Η Παναγιά του Μπρυώνη στο Νεοχωράκι (1)

“Σε μικρή απόσταση Ν.Α της Άρτας και ακριβώς πλάι στο δρόμο που οδηγεί στο Νεοχωράκι, βρίσκεται ένα γραφικό βυζαντινό εκκλησάκι, μοναδικό απομεινάρι ενός άλλοτε μεγάλου και ακμαίου μοναστηριού, του μοναστηριού της Παναγίας Μπρυώνη. Η προσωνυμία “Μπρυώνη” (ή κοινώς Πριώνι, κατά τον Σεραφείμ Βυζάντιο) δεν έχει εξακριβωμένη προέλευση. Ίσως σχετίζεται με το όνομα του κτήτορα ή κάποιου ηγούμενου, ίσως θυμίζει τον Τούρκο της λαϊκής παράδοσης που έκανε μεγάλη αφιέρωση στη μονή, επειδή χάρη σε θαύμα της Παναγίας ξαναβρήκε το φως του. Λιγότερο πιθανή είναι η εκδοχή που προβάλλει ο μητροπολίτης Σεραφείμ Ξενόπουλος στο “Δοκίμιο” του, σύμφωνα με την οποία η επωνυμία “Μπρυώνη” οφείλεται σε παραφθορά της λέξης “περιώνυμη” (περιώνυμος μονή) οπότε η σωστή ονομασία θα ήταν “Παναγία η Μπριώνη”. Ο ναός τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου.” (Πηγή : ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ, Κ. Θ. Γιαννέλος, Άρτα)

Στη φωτογραφία “Άποψη της Παναγιάς Μπρυώνη με το θρυλικό της κυπαρίσσι, όπως ήταν το 1930”. (Φωτο από το ίδιο βιβλίο)

Δημοσιεύθηκε στη Οι Εκκλησίες | Σχολιάστε

Μια ποδοσφαιρική παρέα

Πάνω αριστερά : Θεόδωρος Γκολομάζος, Αλέκος Νικάκης, Γεώργιος Χαλκιάς, Λάμπρος Τσάπαλης, Δημήτριος Δραγατάκης, Ιωάννης Νάκας.

Κάτω δεξιά : Νικόλαος Χ. Βαδιβούλης, Γεώργιος Μιχάλης, Νικόλαος Πριόβολος, Σπύρος Τρομπούκης, Κώστας Μακρυγιάννης. (Φωτο & έρευνα Κ. Μπανιάς)

Περισσότερα στοιχεία για τους εικονιζόμενους από το σχόλιο του κ. Μπανιά.

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Μια αναμνηστική φωτογραφία από τη δεκαετία του  ’30 – Οικογένεια Θ. Κατσαούνου

Μάλλον Καθαρά Δευτέρα στα Οβριομνήματα. Στη μέση η Καλλιόπη Κατσαούνου και όρθιος πάνω αριστερά ο σύζυγός της, Θεοχάρης Κατσαούνος. Η οικογένεια έμενε επί της Σκουφά (στην πλατεία) αλλά το σπίτι τους ήταν μεταξύ εκείνων που βομβαρδίστηκαν το 1941.

(Η φωτογραφία είναι του Δ. Μητσιάνη, από το αρχείο της Χρύσας Τσουκαλά)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινές Οικογένειες | Σχολιάστε

Παρατηρήσεις για τον κόλπο της Άρτας – Η πόλη της Άρτας (1820 -1830)

