———————
“Θυμάμαι σαν τώρα, πως και πως περιμέναμε να έρθει το Πάσχα. Και περισσότερο δε εμείς που νηστεύαμε όλη τη μεγάλη Σαρακοστή. Άλλοι χωριανοί νήστευαν μόνο την πρώτη και τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής. Έτσι τη βγάζαμε 49 ολόκληρες μέρες με σαρακοστιανά φαγητά (ελιές, χαλβά, φακές, φασόλια με λιασμένα κορόμηλα, κουρκούτι ξηροκαμμένη, μαντζιόνα (αλεύρι καλαμποκίσιο βρασμένο με νερό), ζεματούρα κ.α.)
Μόλις περνούσαν, λοιπόν, οι Απόκριες, με τα ξηροκαμμένα αρνιά στη γάστρα κι οι λογιαστές πίτες ( τυρόπιτες, τραχανόπιτες, κρεατόπιτες…..) έδιναν τη θέση τους στην Καθαρά Δευτέρα με τα σκορδάκια, τα κρεμμυδάκια, με τουρσιά ταραμάδες κι αντί για πιταστή τη ροκίσια κουλούρα και μ’ όλα τα υπαίθρια ξεφαντώματα του γλεντιού με χορούς και τραγούδια, αλλά και του αποχαιρετισμού της γαστρικής ευωχίας…! Την άλλη μέρα άρχιζε η Σαρακοστή με τη νηστεία και την προσευχή. Κι όλοι οι κάτοικοι του χωριού στις καθημερινές τους ασχολίες, που αποσκοπούσαν οι περισσότερες και στη μεγάλη γιορτή της ΛΑΜΠΡΗΣ….
Οι νοικοκυρές θ’ αποδύονταν στο μάζεμα των αυγών μια και δεν υπήρχε οικιακή κατανάλωση, λόγω Σαρακοστής. Έπαιρναν τ’ αυγά απ’ τις φωλιές στην ποδιά και τα εναποθήκευαν στο κατώι, σ΄ ένα καλάθι. Τα βάζαν κατά σειρές κι ανάμεσά τους για προστασία τοποθετούσαν ξηρά χορτάρια (ψιλά άχυρα, ροκόφυλλα κ.α.). Απ’ αυτά θα μας έδιναν και σε μας τα παιδιά για ν’ αγοράσουμε κανένα τετράδιο απ’ το μαγαζί για το σχολείο μια και οι παράδες ήταν λιγοστές εκείνα τα χρόνια. Απ’ αυτά τα αυγά θα φιλεύονταν τα παιδούρια, που λέγαν τα κάλαντα στις γιορτές του Ευαγγελισμού, του Λαζάρου και της Μεγάλης Παρασκευής. Άλλα θα δίνονταν σ’ επισκέπτες κι άλλα θα βάφονταν τη Μ. Πέμπτη………….
Εμείς τα παιδιά, εκτός απ’ το σχολείο και τα παιγνίδια, φροντίζαμε και τα μανάρια για βοσκή. Καρτερούσαμε τις γιορτές Ευαγγελισμού, Λαζάρου και Μ. Παρασκευής, που με το στολισμένο καλαθάκι και παρεούλες δυο-δυο, θα γυρίζαμε όλα τα σπίτια για να πούμε τα κάλαντα…………….
Το Μεγαλοβδόμαδο ήταν πολύ κουραστικό. Από την αρχή της εβδομάδας θ’ άρχιζε η γενική καθαριότητα του σπιτιού, θα μετατοπίζονταν από τη θέση τους όλα τα σέια (διάφορα συγύρια) του σπιτιού για μια απαστράπτουσα καθαριότητα. Κασέλες, μπαούλα, μπουφέδες, καρέκλες κι όλα τα συγύρια θα μεταφέρονταν άλλα μέσα κι άλλα έξω απ’ το σπίτι, για ν’ ασβεστωθούν οι τοίχοι σ’ όλα τα δωμάτια. Και τα πολύχρωμα χοντροσκούτια που αποτελούσαν το γοίκο θα ξεδιπλώνονταν και θ’ απλώνονταν για να τα βαρέσει λίγο ήλιος και για ν’αεριστούν. Και σε δυο τρεις μέρες τελείωνε το ασβέστωμα και παντού κυριαρχούσε ασπρίλα.
Οι τοίχοι, τα σκαλοπάτια, τα πέτρινα πεζούλια, οι πλάκες της αυλής μέχρι που θα ζωγραφίζονταν και οι αρμοί με τη βούρτσα στο χέρι, καθώς και οι γλάστρες των λουλουδιών και η εξώπορτα. Κι όλα μύριζαν ασβέστη και καθαριότητα. Ήταν όμορφα τη Μεγάλη Εβδομάδα στο χωριό!!! Όταν χτύπαγε, κατά το σούρουπο η καμπάνα στις αγρυπνίες ή νυχτιές (στην Ήπειρο τις λένε “καλονυχτιές”), όλα τα δρομάκια γέμιζαν απ’ ανθρώπινες σιλουέτες κι όλα οδηγούσαν στο μεσοχώρι, στην κεντρική μας εκκλησία που είναι τ’ Άι- Γιώργη. Κι οι δρόμοι φωτίζονταν από τα ψυχοκέρια και τα έγχρωμα χάρτινα φαναράκια που τα κρατούσαμε περίχαρα εμείς τα παιδιά. Τα φαναράκια δεν πουλιόνταν στα μαγαζιά του χωριού και παιδευόμασταν μόνοι μας για μέρες να τα συνταιριάξουμε. Κόβαμε, θυμάμαι με το ψαλίδι κόλλες από τετράδια, χαρτόνια, μπογιές και ζυμάρι για να τα κολλήσουμε……….” (συνεχίζεται…)
(Πηγή : Άρθρο του Πέτρου Θ. Σκουτέλα , ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, τχ. 273, 2002)