
Φίλοι του ΑΕΤΟΥ : Θεόδωρος Αγγούρας, Γρηγόρης Τάχος, Χρήστος Νικολάου, Νίκος Μητσιάνης, Ευστάθιος Γουρνάκης, Παναγιώτης Παπανικολάου, Δημήτρης Λάιος (οδοντίατρος).
(Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Φίλοι του ΑΕΤΟΥ : Θεόδωρος Αγγούρας, Γρηγόρης Τάχος, Χρήστος Νικολάου, Νίκος Μητσιάνης, Ευστάθιος Γουρνάκης, Παναγιώτης Παπανικολάου, Δημήτρης Λάιος (οδοντίατρος).
(Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
Φωτοκάρτα με τη Μονή της Κάτω Παναγιάς, κτησθείσας τον 12-13 αιώνα. Στο βάθος διακρίνεται το Γεφύρι Της Άρτας στον ποταμό Άραχθο. (Φωτο από Οίκο Δημοπρασιών)

Η ιστορία του Ηλία Προδρόμου (Μπαϊράμογλου), προσφυγόπουλου από κάποιο χωριό της Καππαδοκίας, που μετά την Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στο Οικοτροφείο Άρτης, όπως την κατέγραψε και μας την διηγήθηκε ο εγγονός του, Παύλος Παπαδόπουλος.
“Χρονολογία γέννησης του παππού μου ήταν μάλλον το 1912, στην Ρωμαϊκή Λεύκη Καππαδοκίας (Ρούμκαβακ), και θανάτου το 1997, στο χωριό Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων (Τατάρι). Το χωριό μας στην Μικρά Ασία, λεγόταν Ρωμαϊκή Λεύκη (Ρούμκαβακ) Καππαδοκίας, (κοντά στην Καισάρεια) ένα χωριό χτισμένο στα υψίπεδα της Κεντρικής Ανατολίας, ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά και κοντά σχετικά στις όχθες του ποταμού Άλη. Σας παραθέτω μερικές φωτογραφίες του σημερινού χωριού με τις παλιές κατοικίες των Ελλήνων να στεγάζουν ακόμα και τώρα Τούρκους …..την πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου όπου πλέον στεγάζεται το τζαμί….και διάφορες άλλες που δείχνουν το χωριό και τα γύρω τοπία του……!!!







Όσο τώρα για την καταγωγή των εκεί Ελλήνων…..το χωριό αυτό όπως και 2-3 διπλανά χωριά ήταν αποικία των Φαράσσων μίας ακμάζουσας ελληνικής πόλης λίγο νοτιότερα, η οποία και αυτή με την σειρά της ήταν από παλαιότερα αποικία της κυρίως Ελλάδας που είχε εμπλουτιστεί με παραμένοντες Έλληνες από το στράτευμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου….συν το ότι εκεί εγινε εγκατάσταση πληθυσμού και από την Κωνσταντινούπολη (κάτι σαν συνοριοφύλακες) μόλις από ανατολικά έφτανε ο κίνδυνος τον τουρκικών ορδών….από εκεί προέρχεται και η ιστορία του Διγενή Ακρίτα !!!
Από εκεί ήρθε ο παππούς μου, ή σωστότερα, τον έφερε από το Μικρασιατικό λιμάνι της Μερσίνας ένας κληρικός, ο οποίος μάζεψε τα ορφανά παιδιά από πολλά χωριά της Καππαδοκίας και κατέληξαν αρχικά στον Πειραιά. Είναι άγνωστο αν αυτός ο κληρικός άφησε τα παιδιά στο καράβι στην Μερσίνα και συνέχισε επιστρέφοντας για να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του στα χωριά της Καππαδοκίας, αν τα συνόδεψε στον Πειραιά, ή ακόμα και αν τα μετέφερε μέχρι το ορφανοτροφείο της Άρτας.