“………Εδώ, στην ανατολική όχθη του ποταμού, βρίσκεται η πόλη της Άρτας, η αρχαία Αμβρακία. Απέχει επτά μίλια από τις όχθες του κόλπου, στον οποίο τώρα, όπως και παλαιότερα, δίνει και το όνομά του. Ίχνη από  πανάρχαια τείχη μπορεί να δει κάποιος σε πολλά μέρη, αλλά πιο ιδιαίτερα, στο σημείο όπου σχηματίζουν τη βάση μέρους  του σημερινού κάστρου ή της ακρόπολης, κοντά στις όχθες του ποταμού. Αυτά διαφέρουν από τα διάφορα άλλα αρχαία ερείπια του κόλπου. Oι πέτρες είναι κανονικοί, επιμήκεις, τετραγωνισμένοι ογκόλιθοι, με λεία επιφάνεια, τοποθετημένοι οριζόντια, και τόσο πολύ κοντά, που με δυσκολία θα μπορούσαμε να μπήξουμε ένα σουγιά  ανάμεσά τους, αν και φαίνεται ότι ούτε κονίαμα, ούτε τσιμέντο έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους. Το στυλ, πιστεύω πως είναι  γνωστό ως το Ελληνικό. Στη Μήλο υπάρχουν εκτεταμένα ερείπια αυτής της μορφής. Το μέγεθος των λίθων είναι τεράστιο. Μέτρησα ένα και ήταν δεκαοχτώ επί πέντε πόδια και τα περισσότερα σχεδόν είχαν τις ίδιες διαστάσεις. Αυτοί οι τοίχοι μπορούν να εντοπιστούν σε αρκετή απόσταση, περικυκλώνοντας  προφανώς το υπερυψωμένο έδαφος προς τα ανατολικά της πόλης. Δεν υπάρχουν άλλα υπολείμματα της ίδιας  χρονολογίας, είτε ναός, είτε θέατρο ή άλλο κτίριο.

Το επόμενο αντικείμενο που αξίζει προσοχής είναι τα ερείπια μιας μονής που χτίστηκε από την Αυτοκράτειρα Θεοδοσία, περίπου το έτος 845 της χριστιανικής περιόδου. Η αρχιτεκτονική είναι «Lower Empire». Υποδιαιρείται σε πολυάριθμα κελιά, διάτρητα με μικρά παράθυρα σε Γοτθικό στυλ. Οι τοίχοι είναι εναλλακτικά στρώματα από πέτρες για περίπου δύο πόδια και μετά ακολουθεί το μικρό επίπεδο κόκκινο ρωμαϊκό τούβλο για περίπου έξι πόδια. Σήμερα προσφέρει δωρεάν διαμονή για τα καραβάνια με άλογα που φέρνουν εμπορεύματα και τους οδηγούς τους. Υπάρχει επίσης ένας μεγάλος ελληνικό καθεδρικός, χτισμένος με την ίδια τεχνοτροπία, αλλά πιο καινούργιας χρονολογίας, σε οκταγωνική μορφή. Κατά τον τελευταίο  πόλεμο μετατράπηκε σε φρούριο από τους Αλβανούς, οι οποίοι μπλοκάροντας τα παράθυρα, τον κατέστησαν  πολύ ανθεκτικό και ισχυρό.

Όπως και άλλες πόλεις αυτής της αφοσιωμένης χώρας, η Άρτα έχει υποφέρει σε μεγάλο βαθμό από τον πρόσφατο φοβερό αγώνα. Σε πολλά μέρη σωροί ερειπίων εμποδίζουν εντελώς τη διέλευση των δρόμων, και ένα πέπλο ερήμωσης και δυστυχίας κρέμεται σήμερα πάνω από αυτήν την πόλη που κάποτε ανθούσε και ήταν γεμάτη κόσμο. Είναι δύσκολο να κρίνει κανείς τον πληθυσμό της σήμερα, έτσι όπως διαμορφώθηκε από την ταραγμένη κατάσταση της χώρας, καθώς, λόγω  της αδιάκοπης ζήτησης για στρατεύματα από τον Πασά, πρέπει να παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις. Να προσθέσουμε σ’ αυτά ότι  η πλειοψηφία των κατοίκων είναι και  στρατιώτες και πολίτες (οι πρώτοι μάλλον από επιλογή τους) και πάντα ξεσηκώνονται για τα καλά με την ελπίδα να λεηλατήσουν, συμμετέχοντας σε κάθε εξέγερση, ξένη ή ντόπια. Οι αντιμαχόμενες φατρίες στην Αλβανία  αποτραβήχτηκαν σχεδόν όλες μετά  στα Γιάννενα (τη σκηνή του αγώνα), εκτός από τους  φιλήσυχους Έλληνες  τεχνίτες,  αφήνοντας  μόνο περίπου πεντακόσιους στρατιώτες να φρουρούν το κάστρο. Ο πληθυσμός της Άρτας μπορεί να θεωρηθεί λοιπόν  σε επτά χιλιάδες το μέγιστο.

Η Άρτα, όπως και η Πρέβεζα, διοικείται από έναν Μπέη υπό το Πασαλίκι των Γιανίνων. Και σαν o μόνος εμπορικός σταθμός μεταξύ αυτού του τόπου και του κόλπου, αποκομίζει κάποιο εμπορικό όφελος. Υπάρχουν βιοτεχνίες για υφάσματα από χοντρό βαμβάκι και μαλλί. Οι φλοκάτες (ή καπότες) θεωρούνται οι καλύτερες, και το δέρμα, αν και κατώτερης ποιότητας, είναι πολύ ανθεκτικό: η δυσοσμία που αναδύεται από τα βυρσοδεψεία  κατά μήκος του ποταμού είναι αφόρητη. Τα κεντήματα φτάνουν στην τελειότητα και όλα τα είδη ένδυσης από την Άρτα είναι άξια βραβείου. Το βόρειο τμήμα της πόλης γύρω από το κάστρο κατοικείται αποκλειστικά από Τούρκους, οι οποίοι έχουν ένα εθνικό έθιμο, προερχόμενο  από  ζήλια για τις γυναίκες τους, να αποκλείουν όλους τους Φράγκους από τη συνοικία που έχουν ξεχωρίσει για τον εαυτό τους. Κάθε εμπόριο έχει ξεχωριστό δρόμο ή παζάρι, αλλά οι κρεοπώλες είναι υποχρεωμένοι να σκοτώνουν και να πουλούν το κρέας τους έξω από την πόλη. Η αγορά τροφοδοτείται άφθονα με φρούτα και λαχανικά….” (Πηγή :Observations on the Gulf of Arta, Made in 1830, Author(s): James Wolfe, Source: The Journal of the Royal Geographical Society of London , 1833, Vol. 3 (1833), pp. 77-94 Published by: Wiley on behalf of The Royal Geographical Society (with the Institute of British Geographers)

Στη φωτογραφία, φωτοκάρτα σταλμένη από την Άρτα στις 5 Γενάρη 1905 με τίτλο “Άποψις Άρτης”.

Δημοσιεύθηκε στη Περιηγητές που πέρασαν από την Άρτα | Σχολιάστε

25 Γενάρη 1986 – Ποδοσφαιρικός αγώνας ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ- ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ (1-0)

Από αριστερά όρθιοι : Κώστας Παππάς  (τοπογράφος, ο σκόρερ του αγώνα με πέναλτι), Θεόδωρος Κολιοπάνος (πολιτικός μηχ.), Παναγιώτης Παπανικολάου (τοπογράφος), Τέλης Μπακόλας (μηχανολόγος -ηλεκτρ.), Τάκης Παπαμιχαήλ (πολιτικός μηχ.), Θωμάς Παντελής (τοπογράφος).

Από αριστερά καθιστοί :Γιώργος Γιολδάσης (τοπογράφος), Θεοχάρης Σκορίλας (πολιτικός μηχ.), Χρυσόστομος Γαλίκας (αρχιτέκτονας), Νίκος Πέτσας (πολιτικός μηχ.), Αριστείδης Ψυχογιός (πολιτικός μηχ.)

(Φωτο από αρχείο Ν. Π. , Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Θύμησες απ’ το Τζουμέρκο – Βουργαρέλι

Της Μάνας μου Ανίκας Γκαναβία και της Γιαγιάς μου Σοφίας Κοτσαρίδα

“Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας μου τα πρώτα χρόνια της ζωής της, από το 1900 μέχρι το 1922, τα πέρασε μαζί με την οικογένειά της στο χωριό Βουργαρέλι.

