“Η μόνη Σαρακοστή που είχε κάποια αίγλη και κάποια θελκτικότητα ήτανε η Σαρακοστή της Λαμπρής. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, την περιμέναμε με το στόμα ανοιχτό και σε τέτοιο βαθμό φανατισμού, που αν παραβγούμε με την τωρινή νεολαία, ασφαλώς θα βγάλωμε το συμπέρασμα πως όλοι μας εκείνο τον καιρό ήμεθα, αν όχι γελοίοι, αλλά τουλάχιστον τρελλοί.
Και όμως, όπως θέλετε πάρτε το, ημείς την περιμέναμε. Προτού ακόμα βγούνε οι Απόκρηες λέγαμε «Πότε νάρθει η Καθαρή Δευτέρα να φάμε πιταστές και να πιάσουμε τα Κούλουμα όξω στο Γιοφύρι, κάτω στην Παναγιά, πέρα στην Άη – Δήτρια, ψηλά στο Κάστρο, απάνω στη Φωνερωμένη και πίσω στο Ριζόκαστρο. Πότε νάρθη το ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων, να στολίσωμε τους τάφους με λουλούδια, να κλάψωμε τους δικούς μας και να σιάξωμε τα μνήματα που τα παραμόρφωσε η βροχή και τα αυλακάκια. Πότε ναρχίσουν τα εγκώμια της Θεοτόκου να πάρωμε τους χαιρετισμούς από τον Αγραφιώτη, τον Παγώνα και τον Φωτόπουλο και να βγάλωμε όλες τις φράχτες των κήπων να τις κάψωμε έξω απ’ την εκκλησία. Πότε νάρθη ο Λάζαρος να φτάσωμε τραγουδώντας μέχρι τη Μπάνη και το Κομπότι μαζεύοντας αυγά για τη Λαμπρή ή πεντάρες για καινούργια τσαρούχια. Πότε νάρθη το Μεγαλοβδόμαδο να μην αφήσωμε φράχτη για φράχτη και παλούκι για παλούκι. Πότε νάρθη η Μεγάλη Παρασκευή να ξαναμαζέψωμε φρέσκα αυγά και πότε νάρθη η Ανάσταση να φορέσωμε τα καινούργια μας ρούχα και να γυρίσωμε να φάμε το κόκινο αυγό….»Και όλα αυτά έρχονταν, έφευγαν και ξανάρχονταν και ξαναζωντάνευαν τα όμορφα έθιμα μέσα στις καρδιές μας ως που θα πάνε και θα πάνε και θα σβήσουν ως θύματα κι αυτά του πολιτισμού. Και θα μείνουν πλέον στην μπάντα όχι ως αναμνήσεις αλλά ως θρύλοι. Μια τέτοια ποικιλία πως θα μπορεούσε να μην έχει αίγλη και θελκτικότητα?
Κι αυτοί οι γέροι κ οι γριές με τόνα πόδι στο λάκκο δεν έλειπαν βραδυά από την εκκλησία. Άφησε το γυναικολόι που κατελάμβανε προ μιας ώρας τας θέσεις. Σωστό πανδαιμόνιον. Τα σπίτια έμεναν σχεδόν αδειανά κι αυτά τα σκυλιά τριγύριζαν έξω απ’ τις εκκλησίες. Αλλά μήπως είχαμε και λίγες? Όσες ήτανε, όλες λειτουργούσαν. Μετράτε : Αη-Δήτρια, Παρηγορήτρια, Άγιοι Πάντες, Παντοκράτωρ, Άγιος Κωνσταντίνος, Αγία Θεοδώρα, Αγία Σωτείρα, Άγιος Λουκάς, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Σπυρίδων, Αγία Σοφία, Άγιος Νικόλαος, Μητρόπολις, Άγιος Ιωάννης, Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Γεώργιος, Άγιοι Θεόδωροι και Φανερωμένη. Φαντασθήτε τόσες εκκλησίες και πάλι δεν χωρούσανε τους πιστούς στην Άρτα. Ήμεθα όλοι θρήσκοι πέρα για πέρα. Και θρήσκοι με όλη τη σημασία της λέξεως. Οι χασάπηδες καθ’ όλην την Σαρακοστήν δεν πέρναγαν αρνί στα τσιγκέλια κι αν πέρναγαν κανένα το πέρναγαν για τους ασθενείς και για μερικούς κοιλιόδουλους που ήθελαν να μας δείξουν πως κάτι ξαίρουν από μας περισσότερο. Τα ίδια κι οι Γιαουρτάδες και οι Ψαράδες. Όποιος έβλεπε τον άλλον να τρώει τον φώναζε οβρηό. Ο Καζάκος, ο Αγαθής και οι άλλοι δεν μαγείρευαν ποτέ αρτίσιμα φαγητά παρά αχεβάδες, μήδια, πίνες, οκταπόδια κ.τ.λ. Από παπάδες ακούγονταν τότε ο Παπά-Τζινέρης στην Παρηγορήτρια και ο Παπά – Νικόλας του Αγίου Νικολάου. Από ψαλτάδες, όλοι καλοί, αλλά ο καλλίτερος ο σχωρεμένος Γιαννάκης Παγώνας μαθητής του δάσκαλου Γιαννάκη Δημητριάδη, ψάλτου δεξιού του Αγίου Γεωργίου. Στην Παρηγορήτρια που έψελνε ο Παγώνας γινόταν αυτές τις μέρες πανζουρλισμός. Έτρεχαν όλοι ν’ ακούσουν τη γλυκειά του φωνή και να θαυμάσουν την αρμονία της Βυζαντινής Μουσικής. Να γιατί είχε αίγλη και θελκτικότητα τότε η Σαρακοστή. Ενώ σήμερα……είναι ζήτημα αν μαγειρεύει κανένας μήδια κι αχεβάδες…..(Πηγή : Άρθρο του Θεόδωρου Δ. Ζαχαρή στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ στις 16 Μαρτίου 1932).
Στη φωτογραφία ” Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ” από το Ευαγγέλια Rossano (The Rossano Gospels – Cathedral of Rossano, Calabria, Italy, Archepiscopal Treasury, s.n.) που είναι ένα Βυζαντινό Ευαγγελικό Βιβλίο του 6ου αιώνα και πιστεύεται ότι είναι το παλαιότερο σωζόμενο εικονογραφημένο χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης. (Πηγή : https://www.calabria.org.uk/calabria/arte-cultura/CodexPurpureusRossanensis/codex2.htm)