ΟΙΚΙΑ ΠΙΤΣΙΛΗ

—————-
Ένα από τα τελευταία σπίτια της Άρτας με «σαχνισί» ή μάλλον το τελευταίο. Πρόκειται για οικία επί της Γεωργίου Μάτσου στο κέντρο της Άρτας η οποία ήταν συνιδιοκτησία των Πίτσιλη – Τσιτσιμπρίκου. Το κτήριο με τα «Υποδήματα Παρασκευά – Μπονιάκου» είναι σήμερα το Καφέ Φλοριάν.
Στην Αρχιτεκτονική ανάλυση παραδοσιακών κτηρίων του ΕΜΠ διαβάζουμε σχετικά : “ Το σαχνισί αποτελεί προβολή του ορόφου με τη μορφή κλειστού εξώστη. Κατά κανόνα, φέρει πλάγιο άνοιγμα. Αρχικά, κατασκευάζεται το δάπεδό του με ξύλινα δοκάρια δέκα επί δεκαπέντε εκατοστών που πακτώνονται στη λιθοδομή ανά σαράντα έως εξήντα εκατοστά. Πάνω στα δοκάρια, καρφώνονται συνήθως μαδέρια πάχους 5 εκατοστών και πλάτους είκοσι πέντε έως τριάντα εκατοστών. Στη συνέχεια, και αφού ενισχυθεί η στήριξη των δοκαριών με αντηρίδες, υψώνονται ορθοστάτες πάνω στους οποίους καρφώνονται οι μπαγδατοπήχεις και η τελική επιφάνεια του σαχνισιού επιχρίεται συνήθως με σοβά.” (http://5a.arch.ntua.gr/project/1192/4214).
Παλαιά σπίτια με αντίστοιχες προβολές μπορούμε να δούμε και στα σκίτσα με τα αστικά σπίτια του Α. Ορλάνδου στο λινκ https://www.facebook.com/…/a.1708564383…/170844828318302

(Η μοναδική αυτή φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Γιάννη Νίκα την δεκαετία του ’70)

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

Η ΠΟΛΗ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘70

———————-

Πανοραμική φωτογραφία της πόλης της Άρτας που δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Διακρίνονται καθαρά οι οδοί Β. Κωσταντίνου και Τζουμέρκων πριν την διάνοιξή τους που έγινε για μεν την Β. Κωσταντίνου στις αρχές του ’80, για δε την Τζουμέρκων στις αρχές του 2000. Διακρίνονται επίσης καθαρά τα σπίτια δίπλα στον περίβολο της Παρηγορήτισσας, επί της Β. Κωσταντίνου. Στο πρώτο σπίτι αριστερά, δίπλα στον κήπο της οικίας Γαρουφαλιά υπήρχε το Φροντιστήριο Αγγλικών του Γιαννακάκη (Φαντάζομαι αρκετές κυρίες θυμούνται την σύζυγό του, κ. Γιαννακοπούλου, που παρέδιδε μαθήματα Οικοκυρικών στο Θηλέων την δεκαετία του ’70). Μπορούμε ακόμη να δούμε την Πλατεία Σκουφά και το μικρό πάρκο με τις τριανταφυλλιές καθώς και το χώρο που αποτελούσε τότε χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων και που σήμερα έχει ανοικοδομηθεί. Στο χώρο αυτό υπήρχε παλαιότερα το Τολ του στρατού το οποίο φαίνεται σε κάποιες παλαιότερες φωτογραφίες μπροστά στην Παρηγορήτισσα. Και δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε τις αμυγδαλιές στον λόφο της πόλης…..
(Η φωτοκάρτα – που είναι έκδοση Αδελφών Λιγούρα /Γκιώκα – είναι από το αρχείο του Γιάννη Νίκα)

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

ΤΟ ΣΠΙΤΙ Δ. ΑΛΙΒΕΡΤΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ

———————–
Η οδός Β. Κωσταντίνου πριν ρυμοτομηθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν είχε τη μορφή που έχει σήμερα αλλά στην περιοχή πριν φτάσουμε στην Αγία Σοφία, έστριβε δεξιά, κοντά στο κατάστημα της κυρίας Σουραβλιά, περνούσε μπροστά από την Αγία Σοφία και συνέχιζε ξανά από κει και πέρα. Στην περιοχή εκείνη υπήρχε και το σπίτι του Δ. Αλίβερτη που τόσο όμορφα απαθανατίστηκε στον πίνακα του Δ. Βάσσου* με φόντο την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Στη φωτογραφία μπορούμε να δούμε το σπίτι από την πίσω πλευρά (όπως και στον πίνακα), στην πραγματική του μορφή, χαρακτηριστική των παλιών σπιτιών της πόλης. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Γιάννη Νίκα, τραβηγμένη από τον ίδιο).

*Μπορείτε να δείτε τον πίνακα του Δ. Βάσσου στο λινκ https://www.facebook.com/…/a.1303681190…/253669850035799

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ – ΤΟ ΣΟΥΛΠΙ

———————
“Πιο κάτω απ’ το γιοφύρι περίπου 300 μέτρα, παρουσίαζε το ποτάμι κατάλληλο μέρος για ψάρεμα τους καλοκαιρινούς μήνες που λιγόστευε το νερό. Στη θέση αυτή έφτιαχνε «σουλπί» ο Γούσιας. Την άνοιξη έκλεινε το πιο στενό μέρος που παρουσίαζε το νερό, με σουλπί. Το σουλπί ήταν πυκνό καλαμωτό, αφήνοντας στη μέση ένα άνοιγμα που αντίκρυζε στο μεγάλο κοφίνι που ήταν από κάτω. Το κοφίνι ήταν τεχνικά φκιασμένο με βέργα λυγαριάς, μεγάλο, στρογγυλό, ώστε μπαίνοντας μέσα τα ψάρια δεν μπόρεγαν να ξαναβγούν, ήταν στενό το στόμιο. Το πρωί πήγαινε ο Γούσιας, έβγαζε το κοφίνι, τάριχνε σε μια ψάθα και τα χώριζε κατά μεγέθη. Άρχιζε να φκιάνει αρμάθια κατακόρυφα σε βέργα λυγαριάς, έχοντας το κάθε αρμάθι ψάρια απ’ όλα τα μεγέθη. Το μεγαλύτερο ήταν ως μισή οκά καταλήγοντας ως μια χοντρή σαρδέλα. Τα ψάρια αυτά τάλεγαν «άσπρες». Έβγαινε μετά βόλτα στην αγορά και τα πούλαγε έχοντας περασμένα τα αρμάθια σε ξύλο στηριγμένα στον ώμο του, φωνάζοντας «φρέσκες χιονάτες». Τα καλάμια απ’ το σουλπί έβγαιναν ως μισό μέτρο πάνω απ’ το νερό. Επειδή πολλές φορές πήγαιναν γνωστοί του απ’ το Μουχούστι και του τάπαιρναν τη νύχτα, έφκιασε τσαρδάκι στο γυαλό κοντά στο σουλπί, σκεπασμένο το πάνω μέρος μόνο με φτέρες, περνώντας τη νύχτα του εκεί. Στο Μουχούστι ήταν πολλοί χασομέρηδες παίζοντας χαρτιά όλη μέρα στα καφενεία που ήταν πολλά. Αυτοί έφκιαναν τις απόκριες τα μασούρια με τα τραπλόχαρτα και τις τρακατρούκες με τις δώδεκα φωτιές. Η πόλη από κει προμηθεύονταν τέτοια σύνεργα να γιορταστεί η αποκριά…..”(Πηγή : Άρθρο του Λεωνίδα Βλάχου, ΑΡΤHΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 23-24, 1985)

Στη φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή “Ψαράς στην Άνω Καλεντίνη με σουλπί το 1938”

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

1948 – ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΜΒΡΑΚΙΚΟΥ

———————–
Δεξιά ο Κώστας Γιώτης, ο επονομαζόμενος Ρουμάνος (Από 1937-1948 στην ομάδα του Παναμβρακικού και από 1949-1957 στην ομάδα του Αετού). Στη μέση ο Μίμης Σέλτσικας (Νταμπλ με την Α.Ε.Κ. 1938&39. Δίδαξε την τέχνη της μπάλας όταν είχε έλθει με απόσπαση στην Άρτα στην Ύδρευση). Αριστερά ο Βίκτωρας Σακκάς (Επί πτυχίω στην Νομική Αθηνών. Από το 1937 – 1954 αρχηγός της ομάδας. Από το 1955 μέχρι τον Ιούλιο του 1960 Γενικός Αρχηγός όπως και στην Αναγέννηση). (Φωτο από αρχείο Βίκτωρα Σακκά, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς) 

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα του Παναμβρακικού | Σχολιάστε

Η ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΑΝΙΑ

———————–
Κάτοικοι του χωριού μεταφέρουν χέρι με χέρι την πέτρα και βοηθούν στο χτίσιμο της εκκλησίας με προσωπική εργασία*. Χτυπούσε η καμπάνα του χωριού και όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ανεξαρτήτως ηλικίας μαζεύονταν για να βοηθήσουν. Όλα με το χέρι καθώς δεν υπήρχε κανένα μέσο, ούτε δρόμοι, ούτε μηχανήματα. Στην πρώτη γραμμή ο παππάς, ο δάσκαλος, ο γραμματέας και ακολουθούσαν οι κάτοικοι της Καστανιάς, έχοντας κάτι χρήσιμο στα χέρια τους.(Φωτο και σχόλιο από ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 121, 1999)

*Η έννοια της προσωπικής εργασίας είναι σχεδόν άγνωστη σήμερα. Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά στο λινκ https://www.facebook.com/…/a.130664329…/108945314508254/

Δημοσιεύθηκε στη Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους | Σχολιάστε

ΧΩΡΙΟΝ ΒΡΑΤΣΙΣΤΑ Ή ΒΡΕΤΣΙΣΤΑ Ή ΒΡΕΤΣΕΝΙΣΤΑ (ΚΑΣΤΑΝΙΑ)

———————-
“Τούτο οικείται υπό 40 περίπου οικογενειών, αίτινες εκκλησιάζονται εις εκκλησίας 4, του αγίου Νικολάου τρεις και του αγίου Δημητρίου, επιτηρουμένας παρά δύω ιερέων.” (Πηγή : ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ, Σεραφείμ Ξενόπουλος, 1884)

Στη φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή η “Καστανιά Άρτας το 1938” 

Δημοσιεύθηκε στη Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Ο ΣΕΜΠΡΟΣ (2)

—————
“Συνήθως στήν περίπτωση του σέμπρου τό ζώο τό συνοδεύει ό νοικοκύρης του στό χωράφι του άλλου σέμπρου. Καί τούτο γιά δυο λόγους, αφ’ ενός μέν γιά νά μή κουράζη ό άλλος τό ζώο περισσότερο απ’ όσο πρέπει, καί αφ’ ετέρου διότι καί αυτός χρησιμοποιείται σάν βοηθητικό πρόσωπο στή σπορά. Τσαπίζει τις αυλακιές, ακολουθώντας τό ζευγάρι, γιά νά σκεπάζη καλύτερα τό σπόρο καί γιά νά ξεριζώνη τά διάφορα αγριόχορτα. Έτσι τό πρόσωπο αυτό μπορεί νά είναι καί ένα δεύτερο πρόσωπο από τό σπίτι. Ενώ αυτός πού τό χωράφι είναι δικό του πρέπει νά είναι πρόσωπο πού νά μπορεί νά κρατάει τό αλέτρι καί νά διευθύνη τά βόϋδια, δηλαδή άνθρωπος, ανεξάρτητα άνδρας ή γυναίκα, μέ δύναμι καί αξιάδα. Φυσικά, ό κάθε σέμπρος έχει τό δικό του αλέτρι, τό δικό του υνί ή γυνί, γιά νά μή λιώνη τό γυνί τού άλλου, τό δικό του ζυγό, τις ζεΰλες, τά σκιαδούκλια, τά ύπεργα, τις τριχιές, κτλ., τά οποία συνήθως τά κουβαλάει μέ τό δικό του φορτιάτικο τό πρωί στό χωράφι καί τό βράδυ στό σπίτι. Όπως καταλαβαίνει δέ κανείς, καί ό σπόρος είναι τού νοικοκύρι πού έχει τό χωράφι. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στό ξεκίνημα τό πρωί καί στήν επιστροφή τό βράδυ ώστε οί δυό σέμπροι νά απασχολούνται στό χωράφι τις ίδιες περίπου ώρες. Ό σέμπρος θά πρέπει νά φροντίση γιά τό μεσημεριανό φαγητό τών ζώων. Θά πρέπει δηλαδή νά κουβαλήση χόρτο ή καλαμποκιές από τό σπίτι του γιά νά ταίση τά ζωντανά. Ενώ οί άνθρωποι κουβαλούν ό καθένας τό δικό του ψωμί καί προσφάγι. Τό τελευταίο τούτο είναι συνήθως τυρί ή ελιές ή κρεμμύδι ή τουρσί, μέ μιά λέξι «ξηρά» τροφή, πού μπαίνει στό ξυλοπίνακο καί δέν χύνεται στό δρόμο κατά τό κουβάλημα. Τό λύσιμο τής σεμπριάς γίνεται μέ τό τέλος τής σποράς, κατά τον Μάρτιο, αφού φυσικά καί οί δυό σέμπροι σπείρουν τις μέρες πού χρειάζεται ό καθένας…..” (Πηγή : Άρθρο του Ν.Β. Λώλη στην Ηπειρωτική Εστία, τχ. 205-206, 1969)