Τα σημερινά μέσα ήταν ανύπαρκτα τότε και μόνο για να φτάσεις στο χωριό απ’ την Άρτα με άλογο ήθελες 12-16 ολόκληρες ώρες και μάλιστα να γίνει διανυκτέρευση στο Χάνι Κοντοδήμα για ξεκούραση ανθρώπων και ζώων.

Με πολλές δυσκολίες λοιπόν αλλά και με μεγάλο ζήλο για πρόοδο κυλούσε η καθημερινή ζωή. Η γιαγιά μου Σοφία, όταν το 1900 πήγε νύφη στο χωριό, παίρνοντας το γιατρό Ιωάννη Κωτσαρίδα, έφερε εκτός από τα ωραιότατα προικιά της και την πρώτη ραπτομηχανή Σίγγερ.

Αμέσως εδίδαξε την τέχνη της ραπτικής σε όλες τις ανεψιές, ξαδέλφες αλλά και την κόρη της αργότερα, με όλα τα καλά επακόλουθα αυτής της τέχνης.

Πήγαν και οι πρώτοι επισκέπτες για  να  συγχαρούν τη γιατρέσσα στο χωριό. Ένας εξ αυτών και μάλιστα κουμπάρος του παππού μου, πήγε εκ των πρώτων. Δεν είχε προφτάσει η γιαγιά να φτιάξει γλυκό και σκέφτηκε να του προσφέρει ένα ταπεινό καφέ, ένα γλυκύ βραστό. Έτσι κι έγινε. Βάζει στον δίσκο τον καφέ κι ένα κονιάκ και του λέγει :

-“Ορίστε κ. Πλιάτσικα, πιείτε τον καφέ σας”.

Αμέσως αυτός αρπάζει τον καφέ και τον πίνει μια και κάτω. Φυσικά κατακάηκε ο μαύρος και στην απελπισία του παίρνει το φλυτζάνι με το πιατέλο και το πετά έξω από το παράθυρο.

-“Σοφία μου”, της λέγει, “εγώ ήρθα να σε ευχηθώ κι εσύ με ζεμάτισες;”

-“Μπα ευλογημένε”, του απαντά η γιαγιά μου. “Αυτό, που λέγεται καφές, το πίνουν λίγο-λίγο, όχι σαν το ρακί που ξέρεις”.

Πολύ πίσω ο κόσμος και με ελάχιστους εγγράμματους κατοίκους. Τα χωριά δεν ήξεραν, ας πούμε, τις δυτικές συνήθειες.

Τα παιδιά της οικογένειας βέβαια, και η μητέρα μου δεν είχαν παιγνίδια. Έφτιαναν μόνα των κανένα τόπι με πανί ή έπαιζαν τα κλασσικά παιγνίδια : κρυφτό, τρεχάλες, τυφλόμυγα κτλ. Στις πιο μεγάλες διασκεδάσεις των ήταν να τρέχουν να κόψουν μελίκοκα σε μιας γειτόνισσας, της κ. Ρίνας τη μελικοκιά, για να τρων αλλά και να πετροβολάν για να τα ρίχνουν. Όμως αυτή τα κυνηγούσε. Αμέσως της έκαναν τετράστιχο :

“Και η Ρίνα ξαγρυπνά

Και το ρόπαλο κρατά

Και έχει δύναμη πολύ

Και βαράει ως το πρωί”.

Σαν παιδιά γιατρού που εργάζονταν πολύ καλά σε όλο το Τζουμέρκο είχαν στο σπίτι τους όλα τα καλά, αλλά η λαιμαργία τους τα έβαζε να θέλουν τους καρπούς της γειτόνισσας…….”(συνεχίζεται…) (Άρθρο της Ειρήνης Ρηγανέλα στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, 1992)

1938 – Οι βρύσες στο Βουργαρέλι (Φωτο Σπ. Μελετζή)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Στον Κάμπο της Άρτας

1947 – Τσοπαναραίοι κατεβάζουν τα πρόβατά τους στον Κάμπο της Άρτας. Στο κέντρο ο Συρρακιώτης οινοποιός Θωμάς Γάτσιος (Φωτο απο το αρχείο Αθανασίου Γάτσιου όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα ΣΥΡΡΑΚΟ, Ένα ταξίδι στην παράδοση, Ιωσήφ Ζιώγας, Ιωάννινα, 2006)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Η Παραδοσιακή φορεσιά στο Συρράκο

“Αι γυναίκες των Συρρακιωτών υπείκουσαι εις προαιωνίους απαραβάτους νόμους κατά της πολυτελείας ώφειλον να φορώσιν ενδύματα άτινα αυταί, ιδίαις χερσίν, εις τους αργαλειούς των κατεσκεύζον” – Κώστας Κρυστάλλης

“‘Αρτα, 1930 – Η Συρρακιώτισα Βασιλική Σκαμνέλου με την επίσημη παραδοσιακή της φορεσία” (Πηγή : ΣΥΡΡΑΚΟ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ιωσήφ Ζιώγας, Ιωάννινα, 2006)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Καλαρρυτιώτες νομάδες στα Τρίκαλα

Οι Καλαρρυτιώτες νομάδες Θανάσης Μπακαγιάννης, Χρήστος Α. Φασούλας, Γιώργης Μπακαγιάννης, Χρήστος Κ. Φασούλας στου κοπαδιού το άρμεγμα στο Νέγρι Ανθούσας Τρικάλων – Μάιος 1972. (Φωτο του Τάκη Τλούπα όπως δημοσιεύτηκε στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 188, 1992)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Ξυνόγαλο

“Ένα εξαίρετον ποτόν είναι και το οξύγαλα (ξυνόγαλο) του οποίου η παρασκευή είναι και ευκολωτέρα των ανωτέρω ομοίας προς τας χρησιμοποιουμένας  ποτών και δύναται να γίνεται εξ αποβουτυρωμένου γάλακτος μετά προηγουμένην παστερίωσιν αυτού…….

Θα είναι διττή η ωφέλεια εκ της διαδόσεως του προϊόντος τούτου, διότι αφ’ ενός μεν θα χρησιμοποιείται προς παρασκευήν αυτού  το αποβουτυρωμένον γάλα, όπερ, ως επί το πλείστον, σήμερον χρησιμεύει προς νώθευσιν του νωπού γάλακτος του χρησιμοποιούμενου προς κατανάλωσιν εις φυσικήν κατάστασην και προς την κατασκευήν τυρών, αφ’ ετέρου δε η διάδοσή του θέλει εξυπηρετήσει μεγάλως την κοινωνίαν διότι, πλην των ασθενών, θα δύνανται και οι υγιείς να κάμνωσι χρήσιν του τόσου ωφελίμου, ευχαρίστου εις την γεύσιν και δροσιστικού τούτου ποτού όταν, εισαγόμενον εις φιάλας ομοίας προς τας χρησιμοποιουμένας διά την λεμονάδαν (γκαζόζαν)και διατηρούμενον εις ψυγείον, θα σερβίρεται εις τους πελάτας των γαλακτοπωλείων, καφενείων, ζαχαροπλαστείων, εστιατορίων κτλ., αντί άλλων ποτών ανθυγιεινών ή τοιούτων παρασκευαζομένων με υλικά υπόπτου ποιότητος και προελεύσεως τα οποία προσφέρονται σήμερον εις το κοινόν.” (ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΥΓΟΥΡΗΣ, Γεωπόνος & Διευθυντής της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 5/8/1953)

Στη φωτογραφία η Βαγγελή Κοντού προσπαθεί να “βαρέσει” γάλα στη γαλόκα, υπό την επίβλεψη της Λευκοθέας Κοντού. (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα,2008)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε