Ο Τροχονόμος στο Κιλκίς!

Από τις σπάνιες φωτογραφίες που απαθανατίζεται ο τροχονόμος με τη βαρέλα, στην Άρτα. Στη φωτογραφία ο Αναστασίος Α. Πίτσιλης με την σύζυγό του Αθηνά Διαμάντη – Πίτσιλη (οδοντίατρο), στην πλατεία Κιλκίς. Πίσω τους διακρίνεται ο τροχονόμος μέσα στην “βαρέλα” του, που ρύθμιζε την κυκλοφορία στη διασταύρωση των οδών Σκουφά και Βασιλέως Πύρρου. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της οικογένειας Πίτσιλη).

Η βαρέλα με τον τροχονόμο ήταν μια αναγκαιότητα στο παρελθόν, ειδικά τις μέρες των γιορτών που η κίνηση στην αγορά της πόλης αυξάνονταν. Οι τροχονόμοι ανέβαιναν στη βαρέλα για να γίνονται περισσότερο ορατοί από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Τις παραμονές των γιορτών, όπως τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, απλοί πολίτες, ιδιώτες και εταιρείες συνήθιζαν να αφήνουν δώρα στη βαρέλα του τροχονόμου. Πως όμως προέκυψε αυτή η συνήθεια; “Βασικό χαρακτηριστικό των παλιότερων δεκαετιών ήταν ο σεβασμός στα επαγγέλματα “κύρους”. Οι τροχονόμοι απολάμβαναν τον σεβασμό της κοινωνίας, καθώς η κοινωνία θεωρούσε ότι δούλευε για εκείνη. Θεωρούσε πως ο τροχονόμος δεν ήταν με την οικογένειά του τις γιορτινές μέρες για να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. Πρώτος ήταν ο Δήμαρχος της Αθήνας Κώστας Κοτζιάς εκείνος, που την Πρωτοχρονιά του 1936, σκέφτηκε να ανταμείψει την προσφορά του τροχονόμου της βαρέλας με ένα δώρο. Το δώρο του ήταν….δυο γαλοπούλες”. Όταν τη ρύθμιση της κυκλοφορίας ανέλαβαν τα φανάρια, οι βαρέλες με τους τροχονόμους δεν χρειάζονταν πιά…..(https://www.voltarakia.gr/)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Η Φιλαρμονική!

Αρχές δεκαετίας ’60. Η Φιλαρμονική του Μ/Φ Συλλόγου ΣΚΟΥΦΑΣ, σε παρέλαση στο ύψος του Αγίου Δημητρίου. Μαέστρος ο Κώστας Βαφειάδης. (Φωτο από προσωπική συλλογή).

Δημοσιεύθηκε στη Η Φιλαρμονική της Πόλης | Σχολιάστε

Oι Ταμπακιάδες…

Χαρακτικό – Ξυλογραφία του Δημήτρη Τσιρογιάννη με θέμα τους Ταμπακιάδες. (Πηγή : ΑΡΤΙΝΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ Η ΑΡΤΑ, Άρτα, 2005)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα | Σχολιάστε

Το εμπόριο δερμάτων στην Άρτα

Τα δέρματα ήταν ένα από τα προιόντα της περιοχής της Άρτας για τα οποία οι Γάλλοι, ήδη από την αρχή της εγκατάστασης του Γαλλικού Προξενείου στην Άρτα το 1702 , έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και τούτο γιατί στην περιοχή αφ’ ενός μεν εκτρέφονταν μεγάλος αριθμός οικόσιτων ζώων κάθε είδους, αφ’ ετέρου δε στα μεγάλα δάση της περιοχής το κυνήγι ήταν πλούσιο….

Γράφει ο Γ. Σιόροκας στο βιβλίο του “Το Γαλλικό Προξενείο της Άρτας”: “Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζε για τους Γάλλους της Άρτας το εμπόριο των δερμάτων. Ήδη από το 1704, ο γραμματέας του προξενείου P. Granier επισήμανε ότι τα βουβαλοδέρματα των 18, των 20 και των 22 οκάδων πουλιώνταν στην Άρτα σε λογικές τιμές και ότι θα μπορούσε να βρει κανείς εκεί αρκετές ποσότητες. Ο πρόξενος G. Dubroka δίνει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Σύμφωνα μ’ αυτές, οι εξαγωγικές δυνατότητες του προξενείου του έφταναν στις 3 – 4.000 βουβαλοδέρματα το καθένα είχε βάρος 75-80 λίβρες και στοίχιζε 4 – 4 ½ πιάστρα. Τα δέρματα αυτά μεταφέρονταν στη Ραγούζα και την Αγκώνα, όπου πουλιώνταν 3 τσεκίνια το καθένα.

Σ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα τα γαλλικά καράβια δεν έπαυαν να φορτώνουν στην Άρτα ποσότητες δερμάτων από βόδια, κατσίκια, λαγούς, αλεπούδες, καθώς και το είδος εκείνο που έμοιαζε με τα φημισμένα δέρματα της Κόρντοβας, τα γνωστά cordouans η αλλιώς “μαροκινά” δέρματα, που ήταν ιδιαίτερα λεπτά και στιλπνά. Συνήθως ήταν δέρματα από κατσίκα ή τράγο και από τον 16ο αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούνται κυρίως στην πολυτελή βιβλιοδεσία. Τα δέρματα αυτά φορτώνονταν στην Άρτα για λογαριασμό Γάλλων ή Ελλήνων εμπόρων, με προορισμό τη Μασσαλία ή τα ιταλικά λιμάνια.”. (Πηγή : ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΤΗς ΑΡΤΑΣ (1702 – 1789), Γ. Σιόροκας, Ιωάννινα, 1981)

Στη φωτογραφία “Μια εμπορική επιστολή του Ορέστη Καλόγηρου που γράφει για μια προσφορά από 2000 δέρματα κατσικιών στον Χρήστο Τσέτη στην Άρτα με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1926. Ο Ορέστης Καλόγηρος (Ιωάννινα 1881 – Θεσσαλονίκη 1958) δραστηριοποιήθηκε ως δερματέμπορος στα Γιάννενα από περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1910 μέχρι το 1930 που πτώχευσε. Ο δε Χρήστος Τσέτης, σύμφωνα με τον κατάλογο των επαγγελματιών της Άρτας μεταξύ 1920 – 1929, έκανε εξαγωγές εγχώριων προιόντων. (Πηγή : Οικογενειακό αρχείο κ. Ορέστη Καλογήρου, που τον ευχαριστώ θερμά για τα δυο αυτά αρχειακά τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι το εμπόριο δερμάτων στην Άρτα ήταν ακόμη ακμαίο στις αρχές του 20ου αιώνα!)

Όπως φαίνεται από τα δυο επιστολόχαρτα, ο Ορέστης Καλόγηρος μάλλον ενεργούσε ως εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας “Δημητριάδη” στα Γιάννενα. Ο Δημητράκης Ν. Δημητριάδης, σύμφωνα με άλλα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο εγγονός του κ. Ορέστης Καλογήρου, κατάγονταν από την περιοχή της Άρτας και η εταιρεία του βρισκόνταν στην Αθήνα.

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

Επαγγέλματα που χάθηκαν : Οι Ταμπάκηδες

“…….Από τη βόρεια πλευρά του παλιού βυζαντινού κάστρου, που τα ψηλά του τείχια καθρεφτίζονταν στο ποτάμι, μέχρι το λόφο της Μητρόπολης, απλωνόταν ο μαχαλάς, που στα επίσημα χαρτιά λέγεται συνοικία των Βυρσοδεψών ή Δάφνη, ενώ ο λαός την ονομάζει Ταμπακιάδες. Ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Έτσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες. Δάφνη ονομάστηκε γιατί στο κέντρο της συνοικίας, κοντά στο ναό της Ευαγγελίστριας, υπήρχε μια πανύψηλη δάφνη. Έλεγαν οι παλιοί πως αν κάποιος ανέβαινε στα ψηλότερα κλαδιά της, έβλεπε τη θάλασσα. Ταμπακιάδες ονομάστηκε η συνοικία από τους Τούρκους, από τη τούρκικη λέξη Tabak, που σημαίνει βυρσοδέψης.

Τα εργαστήρια ήταν λιθόκτιστα, δίπατα, με χαγιάτια πλακόστρωτα, με δύο και τρεις πέτρινες στέρνες (αμπαστάδες), ίσως και παραπάνω, πάγκους μαρμάρινους, μπορεί και ξύλινους. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια οι ταμπάκοι, φορώντας μεγαλόσωμη δερμάτινη ποδιά, δούλευαν τα δέρματα με πρωτόγονα μέσα. Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκοπούσε την ξινή μυρουδιά του τομαριού.

Στο ταμπάκικο του Απόστολου Τσιλιγιάννη – ένα πέτρινο δίπατο με αυλή, με ξύλινη οροφή για να απλώνουν τα δέρματα – (Κομνηνών 29) δούλευαν, πέρα από την οικογένεια και υπάλληλοι (ο Κώστας Αλεξίου, Γιώργος Δρόσος και Χρήστος Γελαδάρης). Προμηθευόταν τα δέρματα, συνήθως στεγνά, από ιδιώτες και από το Χαρακλιά. Όσο ήταν νωπά, τα αλάτιζαν και στη συνέχεια απομάκρυναν τα ανεπιθύμητα συστατικά – τρίχες, υπολείμματα από σάρκες, λίπη – με περιττώματα σκύλων ή πουλερικών και ασβέστη. Θα ακολουθούσε η δέψη, η κατεργασία του δέρματος και το φινίρισμα που αποσκοπούσε στην παραγωγή δέρματος με επιθυμητό πάχος, υγρασία, ευκαμψία και αισθητική εμφάνιση.

Στην αυλή υπήρχαν πέτρινες στέρνες με νερό, οι αμπαστάδες, χωριστές για κάθε είδος δέρματος. Για αμπαστάδες πολύ παλιά άνοιγαν λάκκους στη γη, επιστρωμένους με πλάκες συγκολλημένες με ασβέστη για να μη φεύγει το νερό. Ως ανώγειους αμπαστάδες χρησιμοποιούσαν ειδικά ξύλινα βαρέλια, καλά τοποθετημένα στη γη, πλάγια βαλμένα και από πάνω ανοιχτά για να δουλεύουν τα δέρματα. Υπήρχαν χωριστοί αμπαστάδες για τα χονδρά δέρματα – αγελαδινά και αλογίσια, άλλοι για τα χοιρινά και άλλοι για τα προβάτινα και γιδίσια.

Πρώτα έβαζαν τα δέρματα στο νερό για να μαλακώσουν, τα έξυναν με την ξάλα (ξύστρα) και μετά στην ασβέστη. Τα ξαναέξυναν και τα έβαζαν σε άλλες στέρνες με βελανίδι από το Γρίμποβο (αλεσμένο σε νερόμυλο της Άρτας και ανακατεμένο σε καυτό νερό. Όταν το βελανιδόνερο αποκτούσε θερμοκρασία περιβάλλοντος – γινόταν χλιαρό, τότε τοποθετούσαν τα δέρματα). Εδώ τα έβαζαν όμορφα διπλωμένα, με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο όψεις να εναλλάσσονται και πιέζοντας από πάνω το πρώτο, να έρχεται στην επιφάνεια το τελευταίο, και τα άφηναν τρεις μήνες περίπου για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα ξέπλεναν με χλιαρό νερό, τα άλειφαν με λάδι και τα άπλωναν σε τάβλες για να στεγνώσουν. Ειδικά τα αρνίσια και τα κατσικίσια τα κάρφωναν για να μη ζαρώσουν.

Τα αγελαδινά δέρματα τα χώριζαν σε ελαφριά και βαριά. Τα μεν βαριά τα πουλούσαν ώς είχαν, ενώ τα ελαφριά τα έβαφαν μελιτζανί, μαύρα ή μπεζ, συνήθως με βαφές που αγόραζαν από το Β. Λογοθέτη. Τα βαμμένα κίτρινα δέρματα ήταν τα γνωστά μαροκίνια, καθώς και τα κόκκινα. Το κάθε εργαστήριο είχε τη δική του μέθοδο βαψίματος. Στα δέρματα που άφηναν επάνω τους το μαλλί (θα τα χρησιμοποιούσαν για γιακάδες και πέτα σε παλτό και σακάκια) έβαζαν ναφθαλίνη. Το μαλλί από χοιρινά το πουλούσαν σε δεματάκια για οδοντόβουρτσες σε εργοστάσια του Πειραιά, το γίδινο και αρνίσιο μαλλί στο εμπόριο (το χρησιμοποιούσαν οι σοβατζήδες για τα ταβάνια). Τα πιο μεγάλα κατσικίσια και αρνίσια δέρματα τα χρησιμοποιούσαν για επένδυση σαμαριών.

Το βάψιμο και το γυάλισμα γίνονταν στην τελική επεξεργασία, όταν δηλαδή ήταν έτοιμα να πουληθούν. Το τελατίνισμα γίνονταν στο τέλος στα βοοειδή, με ειδικά, χει ροκίνητα, τότε εργαλεία. Τα τελατίνια και τα λουστρίνια ήταν εξαιρετικά δέρματα. Τα λουστρίνια γίνονταν παπούτσια πολυτελείας ή για στόλισμα σε άλλα καλά παπούτσια και τσαρούχια. Τα τελατίνια γίνονταν τσαρούχια Α ́ ποιότητας.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι ταμπάκηδες ήταν:

-Καβαλέτα: ειδικά, στρογγυλά, χοντρά, ξύλινα υποστηρίγματα

-Ξύστρα (ξάλα): για να καθαρίζουν τα δέρματα από τις τρίχες

-Μαχαίρι με δύο λαβές (χερούλια). Μ’ αυτό έξυναν το δέρμα όταν το τοποθετούσαν στο καβαλέτο, για να απομακρύνουν τις τρίχες

-Πάγκοι: συνήθως μαρμάρινοι για να απλώνουν πάνω τους τα δέρματα

-Χτένι: εργαλείο με οδοντωτή λεπίδα πάνω σε ξύλινη βάση για να ριγώνουν τα δέρματα. -Κοπίδι: κυκλικό μαχαίρι με ξύλινη λαβή για αν κόβουν τα “ψίδια”, δηλαδή τα κομμά τια του δέρματος.

-Ξύλινη οδοντωτή πλάνη: για το ξύσιμο και το στρώσιμο του δέρματος.

Στα χωριά την κατεργασία των δερμάτων την έκαναν οι τσαρουχάδες, οι οποίοι και προμήθευαν με κατεργασμένα δέρματα τους σαμαράδες. Φημισμένο κέντρο κατεργασίας δερμάτων ήταν η Άμφισσα, από την οποία προμηθευόταν δέρματα και η Άρτα. Μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το εμπόριο δερμάτων βρισκόταν σε ακμή. Με την κατοχή συνεχίστηκε με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση σταμάτησε….” (Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Έκδοση Μ/Φ Συλλόγου “ΣΚΟΥΦΑΣ”, Αθήνα 2004)

Στη φωτογραφία “Εσωτερικό παλιού βυρσοδεψείου στην περιοχή Ταμπακιάδες” από το ίδιο βιβλίο.

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

Άποψη Καλαρρυτών

1938 – Άποψη Καλαρρυτών από τη Μπουλιάνα, σε φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή. (Από τη συλλογή Γεωργίου Καρρά)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Σπίτι στους Καλαρρύτες!

Πέτρινο σπίτι στους Καλαρρύτες και στο βάθος η Κακαρδίτσα, σε φωτογραφία του Λάζαρου Παμπέρη. (Πηγή : Περιοδικό “Κορφές”).

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | 2 σχόλια

Φωτογραφική έκθεσις “ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΟΥΝΑ”

“Η Α. Β. Υ. ο Διάδοχος κατά την τελευταίαν ενώπιόν του παρουσίασιν του Προεδρείου του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου εξεδήλωσεν ζωηρόν ενδιαφέρον διά την υπό του Συνδέσμου οργανουμένην φωτογραφικήν έκθεσιν “Τα Ελληνικά Βουνά”, την οποίαν έχει ήδη θέσει υπό την υψηλήν προστασίαν του, προθυμοποιηθείς μάλιστα να παραχωρήση διά την έκθεσιν το επιδοθέν Αυτώ υπό του Ε.Ο.Σ. λεύκωμα φωτογραφιών”. (Πηγή : Περιοδικό “ΤΟ ΒΟΥΝΟ”, Ιούνιος 1938)

Στην φωτογραφία “Τα Τζουμέρκα” σε φωτογραφία Ι. Παπαρρόδου, από το παραπάνω λεύκωμα.

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Στους Μελισσουργούς…

Στον Κάμπο των Μελισσουργών. Από δεξιά : Στέλιος Κάτσινος, Αναστασία Μπρισένιου – Κάτσινου, Αντώνης Μπρισένιος, Ευανθία Μπρισένιου – Νάκα, Βούλα Κολιοπάνου – Κάτσινου και Γιάννης Κολιοπάνος. (Φωτο από συλλογή Ε. Κ.)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Ο Άραχθος…

Άποψη του Αράχθου από την Τσούκα. (Φωτο από προσωπική συλλογή Α. Καρρά)

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε