“Στην κορυφή του λόφου της Περάνθης, εκεί όπου κάποτε στεκόταν η αρχαία ακρόπολη του Πύρρου, στέκει ακόμη ο παλιός Αμυντικός Στρατώνας. Ανάμεσα στα πεύκα που μοιάζουν να τον φρουρούν σιωπηλά, κουβαλά τη μνήμη ενός τόπου που άλλαξε, μα δεν ξέχασε.
Το παιδικό μου σπίτι βρισκόταν στην οδό Ανεμομύλων· ένας δρόμος που τότε χώριζε τα σπίτια της Βαλαώρας από το δάσος του Στρατώνα. Από την εποχή του πολέμου η περιοχή είχε ναρκοθετηθεί, κι εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς, γνωρίζαμε καλά τις ιστορίες με τα ατυχήματα εκείνων που τόλμησαν να περάσουν τα όρια. Η εντολή από τους γονείς ήταν ξεκάθαρη: «Απαγορεύεται το παιχνίδι στο δάσος του Στρατώνα». Κι έτσι, στη φαντασία μας, το δάσος έγινε ένας κόσμος μυστικός· γεμάτος δράκους, μάγισσες και σκοτεινά μυστικά που μόνο τα παιδιά μπορούσαν να φανταστούν.
Κι ενώ στη φαντασία μας εκεί ψηλά κυκλοφορούσαν σκιές, πιο κάτω, στα καλντερίμια της Βαλαώρας, η ζωή είχε άλλη όψη. Οι φαντάροι που έβγαιναν σε έξοδο, με τις χακί στολές τους και τα πειράγματά τους, έδιναν στα ήσυχα απογεύματα χρώμα και φωνές. Ήταν μια εικόνα φωτεινή, γεμάτη ζωή — η αντίθεση εκείνου του παιδικού φόβου με τη ζεστασιά της πραγματικότητας. Και κάθε βράδυ, η σάλπιγγα του Σιωπητηρίου αντηχούσε ως τα σπίτια μας· μια μελωδία γνώριμη, σχεδόν τρυφερή, που έκλεινε τη μέρα με έναν ήχο από πειθαρχία και νοσταλγία μαζί.
Πέρα όμως από τις παιδικές αναμνήσεις, για τους γονείς και τους παππούδες μας ο Στρατώνας είχε έναν άλλον, βαθύτερο συμβολισμό. Ήταν δεμένος με το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων — ένα από τα πιο ιστορικά σώματα του Ελληνικού Στρατού. Η συγκρότησή του ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, και η πορεία του ταυτίστηκε με τις πιο κρίσιμες στιγμές της νεότερης ιστορίας μας. Οι Εύζωνοί του πολέμησαν σχεδόν σε όλους τους πολέμους της Ελλάδας — από τον ατυχή πόλεμο του 1897, ως τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 – και η παρουσία του Συντάγματος παρέμεινε ενεργή και στην δύσκολη μεταπολεμική δεκαετία, έως το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου το 1949. Όμως η φήμη του Συντάγματος δεν θεμελιώθηκε μόνο στις μάχες, αλλά και στην αυταπάρνηση, την πειθαρχία και το ήθος των ανδρών του.
Στην Άρτα δύσκολα έβρισκες σπίτι — στην πόλη, στα χωριά στα βουνά και στον κάμπο — χωρίς μια φωτογραφία κάποιου Εύζωνα στον τοίχο· παππού ή πατέρα, με τη φουστανέλα και το βλέμμα στραμμένο μπροστά. Αυτές οι φωτογραφίες δεν ήταν απλώς οικογενειακά κειμήλια· ήταν μικρά μνημεία μέσα στα σπίτια, η συνέχεια της ιστορίας στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Κι αν σήμερα ο Αμυντικός Στρατώνας παύει πια να λειτουργεί ως στρατιωτικό κτίριο και το στρατόπεδο έχει μεταφερθεί, οι πέτρες του μοιάζουν ακόμη να θυμούνται όσα είδαν: αναγεννήσεις, πολέμους, σιωπές. Οι παλιές φωτογραφίες μπορεί να ξεθώριασαν, να κλείστηκαν στα συρτάρια, μα η μνήμη παραμένει ζωντανή.
Η εργασία αυτή επιχειρεί να φωτίσει αυτή τη βαθιά σύνδεση — τον τρόπο που ο Αμυντικός Στρατώνας και το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων έγιναν φορείς ιστορικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας. Γιατί στην Άρτα, η ιστορία δεν βρίσκεται μόνο στα αρχεία ή στα μνημεία· βρίσκεται στις καρδιές, στα σπίτια και στις σιωπές εκείνων που θυμούνται.- Αναστασία Καρρά”
(Γράφτηκε με αφορμή το κλείσιμο του Αμυντικού Στρατώνα της Άρτας, Οκτώβριος 2025).
Μια μικρή ηπειρώτικη πρωτεύουσα στο δίκτυο της Μεσογείου (13ος–15ος αιώνας)
Μετά το 1204, η Άρτα μετατράπηκε σταδιακά από επαρχιακή πόλη σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου. Αν η πολιτική της ακτινοβολία οφειλόταν στους Ορσίνη και τους Τόκκους, η οικονομική της άνθηση ανήκει σε άλλους: στους Βενετούς, Ραγουζαίους και Ιταλούς εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην πόλη και άνοιξαν τις πύλες της προς τη Δύση. Αυτούς τους ανθρώπους —και τον κόσμο τους— γνωρίζουμε στο σημερινό σημείωμα.
Η διεθνής όψη μιας ηπειρώτικης πρωτεύουσας
Η Άρτα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δεν υπήρξε μόνο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο. Από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κόμβο, που συνέδεε την ενδοχώρα με τα λιμάνια του Ιονίου και της Αδριατικής. Όπως σημειώνει η Angeliki Laiou (1980, σ. 143), η γεωγραφική θέση της —κοντά στη θάλασσα αλλά προστατευμένη από επιδρομές— ευνόησε τη μόνιμη εγκατάσταση ξένων εμπόρων και οικογενειών, κυρίως από τη Βενετία, τη Ραγούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) και την Ιταλία. Αυτοί οι άνθρωποι άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης.
Βενετική γαλέρα στην Κούρζολα (Κορτσούλα) Χαλκογραφία, 17ος–19ος αιώνας. Η βενετική γαλέρα, σύμβολο της θαλάσσιας δύναμης και του εμπορίου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, πλέει στα νερά της Αδριατικής. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia Commons.
⚓ 1. Οι Βενετοί της Άρτας
Οι πρώτοι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην Άρτα ήταν οι Βενετοί, ήδη από τα μέσα του 13ου αιώνα. Η παρουσία τους καταγράφεται σε εμπορικές πράξεις, δάνεια προς τους δεσπότες και αγορές γης στα περίχωρα. Ο Donald Nicol (1984, σ. 118–120) αναφέρει ότι η Βενετία ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Ήπειρο μετά το 1267, όταν άρχισε να διαμορφώνεται σταθερό βενετικό δίκτυο στην περιοχή.
Οικογένεια Contareno
Η γνωστή βενετική οικογένεια Contareno εμφανίζεται στην Άρτα ως τοκογλύφος και πιστωτής των δεσποτών. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Βʹ, σ. 210), τα αρχειακά τεκμήρια μιλούν για δάνεια ύψους 1.500–2.000 υπέρπυρων προς τον Ιωάννη Βʹ Ορσίνη, καθώς και για ιδιοκτησίες γης στη Βραστόβα. Η A. Laiou (1980, σ. 149) επισημαίνει ότι τέτοιες οικογένειες λειτουργούσαν ουσιαστικά σαν τραπεζικοί οργανισμοί, εξασφαλίζοντας ρευστότητα στο Δεσποτάτο με αντάλλαγμα προσόδους ή φορολογικές απαλλαγές.
Οικογένεια Moro
Η οικογένεια Moro διέθετε σπίτια και αποθήκες μέσα στην πόλη και διατηρούσε πλοία που εκτελούσαν δρομολόγια Άρτα–Βενετία. Όπως σημειώνει ο Freddy Thiriet (1959, σ. 75), οι Moro υπέστησαν απώλειες κατά τις ταραχές του τέλους του 13ου αιώνα, αλλά παρέμειναν ενεργοί στην εμπορική σκηνή της πόλης. Η παρουσία τους μαρτυρεί, σύμφωνα με τη Χρύσα Μαλτέζου (1995, σ. 215), ότι στην Άρτα υπήρχε μικρή αλλά οργανωμένη βενετική παροικία, άμεσα συνδεδεμένη με το θαλάσσιο εμπόριο.
Marco Venerio – ο Βενετός ύπατος
Περί το 1315 αναφέρεται στην Άρτα ο Marco Venerio, ύπατος (πρόξενος) της Βενετίας (Thiriet 1961, αρ. 452). Η ύπαρξη προξενικής αρχής, όπως σχολιάζει ο Nicol (1984, σ. 124), σημαίνει ότι η πόλη είχε αποκτήσει σταθερή κοινότητα βενετικών υπηκόων και ότι η Βενετία θεωρούσε την Άρτα κόμβο πρώτης σημασίας στην ηπειρωτική ενδοχώρα.
Μετά τον 14ο αιώνα, ωστόσο, η επιρροή των Βενετών περιορίστηκε σταδιακά, καθώς νέοι παίκτες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο της μεσογειακής οικονομίας.
Χαλκογραφία του Matthäus Merian (17ος αιώνας). Απεικόνιση δύο από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της Αδριατικής και του Αιγαίου. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia commons
⚖️ 2. Οι Ραγουζαίοι – οι έμποροι του 15ου αιώνα
Μετά το 1400, και ιδιαίτερα επί Καρόλου Αʹ Τόκκου, οι Ραγουζαίοι (Δαλματοί έμποροι από το Ντουμπρόβνικ) κυριάρχησαν στην αγορά της Άρτας. Ο Ζακυθηνός (1966, σ. 255) επισημαίνει ότι η Ραγούσα, ως ανεξάρτητη εμπορική δημοκρατία, είχε πλούσιους εμπόρους που αναζητούσαν σιτηρά, κεχρί και ζωικά προϊόντα από την Ήπειρο. Οι σχέσεις αυτές φωτίζονται κυρίως μέσα από τα αρχεία του Ντουμπρόβνικ, τα οποία ανέλυσε διεξοδικά ο Barisa Krekić (1970, σ. 56–59), αποκαλύπτοντας το εύρος των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.
Οικογένεια Djurdević
Η οικογένεια αυτή δραστηριοποιείται ήδη από το 1390. Ο Krekić (1961, σ. 258–262) αναφέρει ότι οι Djurdević συμμετείχαν σε ναυλώσεις πλοίων για τη μεταφορά σιτηρών και παρείχαν δάνεια στο δεσποτάτο. Το 1424–1425, μάλιστα, ο ίδιος ο δεσπότης όφειλε σημαντικά ποσά στην οικογένεια, γεγονός που δείχνει τη δύναμή τους ως πιστωτών.
Vitko Ylafković
Ραγουζαίος έμπορος σιτηρών που είχε μόνιμη κατοικία στην Άρτα. Όπως μαρτυρεί ο Krekić (1997, σ. 133), το 1443 καταγράφεται επίθεση εναντίον του, πιθανότατα λόγω οικονομικών διαφορών — δείγμα της έντασης που προκαλούσε η επιρροή των ξένων εμπόρων στην τοπική κοινωνία.
Οι Ραγουζαίοι, όπως παρατηρεί ο Nicol (1984, σ. 214), ήταν πιο ευέλικτοι και προσαρμοστικοί από τους Βενετούς. Συχνά συνεργάζονταν με Ιταλούς ή Έλληνες εμπόρους, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ήπειρο, τη Νάπολη και τη Δαλματία.
Οι εμπορικές δραστηριότητες των Ραγουζαίων στην Άρτα είναι γνωστές κυρίως χάρη στα αρχεία του Ντουμπρόβνικ, που μελέτησε διεξοδικά ο Barisa Krekić, αναδεικνύοντας τον ρόλο τους ως διαμεσολαβητών ανάμεσα στην Ήπειρο και την Αδριατική.
Βενετοί έμποροι στη “Σοριά” (Ανατολή) Cesare Vecellio, Habiti antichi et moderni (19ος αιώνας, έκδοση μετά την πρωτότυπη του 1590). Ενδυματολογική απεικόνιση Βενετών εμπόρων που δραστηριοποιούνταν στα λιμάνια της Ανατολής. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia Commons.
🏛️ 3. Ιταλοί αξιωματούχοι και έμποροι επί Τόκκου
Όταν η Ήπειρος πέρασε στην εξουσία των Τόκκων (1416–1449), η Άρτα έγινε η διοικητική τους έδρα. Ο Robin Shields (2019, σ. 72–75) επισημαίνει ότι ο Κάρολος Αʹ και οι διάδοχοί του έφεραν μαζί τους Ιταλούς συμβούλους, καπιτάνους και υπαλλήλους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πόλη.
Ανάμεσά τους αναφέρονται ο Mateus de Nandolfi και ο Jacobus Rubeus, Ιταλοί καπιτάνοι (1420–1440), ο Leone Raynaldus, νοτάριος, και ο Antonellus Barges, Καταλανός αξιωματούχος και procurator του Καρόλου Βʹ. Κατά τον Donald Nicol (1984, σ. 219), οι άνδρες αυτοί αποτέλεσαν μια «λατινική γραφειοκρατία» μέσα στο ελληνικό διοικητικό σύστημα της Άρτας, εισάγοντας δυτικά λογιστικά πρότυπα και τύπους συμβολαίων.
⚓ 4. Οι εταιρείες και τα τελωνεία
Η A. Laiou (1980, σ. 152) θεωρεί ότι το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο της εποχής ήταν η εμφάνιση διεθνών εμπορικών κοινοπραξιών με έδρα την Άρτα. Γύρω στο 1436, ο Φλωρεντινός Franciscus Pitti, κάτοικος Ραγκούσας, οργάνωσε κοινοπραξία που μίσθωσε τα τελωνεία της Άρτας για δύο χρόνια, με συνεργάτες Ιταλούς και Ραγουζαίους εμπόρους. Η πράξη αυτή, όπως επισημαίνει ο Shields (2019, σ. 94), δείχνει ότι η Άρτα λειτουργούσε πλέον ως ενσωματωμένο κέντρο στο εμπορικό δίκτυο της Αδριατικής, όπου οι φόροι και τα δασμολόγια περνούσαν στα χέρια ξένων κεφαλαιούχων.
Αγορά σιτηρών στο Orsanmichele, Φλωρεντία Μικρογραφία από τον κώδικα Libro del Biadaiolo (1328–1335). Η σκηνή απεικονίζει εμπόρους να συναλλάσσονται σε αγορά δημητριακών, χαρακτηριστική εικόνα της μεσαιωνικής οικονομίας. Βιβλιοθήκη Medicea Laurenziana – Δημόσιος τομέας.
🌍 5. Η Άρτα ως μεσογειακή πόλη
Η συνύπαρξη Βενετών, Ραγουζαίων και Ιταλών αξιωματούχων έδωσε στην Άρτα έναν διεθνή χαρακτήρα. Η Laiou (1980, σ. 157) υπογραμμίζει ότι η πόλη απέκτησε νομίσματα σε δουκάτα και γκρόσια (δηλ. ασημένια βενετικά νομίσματα, γνωστά στη Δύση ως grossi), δυτικότροπα συμβόλαια και νέα εμπορική γραφειοκρατία. Παράλληλα, οι ξένοι έμποροι έφεραν δυτικές μορφές κατοικίας και πιθανότατα την πολυγλωσσία στους δρόμους της πόλης.
Αν και οι ξένες παροικίες δεν ήταν πολυπληθείς, άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα: η Άρτα του 15ου αιώνα δεν ήταν πια μια κλειστή ηπειρώτικη πρωτεύουσα, αλλά μια μικρή μεσογειακή πόλη με ανοιχτούς ορίζοντες και διεθνές κύρος. Η παρουσία αυτών των ξένων παροικιών στην Άρτα δείχνει πως η ιστορία του Δεσποτάτου δεν ήταν μόνο τοπική ή εσωστρεφής· ήταν μέρος του μεγάλου μεσογειακού κόσμου, όπου το εμπόριο και οι άνθρωποι ταξίδευαν πέρα από σύνορα και εποχές.
📚 Βιβλιογραφία
Angeliki E. Laiou, Η ύστερη βυζαντινή πόλη: Κοινωνικές και οικονομικές όψεις, Dumbarton Oaks Papers 34 (1980).
Donald M. Nicol, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου 1267–1479, Cambridge University Press, 1984.
Διονύσιος Ζακυθηνός, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204–1461), Αθήνα 1966.
Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Âge, Παρίσι 1959.
Χρύσα Μαλτέζου, Οι Βενετοί στην Ανατολική Μεσόγειο, Βενετία 1995.
Barisa Krekić, Ragusan Commercial Relations with the Balkans, Balcanica 1 (1970).
Barisa Krekić, Dubrovnik and the Balkans (1205–1460), Byzantinische Zeitschrift 54 (1961).
Robin Alexander Shields, Trade and Diplomacy in the Fifteenth-Century Balkans: Carlo II Tocco and the Despotate of Arta (1429–1448), Royal Holloway, University of London, 2019.
Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204, φάνηκε πως η Αυτοκρατορία των Ρωμαίων έσβηνε για πάντα. Μα οι άνθρωποί της δεν χάθηκαν· σκόρπισαν σαν σπίθες μέσα στο σκοτάδι, και σε τόπους μακρινούς άναψαν νέες φωτιές. Ένας από αυτούς τους τόπους ήταν η Ήπειρος, και πρωτεύουσά της η Άρτα — πόλη που έμελλε να γίνει καταφύγιο και μήτρα ενός νέου ελληνικού κράτους.
1. Οι δρόμοι της “προσφυγιάς”
Η άλωση της Βασιλεύουσας προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα φυγής. Άρχοντες, αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, λόγιοι και απλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια του Αιγαίου, αναζητώντας γη ελληνική που να στέκει ακόμα ελεύθερη. Όπως σημειώνει ο David Jacoby: “The capture of Constantinople in 1204 caused an exodus of Byzantine elites and commoners alike towards the provinces of the Empire that remained under Greek control, notably to Epirus, Nicaea, and Trebizond.” («Η κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 προκάλεσε μαζική έξοδο των βυζαντινών, ευγενών και απλών ανθρώπων, προς τις επαρχίες που έμειναν υπό ελληνικό έλεγχο — κυρίως προς την Ήπειρο, τη Νίκαια και την Τραπεζούντα.») Οι δρόμοι τους οδηγούσαν μακριά από την καμένη Πόλη, μέσα από βουνά και περάσματα, προς τα δυτικά. Κι εκεί, στην Ήπειρο, θα ξαναέστηναν τα θεμέλια της ζωής τους.
2. Η Άρτα ως κέντρο συγκέντρωσης
Η Άρτα έγινε το φυσικό τους καταφύγιο. Όπως γράφει ο Διονύσιος Ζακυθηνός: «Η Άρτα, όπου συνεκεντρώθησαν οι εκ των ανατολικών επαρχιών πρόσφυγες, κατέστη γρήγορα κέντρο ζωής πολιτικής και εκκλησιαστικής.» Η θέση της, πλούσια σε νερό και γη, κοντά στο ποτάμι και στα λιμάνια του Αμβρακικού, πρόσφερε ασφάλεια και αφθονία. Οι δρόμοι από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οδηγούσαν εκεί· κι έτσι, πλήθη ανθρώπων — στρατιώτες, τεχνίτες, έμποροι, λόγιοι — κατέφθαναν στην πόλη, μεταφέροντας μαζί τους τη γνώση και τη μνήμη του Βυζαντίου.
3. Οι κοινωνικές ομάδες των “προσφύγων”
Στην Άρτα συγκεντρώθηκε ό,τι πολυτιμότερο είχε απομείνει από την Ανατολή. Άρχοντες και αξιωματούχοι στελέχωσαν τη νέα αυλή του Δεσπότη· στρατιωτικοί οργάνωσαν το στράτευμα· τεχνίτες και έμποροι έδωσαν πνοή στην οικονομία· και οι λόγιοι φρόντισαν να μη σβήσει η φλόγα της παιδείας. Ο Donald Nicol γράφει: “The foundation of the Epirote state owed much to the influx of refugees from Constantinople and the Aegean islands. They brought with them administrative experience and the traditions of Byzantine culture, ensuring continuity in the midst of political dislocation.” («Η ίδρυση του κράτους της Ηπείρου οφείλει πολλά στο κύμα προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη και τα νησιά του Αιγαίου. Έφεραν μαζί τους διοικητική πείρα και τις παραδόσεις του βυζαντινού πολιτισμού, εξασφαλίζοντας τη συνέχειά του μέσα στην πολιτική αναστάτωση.») Η Χρυσούλα Μαλτέζου το συνοψίζει όμορφα: «Οι πρόσφυγες μετατράπηκαν σε φορείς μιας παράδοσης και ενός διοικητικού ήθους που συνέδεσε τη βυζαντινή Ανατολή με τη δυτική Ελλάδα.» Έτσι, η Άρτα έγινε τόπος συνάντησης δύο κόσμων: της βυζαντινής εμπειρίας και της ηπειρώτικης γης.
4. Οι πρόσφυγες ως χορηγοί και κτίτορες
Μέσα σε λίγες δεκαετίες, η πόλη άλλαξε πρόσωπο. Εκκλησίες και μονές ανυψώθηκαν, σαν να ξαναγεννιόταν η τέχνη της Κωνσταντινούπολης στις όχθες του Αράχθου. Ο Ζακυθηνός σημειώνει: «Εντός ολίγων δεκαετιών ανεγέρθησαν ναοί μεγαλοπρεπείς, όπως η Παρηγορήτισσα και η Αγία Θεοδώρα, αφιερωμένοι υπό των αρχόντων και των προσφύγων της αυλής του Μιχαήλ και του Θεοδώρου.» Ο Nicol συμπληρώνει:“The prosperity of Arta in the thirteenth century was reflected in the number of churches and monasteries founded by nobles who had come westward after the fall of Constantinople.” («Η ευημερία της Άρτας τον 13ο αιώνα καθρεφτιζόταν στον μεγάλο αριθμό εκκλησιών και μοναστηριών που ίδρυσαν οι ευγενείς πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη.») Η Αγγελική Λαΐου προσθέτει: “In Epirus, the establishment of monastic communities was closely tied to the settlement of eastern refugees. The monasteries became centers of learning and economic organization.” («Στην Ήπειρο, η ίδρυση μοναστηριακών κοινοτήτων συνδέθηκε στενά με την εγκατάσταση προσφύγων από την Ανατολή. Τα μοναστήρια έγιναν κέντρα παιδείας και οικονομικής οργάνωσης.») Έτσι, οι πρόσφυγες έγιναν όχι μόνο κάτοικοι αλλά και δημιουργοί: ευσεβείς χορηγοί, κτίτορες ναών, συνεχιστές μιας πνευματικής παράδοσης που αρνήθηκε να σβήσει.
5. Μια νέα κοινωνία
Η Άρτα του 13ου αιώνα δεν ήταν πια η μικρή πόλη του παρελθόντος. Ήταν ένα μωσαϊκό ανθρώπων από Ανατολή και Δύση· γηγενείς Ηπειρώτες και πρόσφυγες, ευγενείς και απλοί, όλοι κάτω από την ίδια σκέπη. Η πόλη γέμισε ζωή, αγορά και παιδεία, νέες τέχνες και νέα ήθη.Η Αγγελική Λαΐου σημειώνει: “The demographic and economic reinforcement they provided was crucial for the survival of these territories.” («Η δημογραφική και οικονομική ενίσχυση που έφεραν οι πρόσφυγες υπήρξε καθοριστική για την επιβίωση των περιοχών αυτών.») Η Άρτα άντεξε, πλούτισε και προόδευσε, χάρη σε εκείνους που ήρθαν με ταπεινότητα και αναστήλωσαν μια ολόκληρη πολιτεία.
6. Η μνήμη που έγινε συνέχεια
Η ιστορία της Άρτας μετά το 1204 είναι η ιστορία μιας σιωπηλής αναγέννησης. Οι πρόσφυγες που έφτασαν με πίκρα και ελπίδα έγιναν οι θεμέλιοι λίθοι μιας νέας πατρίδας. Στην Άρτα, η αυτοκρατορική παράδοση της Ανατολής βρήκε ξανά φωνή και μορφή· κι εκεί, ανάμεσα σε ποτάμια, τείχη και εκκλησίες, αναστήθηκε η Ρωμανία της Δύσης. Η Άρτα δεν ήταν πια απλώς μια πόλη· έγινε σύμβολο αντοχής και συνέχειας — απόδειξη πως ο ελληνικός κόσμος, όσο κι αν πληγώθηκε, δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί.
Βιβλιογραφία
Διονύσιος Ζακυθηνός, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204–1461), Αθήνα 1966.
2. Donald Nicol, The Despotate of Epirus 1267–1479, Cambridge University Press, 1984.
David Jacoby, The Migration of Byzantine Refugees after 1204 and their Role in the Reconstruction of the Greek States, Dumbarton Oaks Papers, 1989.
Angeliki Laiou (ed.), The Economic History of Byzantium, Dumbarton Oaks, 2002.
Χρ. Μαλτέζου, Η βυζαντινή Δύση μετά το 1204, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1993.
Α. Ορλάνδος, Βυζαντιναί εκκλησίαι Άρτης, Αθήνα 1963.
C. Bouras, The Architecture of the Despotate of Epirus, Athens 1981.
Στη φωτογραφία “Χάρτης της Αδριατικής Θάλασσας” από τον Πιέτρο Βεσκόντε (1318), Atlas of Pietro Vesconte, Bibliothèque nationale de France. Μεσαιωνική πορτολάνα, όπου ο Νότος βρίσκεται επάνω. Η θάλασσα που απεικονίζεται αποτελεί το θαλάσσιο πέρασμα προς την Ήπειρο και τον Αμβρακικό — τον φυσικό διάδρομο που συνέδεε την Άρτα με τη Μεσόγειο.
Ήταν το έτος του Κυρίου 1204, όταν οι σταυροφόροι της Δʹ Σταυροφορίας, αντί να πορευθούν προς τους Αγίους Τόπους, ύψωσαν τα λάβαρά τους επάνω στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Η Βασιλεύουσα έπεσε, και μαζί της κατέρρευσε η παλαιά Ρωμανία. Μα απ’ τα ερείπια εκείνα γεννήθηκαν τρία νέα ελληνικά κράτη: η Νίκαια στην Ανατολή, η Τραπεζούντα στον Εύξεινο Πόντο, και στα δυτικά, μέσα στα βουνά και τις κοιλάδες της Ηπείρου, το Δεσποτάτο.
Ιδρυτής του υπήρξε ο Μιχαήλ Αʹ Κομνηνός Δούκας, συγγενής των Αγγέλων, ανήσυχο και ευγενές πνεύμα, που αναζητούσε τόπο να στεριώσει τη δική του εξουσία — τόπο ασφαλή, εύφορο και στρατηγικό, μακριά από τη σκιά των Λατίνων και τις πληγές της Ανατολής.
Κι έτσι έστρεψε το βλέμμα του προς τη Δύση. Πόλεις πολλές συνάντησε στο δρόμο του — κάστρα κρεμασμένα σε βράχους, πολιτείες χτισμένες δίπλα σε ποταμούς, χωριά που ξεπρόβαλαν μέσα σε πεδιάδες. Μα καμιά δεν του φάνηκε τόσο έτοιμη, τόσο «προικισμένη» για πρωτεύουσα, όσο η Άρτα.
Και ανάμεσα σε πόλεις και κάστρα, επέλεξε την Άρτα· σαν να την είχε προορίσει η μοίρα για τούτο το αξίωμα. Εκεί όπου ο Άραχθος γλιστρά σαν ασημένια κορδέλα μέσα στην πεδιάδα, εκεί όπου τα τείχη πατούν πάνω στα αρχαία θεμέλια της Αμβρακίας, ο Μιχαήλ βρήκε την καρδιά της νέας του ηγεμονίας. Από εκεί θα όριζε τη μοίρα της Ηπείρου· από εκεί θα φύλαγε την ελληνική ψυχή της Δύσης.
Η πόλη, χτισμένη επάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας, διέθετε φυσική προστασία και σπάνια γεωγραφική σοφία. Ο Άραχθος την περικύκλωνε, οι λόφοι την αγκάλιαζαν, κι ένα παλιό κάστρο, που οι Κομνηνοδουκάδες θα ενίσχυαν, στεκόταν φύλακας και σύμβολο ισχύος. Από εκεί μπορούσε κανείς να ελέγξει τις διαβάσεις προς Θεσσαλία και Μακεδονία, να εποπτεύει τις πεδιάδες και τα περάσματα ως τα λιμάνια της Σαλαώρας και της Κόπραινας.
Μα δεν ήταν μόνο τα τείχη που έκαναν την Άρτα ξεχωριστή. Από παλιά είχε γίνει εμπορικό σταυροδρόμι της δυτικής Ελλάδας. Οι Βενετοί έμποροι σύχναζαν στα παζάρια της, κι η εύφορη ενδοχώρα τροφοδοτούσε τη θάλασσα με αγαθά και πλούτο. Για τον Μιχαήλ, η πόλη πρόσφερε όχι απλώς στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά έτοιμο μηχανισμό ζωής: οικονομία, φορολογία, ανθρώπους έμπειρους στη διοίκηση και τη διαπραγμάτευση.
Η Άρτα ήταν κι εκκλησιαστικό κέντρο. Ήδη από τον 12ο αιώνα μνημονεύεται επίσκοπός της, και διέθετε προσωπικό μορφωμένο, με γνώση των βυζαντινών θεσμών. Έτσι, μπορούσε να λειτουργήσει αμέσως ως διοικητική και πνευματική έδρα — μια συνέχεια της παλαιάς Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης.
Την ίδια εκείνη εποχή, οι Λατίνοι που κατείχαν την Πόλη συνέταξαν τη Partitio Romaniae — τη «Διαίρεση της Ρωμανίας» — για να μοιράσουν μεταξύ τους τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Και εκεί, ανάμεσα στις γραμμές της λαφυραγωγίας, αναφέρεται η pertinentia de Arta — η περιφέρεια της Άρτας. Από μόνη της η μνεία αυτή φανερώνει τη σημασία της πόλης· μα όσα κι αν έγραψαν οι Λατίνοι σε περγαμηνές, ποτέ δεν την κατέλαβαν. Διότι το 1205, ο Μιχαήλ Αʹ Κομνηνός Δούκας εγκαθίσταται εκεί και ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου — κάνοντάς την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους της Δύσης.
Η πεδιάδα γύρω από την Άρτα ήταν από τις πιο εύφορες της Ελλάδας, προσφέροντας αυτάρκεια και πλούτο. Μα η δύναμή της δεν ήρθε μόνο από τη γη· ήρθε από τους ανθρώπους. Μετά την πτώση της Πόλης, κύματα προσφύγων έφθασαν ως εδώ — άρχοντες και στρατιωτικοί, λόγιοι, τεχνίτες κι απλοί άνθρωποι. Έφεραν μαζί τους τις τέχνες, τη γνώση, τα ήθη και τις συνήθειες του Βυζαντίου, δίνοντας νέα πνοή στην πόλη. Η Άρτα, έτσι, έγινε λίκνο νέου πληθυσμού, τόπος όπου οι παλιοί και οι νέοι Ρωμαίοι ενώθηκαν για να χτίσουν τη συνέχεια της φυλής τους.
Στις αρχές του 13ου αιώνα, τα Ιωάννινα ήταν ακόμη μικρή πόλη, σιωπηλή πλάι στη λίμνη. Η Άρτα κρατούσε τα σκήπτρα, και δίκαια. Μόνο δύο αιώνες αργότερα, όταν η αίγλη της θα άρχιζε να φθίνει, τα Ιωάννινα θα αναδεικνύονταν σε νέο κέντρο της Ηπείρου.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η Άρτα δεν επελέγη τυχαία· ήταν μια πόλη έτοιμη, πλούσια και οχυρωμένη, στη σωστή θέση και στην κατάλληλη ώρα. Το Partitio Romaniae* την κατέγραψε ως λάφυρο των Λατίνων· μα η ιστορία την ανέδειξε ως πρωτεύουσα της ελληνικής συνέχειας στη Δύση — τη φλόγα που δεν έσβησε μέσα στα ερείπια της Αυτοκρατορίας…..
Στη φωτογραφία “Τρεις σκηνές από τον Madrid Skylitzes” (Σύνοψη Ἱστοριῶν, 12ος αιώνας, Biblioteca Nacional de España, Cod. Vitr. 26-2*). Η θάλασσα, οι πορείες και οι τελετουργίες της βυζαντινής αυλής ζωντανεύουν μέσα από τις μινιατούρες — εικόνες ενός κόσμου που θα αναζητήσει νέα πατρίδα μετά το 1204.
Οι πρώτοι εργαζόμενοι – από τον Σεπτέμβριο του 1960 – στο ξενοδοχείο Ξενία. Δεξιά η Αρετή Κολιού και αριστερά το ζεύγος Κων/νου & Κυριακής Πέτσα. (Φωτο από αρχείο Οικ. Πέτσα – Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
Μια ακόμη φωτογραφία από την χθεσινή εκδήλωση. Η εικόνα αποτυπώνει το νεοκλασικό διώροφο κτίριο δίπλα στο Γεφύρι της Άρτας — αυτό που σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο «Σκουφάς». Οι σκαλωσιές μαρτυρούν μια περίοδο αποκατάστασης ή συντήρησης του κτιρίου, πιθανόν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (1982 – 84), όταν ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος «Σκουφάς» ανέλαβε τη διάσωση και την αναστήλωση του παλιού μεθοριακού φυλακίου, μετατρέποντάς το σε μουσείο. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του Σπύρου Μαντά)
…κι εδώ μια βελτιωμένη έκδοση της φωτογραφίας με ΑΙ.
Η χτεσινή εκδήλωση για τη νέα εποχή του Λαογραφικού Μουσείου του «Σκουφά» —με προσανατολισμό τη δημιουργία του Μουσείου του Γεφυριού της Άρτας— φέρνει στο νου μια παλιά, αλλά διαχρονικά διδακτική ιστορία.
Το 1929, όταν κάποιοι πρότειναν την κατεδάφιση του Γεφυριού για να ανεγερθεί «σύγχρονο» με τσιμέντο και σίδερα, ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι της Άρτας και της Ηπείρου που ύψωσαν πρώτοι τη φωνή της λογικής και της ψυχής. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Παπαβασιλείου, τότε διευθυντής του Ηπειρωτικού Βήματος, του οποίου ο αγώνας συγκίνησε τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος έγραψε το συγκλονιστικό εκείνο γράμμα:
“Φίλε κύριε Παπαβασιλείου, Πολλές φορές με θυμήθηκες στο Ηπειρωτικόν βήμα και με όλο το λυρισμό της καλωσύνης σου και δεν κατώρθωσα να σου δώσω σημεία ζωής. Τώρα σου εύχομαι κι εγώ ευτυχισμένο το 1930 και στο “Ηπειρ. Βήμα” αποκρίνομαι με τα εγκαρδιώτερά μου ευχητήρια ζωής ορθής και μακρόβιας. Είναι λίγος καιρός, νομίζω, που έβλεπα κάποιο σου αγώνα, για να περισωθή ένα σας λείψανο παλαιικό. Και σε χειροκρότησα. Της Άρτας το γιοφύρι είναι λαϊκό αριστούργημα, σαν ένα κομμάτι από ραψωδία Ομηρική. Και είναι για να το εκμεταλλεύεται ποίση και μουσική μας όσο υπάρχουν. Αν το λείψανο που αγωνίστηκες να γλυτώσης – άσχετο από κάποια πρακτική ωφελημοθηρία – σχετίζεται με το θρυλικό αυτό θησαυρό, σου πρέπει στεφάνι. 19 – 1 – 1930. Κωστής Παλαμάς» Η αυθεντική αυτή συνηγορία μαρτυρεί το ανώτερο ήθος του Παλαμά σαν σκεπτόμενου ανθρώπου, που καταδεχόνταν από την υψηλή σκοπιά του να παρακολουθή με τέλεια ενημερότητα τα πνευματικά ζητήματα της επαρχίας. Ενώ μερικοί από τους σημερινούς μας πνευματικούς ταγούς, ομφαλοσκόποι και εγωκεντρικοί, κλείστηκαν στο καβούκι τους και περιώρισαν την Ελλάδα στην πρωτεύουσα. Τους αρκεί να καλλιεργούν τις λόξες των εν ονόματι της «Νέας Τέχνης» και να αλληλολιβανίζονται. O tempora, o mores……” (Πηγή : Άρθρο του Γ. Ι. Παπαγεωργίου στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τχ. 32, 1954)
Αυτό το ήθος, που έβλεπε στα μνημεία όχι ερείπια αλλά ψυχή και ταυτότητα, είναι ο λόγος που σήμερα το Γεφύρι στέκει ακόμη….
Στην φωτογραφία το κτίριο του λαογραφικού μουσείου του Μ/Φ Συλλόγου “ΣΚΟΥΦΑΣ”, πριν την ανακαίνισή του. (Από το αρχείο του Σπύρου Μαντά)
Χρησιμοποιούμε cookies για την σωστή λειτουργία του ιστότοπου, καθώς και για βελτίωση των υπηρεσιών μας προς εσάς. Με τη χρήση αυτή της ιστοσελίδας, αποδέχεστε την Πολιτική Απορρήτου μας.
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. These cookies ensure basic functionalities and security features of the website, anonymously.
Cookie
Duration
Description
cookielawinfo-checkbox-analytics
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics".
cookielawinfo-checkbox-functional
11 months
The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional".
cookielawinfo-checkbox-necessary
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary".
cookielawinfo-checkbox-others
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other.
cookielawinfo-checkbox-performance
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance".
viewed_cookie_policy
11 months
The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data.
Functional cookies help to perform certain functionalities like sharing the content of the website on social media platforms, collect feedbacks, and other third-party features.
Performance cookies are used to understand and analyze the key performance indexes of the website which helps in delivering a better user experience for the visitors.
Analytical cookies are used to understand how visitors interact with the website. These cookies help provide information on metrics the number of visitors, bounce rate, traffic source, etc.
Advertisement cookies are used to provide visitors with relevant ads and marketing campaigns. These cookies track visitors across websites and collect information to provide customized ads.