Ο παππούς μου, εφόσον έχασε νωρίς τον μικρό του αδελφό, ο οποίος ονομαζόταν Λάμπρος, ή και Λάζαρος, έχασε νωρίς επίσης και την μητέρα του, που σχεδόν σίγουρα λεγόταν Σουλτάνα Σαρμπάπογλου. Τον πατέρα του Πρόδρομο, όπως και τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιχάλη σπάνια τους έβλεπε λόγω του ότι εργάζονταν τον περισσότερο καιρό σε εμπορικές εργασίες στην Σμύρνη. Βέβαια υπάρχει και η εκδοχή, ότι μόλις πέθανε η μητέρα, ο μεγάλος αδελφός του Μιχάλης, να δόθηκε σε συγγενική οικογένεια στην Σμύρνη, όπου και μορφώθηκε. Τον παππού Ηλία πάντως, σίγουρα τον μεγάλωνε όσο παρέμενε στο χωριό στην Μικρά Ασία ο θείος του, δηλαδή ο αδελφός του πατέρα του, που λεγόταν Ιωάννης, με την οικογένεια του.
Άγνωστο το πώς και για ποιο λόγο δεν ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον θείο του, αλλά μέσω ενός κληρικού. Ίσως η φτώχεια και ο γενικός χαμός έκαναν τον θείο του να τον δώσει; Ίσως επειδή ήταν ήδη καταγεγραμμένος σαν ορφανός και δεν γινόταν διαφορετικά ; Κατά τις δύσκολες ώρες της αποχώρησης από την Μικρά Ασία, αλλά και λόγω των δυσκολιών της όλης κατάστασης που περιέγραψα πριν, έφτασε σε ένα σημείο να μην θυμάται το πραγματικό του επώνυμο (Μπαϊράμογλου), όταν ρωτήθηκε από τα άτομα των Ελληνικών αρχών στο λιμάνι του Πειραιά. Άλλωστε σε εκείνη την ηλικία, σε εκείνα τα χρόνια και σε εκείνα τα μέρη, ποιός σε ρωτούσε το επώνυμο σου, ώστε να το “εμπεδώσεις”; Θυμόταν μόνο το όνομα του πατέρα του “Πρόδρομος” ! Έτσι, και με αυτό τον τρόπο οι αρχές τον κατέγραψαν επίσημα, ως “Προδρόμου”. Με αλλαγμένο το επώνυμο πλέον, ξεκίνησαν νέες δυσκολίες, εφόσον δεν ήταν εύκολο να βρεθεί λόγω αυτού του γεγονότος αλλά και του γενικού χαμού που επικρατούσε, από τους βιολογικούς του συγγενείς. Μετά από μια σύντομη παραμονή στον Πειραιά, μεταφέρθηκε στο ορφανοτροφείο τής Άρτας όπου μένοντας αρκετά χρόνια, μορφώθηκε επαρκώς για την εποχή του, από τους κληρικούς που δίδασκαν εκεί.

Σημειωτέο ότι το καράβι που τους μετέφερε στον Πειραιά, ήθελε η Ελληνική κυβέρνηση να το στείλει στην Αμερική, για να δοθούν εκεί τα παιδιά για υιοθεσία, αλλά υπήρξε αντίδραση πιθανότατα πάλι από την εκκλησία, και το καράβι παρέμεινε στην Ελλάδα. Στο ορφανοτροφείο αυτό βρέθηκε με τον επίσης ορφανό συγχωριανό του από το Μικρασιατικό μας χωριό Αναστάσιο Αποστολίδη, που μετέπειτα εγκαταστάθηκε στο χωριό Καππαδοκικό Καρδίτσης. Έμεινε στην Άρτα, από όταν ήρθε στην Ελλάδα, μέχρι το 1930 – 1932, δηλαδή αρκετά χρόνια.
Εν τω μεταξύ, οι συγγενείς του, και ιδιαίτερα ο αδελφός του Μιχάλης Μπαϊράμογλου, τον αναζητούσαν μέσω του Ερυθρού Σταυρού, και το θαύμα έγινε, ΒΡΕΘΗΚΕ…!!! Άκρως συγκλονιστική η σκηνή που διαδραματίστηκε μόλις ο μεγάλος αδελφός Μιχάλης Μπαϊράμογλου, και οι συγχωριανοί Παυλίδης Γιάννης και Κορκίζογλου Βασίλης, επισκέφθηκαν το ορφανοτροφείο, αλλά δεν γνώρισαν τον μικρό αδελφό του πρώτου, ο οποίος όμως μόλις τον είδε, πήγε κατευθείαν και του τράβηξε το μανίκι με τρόπο, ώστε να καταλάβει ποιος είναι ! Από εκεί και πέρα, πέρασε ένα διάστημα με κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες, και ο παππούς μου πήγε στο χωριό στα Φάρσαλα που έμεναν οι συγγενείς του.
Ένα άλλο περιστατικό που διαδραματίστηκε στο χωριό ήταν ότι όταν έφτασε, φορούσε την ενδυμασία του ορφανοτροφείου, και μόλις τον είδε ο κόσμος που τότε θέριζε στα χωράφια, νόμισε ότι ήταν χωροφύλακας, και λόγω του ότι η αστυνομία ήταν τότε εχθρική, (ακόμα περισσότερο) με τους Μικρασιάτες, έτρεξε να κρυφτεί !

Έκτοτε όλα πήραν το δρόμο τους, και ο παππούς μου σαν εγγράμματος, ανέλαβε να μοιράσει τη γη που διέθεσε το κράτος στους πρόσφυγες, πράγμα το οποίο έφερε εις πέρας θαυμάσια και χωρίς κανένα παράπονο από κανέναν.
Άλλωστε το χωριουδάκι μας, το οποίο σχεδίασε, είναι τέλειο από πλευρά ρυμοτομίας και ίσου εμβαδού οικοπέδων! Μέχρι τότε οι χωριανοί ζούσαν σε υπόσκαφα σπίτια στον παρακείμενο από το χωριό λόφο ή παραπήγματα.


Τα βάσανα του όμως δεν σταματούν εκεί, γιατί μετά ήρθε ο πόλεμος του 1940 στον οποίο, πάνω στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, έχασε τα πόδια του από βλήμα όλμου.
Παρόλα αυτά κατάφεραν να τον βρούνε μες τα χιόνια και να τον στείλουν στον Πειραιά με καράβι το οποίο επίσης βομβαρδίστηκε στον Ισθμό της Κορίνθου, αλλά γλύτωσε και από εκεί.

Τα υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του, που ήταν αρκετά, τα πέρασε στο χωριό που ο ίδιος είχε σχεδιάσει, αποκτώντας 7 παιδιά με την Κατίνα Τσιτσέκογλου, με την οποία είχε παντρευτεί νωρίτερα, πριν από τον πόλεμο.
Τις πληροφορίες κατέγραψα από αυτά που θυμάμαι να μου εξιστορεί ο ίδιος ο μακαρίτης ο παππούς μου, από αυτά που μου περιέγραψαν οι γονείς μου Νικόλαος Παπαδόπουλος (παλιότερα Κεΐσογλου) και Ευανθία Προδρόμου (Μπαϊράμογλου), όπως και από μαρτυρίες συγγενών και κυρίως του ξαδέλφου μου Δημήτρη Μπαιράμογλου!”
Χειρόγραφες σημειώσεις του κ. Νάσου Μπράτσου από την εφημερίδα ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ του 1931 που αναφέρονται σε ποδοσφαιρικούς αγώνες του ΠΑΝΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ, της ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ και του ΚΕΡΑΥΝΟΥ και όπου μπορεί κάποιος να δει όλα τα ονόματα των παικτών του Παναμβρακικού Άρτας εκείνη τη χρονιά. Να υπενθυμίσουμε ότι εκείνα τα χρόνια οι μετακινήσεις παικτών μεταξύ ανεξάρτητων ομάδων, αλλά και η περιστασιακή ενίσχυσή τους από στελέχη άλλων ομάδων σε συγκεκριμένους αγώνες, ήταν συχνό φαινόμενο.
“……..Στις 8-9-1931 η Πανεργατική στο γήπεδο του πεδίου βολής υποδέχεται τον Ατρόμητο Ιωαννίνων και χάνει με 0-1. Ο Μητροπολίτης Άρτης Σπυρίδων απονέμει το κύπελλο στους νικητές. Αναφέρονται σαν μέλη του Δ.Σ. Της Πανεργατικής οι Ιωάννης Λάμπρου, Ευαγγ. Τσαλαπάτης, Βασ. Τσολιάς, Βασ. Παναγής, Βασ. Βαβέκης (γεν.γραμματέας)”. (Πηγή κειμένου & φωτογραφίας : Άρθρο του Νάσου Μπράτσου, https://www.ertnews.gr/ )

“Δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση η περιοχή της Αμβρακίας στο γενικότερο φαινόμενο που εξελίχθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου η έλευση των προσφύγων του 1922, βοήθησε την επανεκκίνηση του αθλητισμού μετά την πολύχρονη πολεμική περιπέτεια της χώρας (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος, εκστρατεία της Κριμαίας, Μικρασιατική εκστρατεία).
Με πλούσια αθλητική παράδοση και θέληση για να ριζώσουν και να δημιουργήσουν, οι Μικρασιάτες, υπήρξαν παράλληλα και «αιμοδότες» αθλητικού δυναμικού, καθώς μεγάλο μέρος των ανδρών που ήταν σε ηλικίες πρόσφορες για αθλητική δράση είχαν χαθεί στα μέτωπα του πολέμου ή είχαν γυρίσει σακατεμένοι.
Στην περιοχή που αναφερόμαστε, την Άρτα, το 1927 ιδρύθηκε ο “Παναμβρακικός”, του οποίου η αρχική ονομασία ήταν “Ανεξάρτητος Αθλητικός Όμιλος Άρτας”.
Η ομάδα που με την ονομασία της έδειχνε τον προσανατολισμό της στο ρεύμα του εργατικού αθλητισμού της εποχής, ήταν η “Πανεργατική Άρτας”, σε ορισμένα δημοσιεύματα εφημερίδων αναφέρεται και σαν “Πανεργατικός”, με χρώματα ερυθρόλευκα. Η Πανεργατική ιδρύθηκε το 1931 από τον ράφτη Τσαλαπάτη και στελεχώθηκε και εκτός από εργαζόμενους και από αθλητές προερχόμενους από το Οικοτροφείο, έτσι στην Άρτα υπήρχαν τρεις ομάδες, ο Παναμβρακικός, το Οικοτροφείο και η Πανεργατική…..”

Στη φωτογραφία ο Κώστας Τομπουλίδης μαζί με πιτσιρικάδες (περίοδος 1917-1920) αρχηγός και των τριών προπολεμικών ομάδων της Άρτας, Παναμβρακικού, Πανεργατικής και Κεραυνού. Αρχηγός και της Μικτής Ηπείρου. Φυσιογνωμία του ποδοσφαίρου και πρωταθλητής στίβου. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. (Πηγή κειμένου & φωτογραφίας : Άρθρο του Νάσου Μπράτσου, https://www.ertnews.gr/ )
“Από τα τέλη του 1923 η κατάσταση των προσφύγων βελτιώθηκε σημαντικά. Η Ελληνική Κυβέρνηση με τη βοήθεια των Η.Π.Α. διέθεσε μεγάλες ποσότητες φαρμάκων και ειδών διατροφής, όπως και ιματισμό.
Ταυτόχρονα και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, μόλις συνήλθαν από τις κακουχίες, άρχισαν να εργάζονται κι αυτοί. Βέβαια κάτω από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Άρτα ήταν δύσκολο να βρουν κάποια δουλειά που να ταίριαζε στις γνώσεις τους. Οι περισσότεροι εργάζονταν ως εργάτες γης, ως εργάτες, κυρίως οι γυναίκες, στα συσκευαστήρια ελαιών ή ως υπάλληλοι σε διάφορα εμπορικά καταστήματα. Μερικοί απ’ αυτούς που στην πατρίδα τους ήταν έμποροι, άρχισαν να εμπορεύονται ως πλανόδιοι πωλητές στα χωριά ή άνοιξαν καταστήματα και αποθήκες σε πρόχειρες ξύλινες παράγκες που ο Δήμος τους επέτρεψε να τοποθετήσουν στο χώρο που βρισκόταν κάτω από την πλατεία Σκουφά. Έτσι, έχοντας κάποια οικονομική βάση κατόρθωσαν να νοικιάσουν μερικά διαθέσιμα σπίτια και με τον τρόπο αυτό να παύσει με την πάροδο του χρόνου ο αφόρητος συνωστισμός στους αρχικούς καταυλισμούς των.
Με την πολιτογράφησή τους και την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους απέκτησαν, κυρίως στο Δήμο Αρταίων πολιτική δύναμη, κι έτσι εξηγείται το ότι εις τους υποψήφιους συμβούλους του ψηφοδελτίου του Γεωργίου Καζαντζή περιλαμβάνονταν και ο πρόσφυγας Ιωάννης Αρκουδιάρης, ο οποίος και εκλέχτηκε.
Όπως όμως είχε προβλέψει το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αρταίων, ο νομός της Άρτας δεν προσφέρονταν για την εγκατάσταση των προσφύγων. Μεγάλο τμήμα από τους πρόσφυγες που ήταν και στην πατρίδα τους γεωργοί, εγκαταστάθηκαν στα προσφυγικά χωριά που δημιουργήθηκαν στο νομό Πρεβέζης, ενώ ένα μεγάλο μέρος από τους ασχολούμενους με το εμπόριο και την βιοτεχνία εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις. Όπως προκύπτει από την απογραφή του 1928, από τους 3002 πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στο νομό Άρτης, παρέμειναν μόνο 342 άτομα σ’ ολόκληρο το νομό, ενώ στην πόλη της Άρτας 300 άτομα. Σύμφωνα με τις δηλώσεις τους, που δεν μπορούν να θεωρηθούν απόλυτα ακριβείς, 6 από αυτούς κατάγονταν από την Ανατολική Θράκη, 29 από την Κων/πολη, 2 από τη Ρουμανία, 60 από τη Ρωσία, 156 από την περιοχή του Πόντου και 89 από την υπόλοιπη Μικρά Ασία.
Βέβαια κατά το χρονικό διάστημα από το 1923 μέχρι το 1928 πρέπει να υπολογισθεί ότι έχουν πεθάνει το 1/10 των αρχικώς εγκατασταθέντων προσφύγων, ενώ ταυτόχρονα έχομε κι ένα ίδιο ποσοστό γεννήσεων. Αλλά τα παιδιά που γεννήθηκαν στην Άρτα έπαυσαν να χαρακτηρίζονται ως πρόσφυγες……Το έτος 1932 κτίστηκε ο προσφυγικός συνοικισμός πλησίον της εκκλησίας της Οδηγητρίας, που αποτελείται από 20 διαμερίσματα των 2 δωματίων, χωλ και κουζίνας και στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πιο άποροι από τους πρόσφυγες που κατοικούσαν στο Δήμο Αρταίων. Σήμερα η αφομοίωση των προσφύγων με τους ντόπιους είναι πλήρης. Από τους νέους που γεννήθηκαν από γονείς πρόσφυγες, εκτός από 1-2 έχουν ξεχάσει την Τουρκική και τη Ρωσική, δυστυχώς όμως και την Ποντιακή διάλεκτο, μια διάλεκτο Αιολική που είχε 2χιλιετή ιστορία.
Με το πέρασμα τόσων χρόνων από την αρχική εγκατάσταση των προσφύγων στην Άρτα, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, τίποτε, ούτε η γλώσσα, ούτε τα έθιμα δεν ξεχωρίζουν τους πρόσφυγες από τους παλιούς ντόπιους και μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων γνωρίζουν οι νεότεροι για τις χαμένες τους πατρίδες, που οι αναμνήσεις και ο χρόνος τις εξιδανικεύουν και τις εμφανίζουν σαν χαμένους παραδείσους…..” (Πηγή : Άρθρο του Νομικού Ε. Πατσαλιά στην Εφημερίδα ΕΡΙΒΩΛΟΣ, τχ. 11, 1990)

Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από την εκδήλωση της Ε.Π.Σ. Αθηνών για τα 50 χρόνια στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας το 1975. Παίκτες της ιστορικής ομάδας ΝΙΚΗ ΠΛΑΚΑΣ, η οποία από το 1950 -1959 είχε παίξει στην Άρτα 4-5 φιλικούς αγώνες και είχε κατακτήσει πρωτάθλημα και κύπελλο Αθηνών. Σημαιοφόρος το Αρτηνόπουλο πλέον, από τα προσφυγικά της Οδηγήτριας, Στέφανος Τομπουλίδης, στα χνάρια του πατέρα του Κώστα, αρχηγού του Παναμβρακικού. Επίσης διακρίνονται οι Ζουγανέλης, Παππάς, Παπαναστασίου, Τσεβάς, Χαμόδρακας, Μαστρογιάννης, Ζαζάνης. (Φωτο από αρχείο Στέφανου Τομπουλίδη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Η συγκεκριμένη φωτογραφία από το αρχείο του Γιάννη Νίκα, τραβηγμένη από τον Δ. Μητσιάνη μεταξύ 1945-50, μας προβλημάτισε αρκετά καθώς δεν είχαμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο στην περιοχή μας.. Κάναμε μια μικρή έρευνα αλλά δεν μπορέσαμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τη συγκεκριμένη κατασκευή, κάπου στον Κάμπο της Άρτας. Μετά, εντελώς τυχαία, βρήκαμε κάποιες φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα από τον Θεσσαλικό κάμπο που παρουσίαζαν παρόμοιες κατασκευές, τις λεγόμενες “δραγασιές, τσαρδάκια ή φραγκιάτες” και πολύ πιθανόν να πρόκειται για μια τέτοια κατασκευή. Σε σχετικά άρθρα για τις κατασκευές αυτές στη Θεσσαλία, διαβάζουμε :
“Μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αι. για να μπορούν να παρακολουθούν οι ιδιοκτήτες ή οι καλλιεργητές των κτημάτων αλλά και οι δραγάτες-αγροφύλακες τα χωράφια στον κάμπο και να προστατεύουν τις παραγωγές από κλοπές ή ζημίες έφτιαχναν σε περίοπτες θέσεις- απ’ όπου κατάφερναν να εποπτεύουν ολάκερη την περιοχή- ψηλές αυτοσχέδιες καλύβες, γνωστές ως “δραγασιές (από το δραγάτη που σημαίνει αγροφύλακας), τσαρδάκια ή φραγκιάτες”. Αυτές ήταν προχειροκατασκευασμένα κιόσκια, με καλαμιές πλεγμένες σε ξύλινο σκελετό, που τους παρείχαν τη στοιχειώδη σκιά. Στις δραγασιές είχαν το πρόχειρο κρεβάτι τους, κουβέρτες ή την μάλλινη κάπα τους για το κρύο της νύχτας και λυχνάρι ή φανάρι με λάδι για στοιχειώδη φωτισμό.
Από εκεί ολημερίς και ολονυχτίς με συντρόφους τον γκιώνη , τ’ αηδόνι και τους αμπελουργούς επόπτευαν την περιοχή της δικαιοδοσίας τους κι όταν διαπίστωναν κάποια αταξία, έβγαζαν το βούκινο και προειδοποιούσαν με απειλητικά «βουκινίσματα» τον παραβάτη ή πετροβολούσαν τα ζώα του κάμπου, που αψηφώντας τα σκιάχτρα και τους ίδιους απειλούσαν τις παραγωγές. Σπάνια αναγκάζονταν να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό, για να «σκιάξουν τους αλαφροπάτηδες της νύχτας”.
Η Σοφία Βυζοβίτη στο βιβλίο της ΜΙΚΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ γράφει για τις δραγασιές. “……Οι αγρονόμοι του Θεσσαλικού κάμπου ανέβαιναν ψηλά για να κοιμηθούν. Προστατευμένοι από τα αγρίμια και τους κλέφτες διανυκτέρευαν στο χωράφι, σε υπερυψωμένο κρεββάτι, φτιαγμένο από κλαδιά δέντρων….. Υψίκορμα και ραδινά, στηριγμένα σε ξυλοπόδαρα. Πλατφόρμες που ίπτανται πάνω από την επιπεδοχώρα του κάμπου. Αχυρόσπιτα έτοιμα να διαλυθούν στο φύσημα του ανέμου. Δεντρόσπιτα γεμάτα από τις ευωδιές της φρέσκιας φυλλωσιάς. Επιπλωμένα με τη φορητή οικοσκευή του νομά, μια κάπα, ένα μπόγο με φαγητό, ένα όπλο…..”
(Πηγές : 1. Άρθρο της Κ. Πάτση με τίτλο Οι δραγασιές του Τυρνάβου https://paidis.com/ 2. ΜΙΚΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ, Σ. Βυζοβίτη, Θεσσαλονίκη, 2017)

Ο χάρτης από το βιβλίο του François POUQUEVILLE “Ταξίδι στην Ελλάδα”, όπου αναγράφεται ο Κάμπος της Άρτας ως CHAZI.
(Πηγή : POUQUEVILLE,, François Charles Hugues Laurent. Voyage de la Grèce…, vols I-VI, Deuxième édition…, Paris, Firmin Didot, Père et Fils, 1826-27).
“Ξεχάστηκε πια. Κανένας σήμερα δεν ξέρει πως ο Κάμπος της Άρτας κι ιδιαίτερα το προς την πόλη τμήμα του λεγόταν κάποτε Χάζι- Οβασί. Σε ένα χάρτη που βρίσκουμε στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Πουκεβίλ « Ταξίδι στην Αλβανία κλπ.» που εκδόθηκε το 1926, πάνω στην πεδιάδα της Άρτας σημειώνεται η λέξη CΗΑΖΙ (Χάζι). Και στο «Δοκίμιο περί Άρτης» του Σεραφείμ Ξενόπουλου, βρίσκουμε τη φράση : Τμήμα Κάμπου, τουρκιστί Χαζί Οβασί (Τερπνή πεδιάς).
Γνώστης της τουρκικής έδωσε πλήρη εξήγηση της φράσης Χάζι-οβασί. Οβασί είναι η όαση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πεδιάδα. Χάζι, πάει να πει πως ένα αντικείμενο – ένα θέαμα συνήθως – προκαλεί τόση ευχαρίστηση στην όραση του θεατή, που τον κάνει να στέκεται εκστατικός και να το θαυμάζει. Με άλλα λόγια τον κάνει να χαζεύει, να κάνει χάζι.
Ώστε Χάζι Οβασί είναι η πεδιάδα που με την ομορφιά της ή την πλούσια παραγωγή της ή τις ευωδιές της, σε κάνει να την θαυμάζεις για πολλή ώρα, ή, για να χρησιμοποιήσουμε την τουρκική λέξη , να κάνεις χάζι.
Ο Ξενόπουλος μετέφρασε τη λέξη «χάζι» με το επίθετο «τερπνή». Το ίδιο είναι. Τερπνός είναι ο ευχάριστος, εκείνος που τέρπει. Μόνο που εδώ η τέρψη πρέπει να είναι υπερβολική, να φτάνει στο θαυμασμό, στο χάζεμα.
Κι αλήθεια, η πεδιάδα της Άρτας, με τη μεγάλη ποικιλία των δένδρων της, των φρούτων της, των χρωμάτων της, των λαχανικών της, με την αφθονία των νερών και των ζώων της, είναι μοναδική περίπτωση, ιδιαίτερα για την βορειοδυτική Ελλάδα. Ορθά οι Τούρκοι την ονόμασαν Όαση. Και πολύ ορθότερα την ονόμασαν Χάζι, όαση που σε κάνει να χαζεύεις. Τί φρούτο θέλεις και δεν το βρίσκεις στην πεδιάδα της Άρτας !!!!
Αξίζει όμως κι εμείς, με τη σειρά μας, να θαυμάσουμε τους τούρκους, που έδειξαν τόση ευαισθησία μπροστά στο θέαμα της αρτινής πεδιάδας, ώστε να της δώσουν ένα τόσο ρομαντικό όνομα. Γιατί οι τούρκοι σπάνια έδειχναν ευαισθησία….” (Πηγή : ΑΡΤΙΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, Γ. Τσούτσινος, Άρτα, 2001)

Στη φωτογραφία “1957 : Μια γυναίκα μεταφέρει στο σπίτι της νερό με τη στάμνα στο κεφάλι της στον Κάμπο της Άρτας, κοντά στον Άραχθο ποταμό” (Φωτoγραφία του Cas Oorthuys, https://www.nederlandsfotomuseum.nl/)