Στη φωτογραφία του Β. Γκανιάτσα “Τσαπίζοντας τις αυλακιές”, από το Λέυκωμα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ, Σ. Βασιλείου, Αθήνα, 2007) 

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Ο ΣΕΜΠΡΟΣ (1)

—————–
“Προτού νά φθάση ό μηχανικός πολιτισμός στά μέρη μας, τις πιό δύσκολες καί βαρειές δουλειές τις τραβούσαν τα ζωντανά, δηλαδή τά φορτιάτικα καί τα ζευγάρια. Στά πρώτα υπάγονται τά γαϊδούρια, τά μουλάρια καί τά άλογα, στά δεύτερα μόνον τά βόϋδια (ή λέξις γράφεται εδώ όπως προ φέρεται στήν πατρίδα μου την Ήπειρο, από τό αρχαιοελληνικόν «βους»). Τουλάχιστον στήν Ήπειρο, όταν μιλάη κανείς γιά τό ζευγάρι του εννοεί τά βόϋδια, όχι τις αγελάδες, πού τά ζεύγει κάτω από τό ζυγό γιά νά τραβήξουν τό αλέτρι πού θά οργώση τό χωράφι. Τό καλοκαίρι θά τα χρησιμοποιήση επίσης στό αλώνι. Καλότυχος λοιπόν ό νοικοκύρης πού έχει τό ζευγάρι του καί κοιμάται στό κατώι. Αυτό παινεύει καί τό δημοτικό τραγούδι όταν λέει:
«Εσένα πρέπει αφέντη μου, τ’ άξιο το ζευγάρι,
Τ’ άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο,
Για να θερίζεις σταυρωτά, να δένης ανδρειωμένα».
Τί γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει ζευγάρι καί υπάρχει μόνον ένα βόϋδι; Τότε ανακύπτει επιτακτική ή ανάγκη του συνεταιρισμού με κάποιον άλλον, πού καί αυτός επίσης έχει μονό βόϋδι. Ό συνεταιρισμός αυτός καλείται «σέμπρος», (ή λέξις είναι ινδοευρωπαϊκή), καί διέπεται από ωρισμένους εθιμικούς κανόνες δικαίου, οί οποίοι τηρούνται μετά σχολαστικότατος καί ευλαβείας από τούς χωρικούς προς ίδιον αυτών συμφέρον καί πρός τό συμφέρον της κοινότητος.

Ή διάρκεια τού σέμπρου είναι εποχιακή, συνήθως αφορά τή χειμερινή περίοδο. Δηλαδή τήν περίοδο τής σποράς, πού αρχίζει από τόν Οκτώβριο καί τελειώνει τόν Μάρτιο, πράγμα πού σημαίνει ότι έχει ισχύν επί εξάμηνον. Μέ τά πρωτοβρόχια, πού αρχίζουν τά οργώματα, αρχίζει καί τό σέμπριασμα. Θά πρέπει δε νά φροντίση κανείς εγκαίρως πρός τούτο, ώστε νά μή μείνη στό τέλος μονός. Γιατί μέσα στό χωριό γίνονται πολλά σεμπριάσματα καί ό καθένας φροντίζει νά βρή αυτόν πού τού ταιριάζει καλύτερα. Στό σημείο αυτό, δυο στοιχεία έχουν βαρύνουσαν σημασίαν, αφ’ ενός μέν τά ζωντανά νά είναι τής ίδιας δυναμικότητος καί αφ’ ετέρου τά πρόσωπα, οί νοικοκυραίοι τους, νά είναι συγγενικά. Εκτός όμως αυτών θά πρέπει οί σέμπροι νά σπέρνουν καί τις ίδιες ημέρες. Δηλαδή, αν ό ένας σπείρη 25 ήμέρες, θά πρέπει καί ό άλλος νά σπείρη 25 ημέρες. Ή σπορά όμως γίνεται εναλλάξ, ήτοι τή μιά μέρα στό χωράφι τού ενός καί τήν άλλη στό χωράφι του άλλου. Οί Κυριακές καί οί γιορτές εξαιρούνται, ώς επίσης καί οί ημέρες κατά τις όποιες βρέχεt ή χιονίζει……..” (Πηγή : Άρθρο του Ν.Β. Λώλη στην Ηπειρωτική Εστία, τχ. 205-206, 1969)

Στη φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα “Το όργωμα” από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα,2003)

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

“ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΔΗΜΑ” ΣΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΑΡΤΑ – ΘΕΟΔΩΡΙΑΝΑ

“Το Χάνι Κοντοδήμα, ιδιοκτησίας Γεωργίου και Αφροδίτης Κοντοδήμα, λειτούργησε από τα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και την δεκαετία του ’70. Βρισκόταν στο 47ο χιλ. του δρόμου Άρτας – Βουργαρελίου και στο 33ο χιλ. του παλιού δρόμου Άρτας – Θεοδωριάνων, ο οποίος περνούσε ακριβώς μπροστά από τα χάνι. Ήταν δηλαδή ακριβώς στη μέση της απόστασης από την Άρτα προς τα Θεοδώριανα και αποτελούσε τόπο διανυκτέρευσης των ταξιδιωτών γι’ αυτό το οδοιπορικό διαρκούσε δυο μέρες. Αποτελούνταν από ένα διώροφο κτίσμα με ένα δωμάτιο και τραπεζαρία, που λειτουργούσε και σαν καφεπαντοπωλείο και τρία δωμάτια στο δεύτερο όροφο. Δίπλα υπήρχε και ένα δεύτερο ισόγειο κτίσμα για τους ταξιδιώτες. Πολύ κοντά στο σπίτι υπήρχε φυσική πηγή που εξασφάλιζε πόσιμο νερό. Στις εποχές της πλήρους λειτουργίας του μπορούσε να φιλοξενήσει αρκετά άτομα, είτε ταξιδιώτες, είτε βοσκούς που μετακινούνταν από το βουνό στα χειμαδιά και αντίστροφα, μαζί με τα ζώα τους στους γύρω αγρούς. Επίσης για αρκετά χρόνια διέμεναν στο χάνι εργάτες της ΜΟΜΑ που κατασκεύαζαν τον αμαξιτό δρόμο. Το χάνι κάηκε από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1943 και ξανακτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Σήμερα το κτίσμα εξακολουθεί να υπάρχει, απέχει 700 μέτρα από τον εθνικό δρόμο Άρτας – Τρικάλων, ενώ δεν ζει κανένας από τους ιδιοκτήτες του και είναι κλειστό και εγκαταλελειμμένο. (Μαρτυρία Αφροδίτης Κοντοδήμα)”
(Πηγή : Έρευνα της Α. Καρρά με τίτλο “Οι ορεινές διαδρομές & τα αγροτικά χάνια της Άρτας”, 28-10-2021, academia.edu. Μπορείτε να την διαβάσετε στο σύνδεσμο https://www.academia.edu/60315658…

Στη φωτογραφία το “Χάνι Κοντοδήμα” στις αρχές της δεκαετίας του ’60. (Φωτο από αρχείο Αφροδίτης Κοντοδήμα)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε