Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ

H είσοδος στην πόλη της Άρτας από την πλευρά του Πέτα πριν τον πόλεμο του ’40 με τις τεράστιες λεύκες. Στην κάτω δεξιά γωνία διακρίνεται μέρος από το Περίπτερο του Κυνηγετικού Συλλόγου της πόλης.
(Πηγή : Η ΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, Κ. Βάγιας, Αθήνα, 2004

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ – Χ. ΝΤΑΛΑΣ

——————-
“Δεν ξέρω τι μου’ ρθε να γράψω για το αυλάκι της Λεύκας. Ασφαλώς δεν είναι μόνο μια εφηβική μου ανάμνηση. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια ανάμνηση από έναν άλλο κόσμο που χάθηκε οριστικά. Από μια άλλη κοινωνία που οργανώθηκε με γενεές γενεών, με τους δικούς της νόμους και που η ζωή της σταμάτησε γύρω στο 1960. Μολονότι δεν πέρασαν ακόμα 30 χρόνια, άλλαξαν τόσα πράγματα από τότε, που μου φαίνεται ότι πέρασαν αιώνες.

Με το αυλάκι της Λεύκας -ο «υδραύλαξ», όπως γραφόταν στα επίσημα χαρτιά- θα ποτιζόταν κάποιες ψηλότερες ζώνες από τους κάμπους του Τραπεζα­κίου και του Άμμου. Οι χαμηλότερες, ήδη ποτιζόταν από το αυλάκι του Σιώ­ζιου, από την ίδια θέση δηλ. που έπαιρ­νε ο μύλος του Σιώζιου. Εδώ ανοίγω μια παρένθεση για να πω πως για το αυλάκι του Σιώζιου, που έγινε την περίοδο της κατοχής, υπάρχει ολόκληρη εποποιία. Γι’ αυτήν όμως πρέπει να γράψει κά­ποιος άλλος παλιότερος από μένα.

Το αυλάκι άρχιζε από τη Λεύκα, μια τοποθεσία απέναντι από το Κρυονέρι, και, έπειτα από μια πορεία περίπου 9 χιλιομέτρων, έφθανε στην Αριά, όπου διακλαδιζόταν. ‘Ενας κλάδος περνού­σε με σωλήνες απέναντι στο Τραπεζάκι και ο άλλος συνέχιζε και έφτανε στον Άμμο. Τελικά, όμως, μόνο ο κάμπος του Τραπεζακιού εξυπηρετήθηκε. Ο Άμμος ποτίστηκε 1-2 χρόνια και έπει­τα εγκαταλείφθηκε. Τούτο, γιατί μετά τη διακλάδωση και μέχρι τον Άμμο, το αυλάκι περνούσε συνέχεια από το στε­φάνι του Τσιούγκα, το οποίο δεν είχε σταθερό έδαφος, με αποτέλεσμα να χα­λά κάθε χρόνο. Έτσι και επειδή τα χω­ράφια του Άμμου ήταν λίγα και τα έξο­δα για τη συντήρηση του αυλακιού πολλά, εγκαταλείφθηκε σαν ασύμφορο. Στην αρχή, βέβαια, ξεκίνησε με φιλοδοξίες να φθάσει μέχρι την Κυπρίστρα -ακόμα και μέχρι τα Ποτιστικά. Για το τελευταίο πρωτοστάτης και ένθερμος υποστηρικτής ήταν κάποιος γερο-Μπε­λιάσας από τα Ποτιστικά.

Μηχανήματα τότε δεν υπήρχαν. Η δουλειά γινόταν αποκλειστικά με τα χέ­ρια, δηλ. το σκαμπάνι και το φτυάρι. Μόνο στα πολύ βραχώδη χρησιμοποιού­σαν εκρηκτικά. Το μεροκάματο 24 δρχ. για τους άντρες και 21 για τις γυναίκες. Βέβαια τότε τα λεφτά είχαν άλλη αξία. Ο μισθός του δασκάλου, για παράδειγ­μα, ήταν 1.200 δρχ. το μήνα. Υπολογίζω πως το 24άρι με σημερινά λεφτά ήταν περίπου 800 δρχ. Κι όμως μ’ αυτό το μεροκάματο έγιναν προίκες, μπήκαν και λεφτά στην Τράπεζα.

Για να φθάσουμε στο έργο -ιδίως όταν δουλεύαμε κοντά στη Λεύκα- χρειαζόταν πεζοπορία περίπου 1,5 ώρα.
Ξεκινούσαμε μπονώρα – μπονώρα, α­κολουθούσαμε το δημόσιο δρόμο προς τη Φτέρη και στου Ζαχαρή περνούσαμε απέναντι, από το ποτάμι. Όταν δου­λεύαμε παρακάτω ακολουθούσαμε την πορεία Αριά – Σιώζιου – Μπρονιάς. Σχε­δόν πάντα κουβαλούσαμε και τα εργα­λεία μαζί μας από το φόβο μήπως κατ τα κλέψουν. Η πραγματική δουλειά ήταν οκτάωρο. Οι περισσότεροι δούλευαν-κανονικά το μεροκάματο. Εμείς, οι νεο­λαία, όλο και λουφάγαμε λιγάκι. Πολύ κατούρημα, λίγη δουλειά. Γι’ αυτό και κάποτε μπήκε θέμα να μας διώξούν.

Επικεφαλής ήταν ο επιστάτης που τον διόριζε η κοινότητα ή η Νομαρχία. Απαραίτητα εργαλεία του επιστάτη ή­ταν η σφυρίχτρα και το ρολόι. Τότε ελά­χιστοι είχαν ρολόγια. ‘Ενα φεγγάρι που ήταν ο μακαρίτης ο παππούς μου επιστά­της, κουβαλούσε μαζί του ένα ξυπνητή­ρι πού είχαμε σπίτι. Χρειαζόταν ειδικό τρουβά να το κουβαλά επειδή ήταν τε­ράστιο και βαρύ και έκανε και μεγάλο θόρυβο. ‘Επειτα επιστάτης έγινε ο Νι­κο-Λάμπρης (Κοντός) πιο οργανωμένος – είχε ρολόι τσέπης. Βαρύς και αυστηρά υπηρεσιακός ο Νίκος.

Στο σακκούλι κουβαλούσαμε το με­σημεριανό φαγητό. Εκτός από την μπομπότα, σύνηθες «προσφάι» ήταν η πρέ­ντζα ·μέσα στον κλειδό, τυλιγμένη με κουτσουμπόφυλλα. ‘Ολα μαζί δεμένα μέσα σ’ ένα καρώ μαντήλι. Το ξυνόγα­λο επίσης -μπύρα το έλεγε ο μπάρμπα Αριστείδης Κοντός- ήταν πάντα στα φαγητά. Το κουβαλούσαμε πάντα στο χέρι μέσα σ’ ένα μικρό κατσαρόλι για να μη χύνεται. Εκεί μέσα τρίβαμε την μπομπότα και κάναμε την περίφημη «τρίψα».

Τεχνική καθοδήγηση γιά το έργο ου­σιαστικά δέν υπήρχε. Που και πού εμ­φανιζόταν κάποιος τεχνικός από τη Νομαρχία. Υποτίθεται πως πέρασε κά­ποιος μηχανικός και έβαλε κάποια ση­μεία από τη χάραξη. Στην πραγματικότητα όμως οι ίδιοι οι εργάτες ήταν και μηχανικοί και εργοδηγοί. Η χάραξη γι­νότανε με το αλφάδι. Ένα αλφάδι κρε­μασμένο στη μέση τεντωμένου σχοινιού πάνω σε δυο ίσα κοντάρια. Έτσι παιρ­νόταν η «αλφαδιά» και κανονιζόταν η κλίση. Τελικά όμως τη χάραξη την έκα­νε το ίδιο το νερό. Προχωρούσαμε έχο­ντας σαν ασφαλή οδηγό τό νερό. Κου­βαλούσαμε χώμα με τσουβάλια για τη στεγάνωση του αυλακιού και για το ανέ­βασμα του πυθμένα σε σημεία που τα νερά λίμναζε.

Θυμάμαι πως τα γερό σκαμπάνι ήταν ο μπάρμπα Μίχο Κοντός. Φοβερός επί­σης ήταν και κάποιας Νάσιο Κασάρας. Κάποτε σμίξανε εκεί στα Κασαραίικα και το έδαφος έβγαζε φωτιές. Δεινοπα­θούσαμε αυτοί με τα φτυάρια για να τους προλάβουμε. Στα διαλείμματα γι­νόταν συζητήσεις από τους πιο επιτή­δειους πάνω στο τεχνικό μέρος του αυ­λακιού. ‘Οταν ο μπάρμπα Μίχος έβλε­πε πως περνούσε η ώρα και η συζήτηση τραβούσε και χανόταν χρόνος, έλεγε: «Εμάς που δεν μας κόβει ας πάμε να κουβαλήσουμε χώμα».

Πρωτοστάτης ήταν επίσης και ο Διο­γένης Κοντός. Θυμάμαι είχα γράψει ένα ποίημα τότε για το αυλάκι της Λεύκας – είχα και τέτοιο ψώνιο στα τρυφερά μου χρόνια. Το ποίημα ήταν μακρύ σαν τα αυλάκι και το έχω ξεχάσει. Θυμάμαι μόνο δυο στροφές:

Για τ’ αυλάκι το μακρύ
έγινε ο Διογένης
θηρίο μεγάλο και αψύ
ζητώντας θύμα να του φέρεις.
Ρητορεύει κάθε μέρα
δίνει λόγους φοβερούς
παπαρδέλλες στου αέρα
με πολλούς-πολλούς σκοπούς.

Ας με συγχωρήσει ο Διογένης, μπορεί με το ποίημα να τον αδίκησα. Η αλήθεια πάντως είναι πως τραβούσε μπροστά και τα έδινε όλα για το αυλάκι.

Γινόντουσαν και συγκεντρώσεις ό­που συζητούσαν όλα τα μεγάλα θέματα σχετικά με τα αυλάκι. Τόποι συγκέ­ντρωσης ήταν το αλώνι ταυ Αριστείδη Κοντού στη Φτερούλα και ο μικρός λοφίσκος του Τέλη Βόβλα στον Ψωρίλα. Καμιά φορά γινόντουσαν και ψηφοφορίες. Σε μια από αυτές κάποιος έγραφε στο ψηφοδέλτιο κάτι πλακατζίδικα. Υποψιάστηκαν τον Λάμπρο Κοφίνα.

Κάπως έτσι έγινε το αυλάκι της Λεύ­κας. Πότισε για περίπου δεκαπέντε χρό­νια τον κάμπο του Τραπεζακιού. Εδώ και 10 χρόνια, που το χωριό άρχισε να ερημώνει, εγκαταλείφθηκε και αυτά.
Σήμερα σε πολλά μέρη γέμισε χώμα­τα, φύτρωσαν δέντρα, δεν διακρίνεται καν πως ήταν αυλάκι. Ανεβαίνοντας α­πό το σπίτι μου προς τη στροφή του Τσιάχαλου αγναντεύω απέναντι και κά­που – κάπου διακρίνω τη γραμμή του. Τότε νοερά το περπατάω από τους σω­λήνες μέχρι τον Μπρονιά και από το Χάβο ως τη δέση της Λεύκας. Δεν ξέρω αν Θα τα καταφέρω, θα ΄θελα όμως και πραγματικά να το περπατήσω μια φορά ακόμα.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1986, Χρήστος Ντάλας, Πολ. Μηχανικός” (Πηγή : https://www.distrato.gr/)

Στη φωτογραφία ” Η κατασκευή της Περαταριάς – το πέρασμα του νερού με σωλήνες πάνω από τον Άραχθο – στο Τραπεζάκι” (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008)

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ

—————–
“Το αυλάκι της Λεύκας είναι από τα μικρά αρδευτικά που έγιναν περί το 1960 για την άρδευση των μικρών πεδινών εκτάσεων εκατέρωθεν του Αράχθου. Από τα ενδαφέροντα του έργου είναι ότι μολονότι σ’ολόκληρο το μήκος του κινείται στη δεξιά όχθη του Αράχθου, στις παλαιές κοινότητες Σκούπας και Ροδαυγής, έγινε κυρίως από τους κατοίκους της απέναντι κοινότητας Διστράτου και ειδικότερα τον συνοικισμό Τραπεζάκι.
Οι Τραπεζακιώτες, δεν μπορούσαν να κάνουν αυλάκι στην αριστερή όχθη που βρίσκονται, εξαιτίας του απαγορευτικού εδάφους.
Μετέφεραν λοιπόν το νερό του Αράχθου από την απέναντι όχθη που το έδαφος ήταν πιο εύκολο και στη θέση Αριά με σωλήνες πάνω από το ποτάμι το περνούσαν στον κάμπο τους. Έτσι προέκυψε το αυλάκι της Λεύκας….” (Πηγή : https://www.distrato.gr/)

Στη φωτογραφία “Γέφυρα του Πουρνιά στο αυλάκι Λεύκας – Τραπεζακίου το 1960. Δεξιά ο Χαρίλαος Μουλιανίτης, εργολάβος” (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008) 

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

ΠΕΡΑΤΑΡΓΙΑ ή ΠΙΡΑΤΑΡΓΙΑ

—————–
(Φωτο από το βιβλίο του Σ. Μαντά ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΚΙ Ο ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ, Αθήνα, 1987)

Δημοσιεύθηκε στη Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός | Σχολιάστε

1924 : Πρόσκοποι στο Κάστρο της Άρτας

25 Μαρτίου 1924 : Πρόσκοποι στο Κάστρο της Άρτας, στο Ιτς Καλέ.

Πρώτη σειρά ορθίων : 1) Γιώργος Αγόρος (ενωμοτάρχης των προσκόπων, τ. Αντιστράτηγος), 2) άγνωστος, 3) Ιωάννης Κολίσης ( βαθμούχος των προσκόπων, γιατρός, γιός εμπόρου φρούτων στην Άρτα, καταγωγής μάλλον Γιαννιώτικης).

Δεύτερη σειρά ορθίων : Από αριστερά 1) Γιάννης Σοφ. Κατσαδήμας (τ. Αντιστράτηγος), 2) Δημήτριος Αγόρος, 3) Άγνωστος, 4) Ραφαήλ Γκιούλης (Ισραηλίτης, γιός του Σιών Γκιούλη, ράπτη στην Άρτα), 5) Νώντας Κουβαράς, 6) Κώστας Ρούζιος (γιός του γιατρού Θεμιστ. Ρούζιου, πρόσφυγα από Κων.πολη, αρχηγός των προσκόπων, δικηγόρος), 7) Δημήτριος Γ. Ζάχαρης (βαυμούχος κι αυτός των προσκόπων, κατόπιν ανώτερος αξιωματικός), 8) Δημήτριος Γαλάνης (οδοντίατρος στο Μεσολόγγι), Χριστόφορος Κοντοχρήστος (Δικηγόρος).

Τρίτη σειρά (γονατιστοί, δέκα) : 1) Δημήτριος Καρατζάς (Αξιωματικός Αεροπορίας), 2) Κλαύδιος Μπανταλούκας (Οικονομολόγος, Γενικός Διευθυντής Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, Τέως Καθηγητής Ανωτ. Βιομ. Σχολής Πειραιώς), 3) Χρήστος Κοτσαρίδας (Έμπορος αυτοκινήτων στην Αθήνα), 4) Γιάννης Κ. Έξαρχος ( κτηνίατρος, τέως Καθηγητής Πανεπ. Θεσσαλονίκης), 5) Αναστάσιος Οικονόμου (Έμπορος), 6) άγνωστος, 7) Πύρρος Κασούμης, 8) Δημήτριος Κεχαγιάς (Εφέτης) 9) Χαρίλαος Χουλιάρας, 10) Δώδος

Τέταρτη σειρά (ξαπλωμένοι, τέσσερις) : 1) Αντώνης Ζωγράφος (Υπάλληλος στην Αθήνα), 2) Μειδάτσης (γιός δασκάλου στη Άρτα), 3) Φιλάρετος Τσέτης, 4) Γιώργος Γαλανός (Ξενοδοχείο στην Άρτα) (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Κλαύδιου Μπανταλούκα )

Οι εικονιζόμενοι πρόσκοποι είναι Άλκιμοι. Είναι φανερό από τις χαρακτηριστικές στολές τους. Το Σώμα Ελλήνων Αλκίμων ήταν μία ανεξάρτητη εθελοντική οργάνωση νεολαίας, με εμφανείς επιρροές από τον Προσκοπισμό, που ιδρύθηκε το 1923 στον Πειραιά από τον παλιό βαθμοφόρο του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Αναστάσιο Μπάτα. Η αναγνώριση του Σώματος έγινε το 1924 με την υπ. αριθμόν 1544/1924 απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αργότερα τους αξιοποίησε ο Μεταξάς και έφτασαν ως τον Παπαδόπουλο. Ουδείς ψόγος να είσαι Άλκιμος καθώς επί Μεταξά και Παπαδόπουλου ήταν υποχρεωτικό. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες σχτικά στο λινκ https://el.wikipedia.org/…/%CE%A3%CF%8E%CE%BC%CE%B1_%CE…

H ιδια φωτογραφία από το αρχείο του Χριστόφορου Κοντοχρήστου, Συμβολαιογράφου, Λαογράφου, Εθονοσύμβουλου της Π.Ε.Ε.Α. – Κορυσχάδες, Απρίλιος 1944, σε παρουσίαση του κ. Κώστα Μπανιά.

Δημοσιεύθηκε στη Η Εκπαίδευση στην Άρτα | Σχολιάστε

ΑΕΤΟΣ, 1958 

———————

ΑΕΤΟΣ, 1958 : Ο μέγας “γκολεαδόρ” Νίκος Μαστρογιάννης του Β. στους ώμους των φανατικών φίλων – οπαδών της ομάδας του. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα του Αετού | Σχολιάστε

ΕΛΕΝΗ Π. ΒΑΓΙΑ

—————–

“Το λαογραφικό Μουσείο της Γέφυρας”, Ελένη Π. Βάγια, 1975

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα | Σχολιάστε

ΚΟΡΙΤΙΑΝΗ – ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΩΝ

——————–
“Χωρίον κείμενον δυτικώς του όρους Κοριστινού, επί πετρώδους εδάφους και οικούμενον υπό 60 οικογενειών, γεωργών και εμπόρων, υδρευομένων από της ανατολικώς του χωριού κειμένης βρύσεως Αγηλιά και διατρέφον μελίσσας. Εν τη περιφερεία του χωρίου τούτου υπάρχουσι τρεις αναβρυτικαί πηγαί και εν αυτώ δύο μικρά παντοπωλεία.”
(Πηγή : ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΗΠΕΙΡΟΥ, Ν. Σχινάς, Εν Αθήναις, 1897)

Στη φωτογραφία “Βρύση στην Κορύτιανη Κατσανοχωρίων”.
(Πηγή : Λεύκωμα Ήπειρος, Γιάννενα, 1995) 

—————-

“Κοπέλες με τοπική φορεσιά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Κορύτιανη Κατσανοχωρίων”.
Φωτογραφία του Απόστολου Βερτόδουλου από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Γιάννενα, 1995.

Δημοσιεύθηκε στη Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι | Σχολιάστε

ΠΑΤΕΡΟΝ – ΚΑΤΣΑΝΟΧΩΡΙΑ

———————
“Χωρίον Πάτερον, οικούμενον υπό 40 οικογενειών υδρευομένων εκ δύο φρεάτων διατηρούντων πάντοτε το ύδωρ των, έχον δε ενίοτε παντοπωλεία και πτωχήν μονήν της Αγίας Παρασκευής.”
(Πηγή : ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΗΠΕΙΡΟΥ, Ν. Σχινάς, Εν Αθήναις, 1897)

Στη φωτογραφία “Η Αγία Παρασκευή στο Πάτερο Κατσανοχωρίων, εκκλησία βυζαντινή με τρούλο. Ανακαινίστηκε το 1695”.
(Πηγή : Λεύκωμα Ήπειρος, Γιάννενα, 1995)

Δημοσιεύθηκε στη Στο δρόμο προς το Ξηροβούνι | Σχολιάστε

ΑΕΤΟΣ -1953

———————-

(Φωτο από αρχείο Γρηγ. Χριστοδούλου, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Η ομάδα του Αετού | Σχολιάστε