟΣ-ΤΩΝ-ΕΛΛΗΝΩΝ-1912-13.pdf)
Στη φωτογραφία σχεδιάγραμμα της Μάχης στα Πέντε Πηγάδια όπου σημειώνονται τα Χάνια της περιοχής, από το βιβλίο του Albert Henry William Trapmann με τίτλο “The Greeks Triumphant – Balkan War 1912 -13”

“………Εκείνη την εποχή (αρχές Νοεμβρίου) υπήρχε μόνο ένα νοσοκομείο στην Άρτα — το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, το οποίο αποτελούνταν από ένα μεγάλο κτίριο ικανό να φιλοξενήσει περίπου 400 κλίνες. Αυτό το νοσοκομείο υπήρχε για είκοσι ή τριάντα χρόνια ως πολιτικό νοσοκομείο που ανήκε στην κυβέρνηση. Δεν υπήρχε, επομένως, καμία δικαιολογία για το ότι δεν ήταν σε πλήρη λειτουργία. Στην πραγματικότητα ήταν, με κάθε τρόπο και λεπτομέρεια, ντροπή για τον πολιτισμό. Δεν υπήρχε οργάνωση ή κανόνες υγιεινής, δεν υπήρχε νερό. Το μόνο νερό που υπήρχε ήταν από ένα πηγάδι στο οποίο στράγγιζαν οι αποχετεύσεις. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν φρικτές και η μυρωδιά τους διαπερνούσε ολόκληρο τον επάνω όροφο στον οποίο είχαν εγκατασταθεί οι τραυματίες. Δεν χρησιμοποιούνταν απολυμαντικά ούτε εκεί ούτε αλλού στο νοσοκομείο, γιατί «τα απολυμαντικά μύριζαν τόσο δυσάρεστα»! Ο σωλήνας αποχέτευσης είχε διαρροή και διέρρευσε στην κύρια σκάλα. Οι εγκαταστάσεις για μαγείρεμα αποτελούνταν από ένα καζάνι κρεμασμένο πάνω από κορμούς δέντρων. Δεν υπήρχε ζεστό νερό ούτε κάποιος τρόπος για να βρεις. Στο χειρουργείο δεν υπήρχε καθόλου νερό. Το νοσοκομειακό καθεστώς σίτισης για τους ασθενείς αποτελούνταν από ένα φλιτζάνι τούρκικο καφέ στις 6 το πρωί, σούπα και ψωμί το μεσημέρι και πάλι σούπα και ψωμί στις 6 το απόγευμα. Δεν είχε σημασία από τι έπασχε ο ασθενής – πυρετό, πληγή ή έκθεση στον πάγο – αυτή ήταν η διατροφή του, μπορούσε να το φάει ή να το αφήσει. Δεν υπήρχε ούτε γάλα ούτε αυγά — ούτε ιατρικές ανέσεις, ούτε καν ξύδι για χειρουργικούς σκοπούς. Τη νύχτα οι θάλαμοι φωτίζονταν αδιάφορα από μικρές λάμπες πετρελαίου, αλλά νύχτα και μέρα όλα τα παράθυρα κρατούνταν ερμητικά σφραγισμένα. Αργότερα ανακαλύφθηκαν μερικές ντουζίνες νυχτερινά τραπέζια σε μια αποθήκη, αλλά αυτό έγινε μόνο αφού είχα πριονίσει ένα ή δύο ντουφέκια για τον σκοπό αυτό. Ακόμη και οι γιατροί ήταν σκληροί κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι εισερχόμενοι ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι – ή αφήνονταν όρθιοι – σε σειρές για ώρες στην είσοδο που έμπαζε από παντού, πριν εμφανιστεί ένας αξιωματικός για να τους δώσει ένα κρεβάτι ή, όπως συνέβαινε μερικές φορές, να διατάξει να ταφεί το πτώμα. Οι φροντιστές του νοσοκομείου ήταν ακραίοι στη συμπεριφορά, για να μην πω απάνθρωποι. Νοιάζονταν πολύ λιγότερο για τους ασθενείς τους και περισσότερο για τη δική τους ατομική άνεση και ευκολία. Το βράδυ, όταν επισκέφτηκα το νοσοκομείο, ήταν ένα θέαμα που με έκανε να επαναστατήσω. Τα φώτα είχαν επιτραπεί να σβήσουν, οι νοσοκόμοι κοιμόντουσαν, πολλοί από τους ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, έχοντας πέσει από το κρεβάτι, ανίκανοι να συρθούν πίσω, κυλιόμενοι σε ένα βρώμικο μείγμα από βρωμιές, γόπες τσιγάρων και φλέματα. Κανένας από τους ασθενείς δεν είχε πλυθεί ποτέ, και ολόκληρο το μέρος ήταν κυριολεκτικά γεμάτο με ψείρες. Μόνο μία φορά στους δύο μήνες, απ’ ό,τι γνωρίζω, πλύθηκαν τα πατώματα, και αυτό όταν το νοσοκομείο είχε αδειάσει προσωρινά από ασθενείς…..” (Πηγή : “The Greeks Triumphant – Balkan War 1912 -13”, Albert Trapmann, σε μετάφραση Α. Καρρά, Άρτα, 2023)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο “Έλληνες τραυματίες περιμένουν υπομονετικά να γίνουν δεκτοί στο νοσοκομείο στην Άρτα, που είναι γεμάτο”.

Πρόκειται για μερικά κεφάλαια του βιβλίου του Albert Henry William Trapmann με τίτλο “The Greeks Triumphant – Balkan War 1912 -13”, που αναφέρονται στην πόλη της Άρτας και της ευρύτερης περιοχής, που υπήρξε το δυτικό μέτωπο των εχθροπραξιών στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-13, σε μετάφραση της Α. Γ. Καρρά. Διαβάζουμε στον πρόλογο:
“Ο Albert Trapmann γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1876 και πέθανε στις 25 Μαΐου 1933 στην Ιταλία. Υπηρέτησε ως Λοχαγός στο 25ο Ποδηλατικό Τάγμα της Κομητείας του Λονδίνου και στο Σύνταγμα του Λονδίνου από την 1η Απριλίου 1908 έως τις 3 Ιουλίου 1915. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε ειδικός, στρατιωτικός ανταποκριτής της εφημερίδας Daily Telegraph, στην Ελλάδα, ξεκινώντας από την Άρτα.
Ακολούθησε τον Στρατό Ηπείρου κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και τον Ελληνικό Στρατό κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ήταν δε ένας από τους εννέα ξένους δημοσιογράφους που κάλυψαν τον πόλεμο και συνυπέγραψαν επιστολή τον Ιούλιο του 1913, καταδικάζοντας τις βουλγαρικές θηριωδίες στις Σέρρες. Αργότερα, το 1915, κατέγραψε την εμπειρία του αυτή σε βιβλίο με τίτλο «Οι Έλληνες Θριαμβευτές».
Το βιβλίο παρόλο που δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, αποτελεί μια εκ των έσω μαρτυρία των γεγονότων των Βαλκανικών πολέμων από έναν δημοσιογράφο που ήταν επίσης και στρατιωτικός. Θεώρησα ενδιαφέρον να μεταφράσω μερικά κεφάλαια από το Α’ μέρος του βιβλίου του, όπου περιγράφει τον πόλεμο στην Ήπειρο. Μέχρι σήμερα, όταν μιλάμε για τον πόλεμο του 1912 – 13, φέρνουμε στο μυαλό μας σαν κεντρικό θέμα την πόλη της Φιλιππιάδας. Όπως όμως θα διαπιστώσει κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο, είναι η πόλη της Άρτας στα μετόπισθεν, όπου βρισκόταν για αρκετό καιρό το στρατηγείο του πολέμου.
Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του στους αξιωματικούς και τους άνδρες του Ελληνικού στρατού και ξεκινάει με την παρακάτω αφιέρωση :
Εγώ που μοιράστηκα την πείνα και τη δίψα σου και ξέρω πόσο πικρή ήταν, εγώ που σε είδα στα χειρότερα και στα καλύτερα σου, νύχτα και μέρα.
Σε μια ξένη γλώσσα, σε μια φυλή μακρινή θα πω για τις πράξεις που έκανες, τον άμεσο αγώνα σου για το Σωστό! Για να μην κρυφτεί η αλήθεια και η αξία σου!
Εγώ που στάθηκα στη γραμμή της μάχης σου και παρακολουθούσα τον θάνατό σου όταν πέθαινες, και ήμουν περήφανος που έκανα τον κίνδυνό σου δικό μου, παρασυρμένος από τη φορτισμένη σου ορμή, θα πάρω μολύβι και θα γράψω για τους ανθρώπους και τις ευγενικές πράξεις που έγιναν.
Για να μην μοιραστώ τις δάφνες που φοράς, μπορώ να πω πώς κατάκτησες αυτές τις δάφνες….“
Μπορείτε να διαβάσετε την εργασία στο λινκ https://doxesdespotatou.com/wp-content/uploads/2023/02/Ο-ΘΡΙΑΜΒΟΣ-ΤΩΝ-ΕΛΛΗΝΩΝ-1912-13.pdf
Στη φωτογραφία το εξώφυλλο του βιβλίου….
