ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ, “ΠΕΡΙ ΑΓΚΛΙΤΣΑΣ”

————————-
“Κλείτσα”, ορθοτέρα “γκλίτσα, αγκλίτσα, αγκουλίτσα”. Από τη λέξη” αγκών”, κατά την άποψη του αειμνήστου καθηγητού μας Νίκου Βέη. (Η. Βασιλάς, Ηπειρωτική Εστία, τχ. 107).
Την ετυμολογία αυτήν της λέξης σχολιάζει σε άλλο τεύχος ο Αθανάσιος Παπαχαρίσης :
“Δύσκολον κάπως να συσχετίσωμεν την λέξην Αγκλίτσα – κλίτσα – κλίτσος αμέσως και χωρίς ενδιάμεσον σταθμόν με την λέξην “αγκών”, όπως κατά δήλωσιν του κ. Βασιλά ήθελεν ο Βέης. Θείος είναι ο αγκών και ανεψιά η αγκλίτσα. Δεν είναι πατέρας και θυγατέρα. Και έχει και άλλους θείους και άλλας θείας η αγκλίτσα : αγκή (=αγκάλη), το άγκος ( =κοιλάς), αγκοίνη (=αγκάλη, κεκαμμένος βραχίων), αγκάλη, άγκιστρον, άγκυρα. Μάννα της είναι η λέξη “αγκύλη”, θηλυκόν του επιθέτου αγκύλος,-η,-ον (=κυρτωμένος).
Θα έλεγον λοιπόν κάποτε “αγκύλη ράβδος” και κατόπιν μόνον “αγκύλη” κατά παράλειψιν του ουσιαστικού ράβδος….. Εις ημάς δεν έφθασε το “αγκύλη”, έφθασε το υποκοριστικόν “αγκλίτσα”. Πλήρης και απαθής η λέξη θα ήτο “αγκυλίτσα”, αλλ’ απεσιωπήθη το άτονον ι (υ), όπως συμβαίνει εις τα βόρεια γλωσσικά ιδιώματα λόγω του δυναμικού τονισμού (Πρβλ. βλαρ’ αντί βλάρι, τρανταφλιά αντί τριαναταφυλλιά, σνι αντί σινί, σκλι αντί σκυλί κτλ.) Τώρα από το “αγκλίτσα”, ας προχωρήσουμε εις το “κλίτσα”. Η αιτιατική της “αγκλίτσα”, δηλ. άρθρον και ουσιαστικόν μαζί είναι μία τονική ενότης και ως εκ τούτου προφέρεται ως μια λέξη “τηναγκλίτσα”.
Αν προσέξωμεν, μέσα εις την συλλαβήν γκλι- ακούγεται ένα υπερωικόν ν, όπως εις τας λέξεις “άγγελος, αγκαλιά”. Προς σαφεστέραν δήλωσιν του πράγματος δυνάμεθα να ξαναγράψωμεν την λέξιν χρησιμοποιούντες και ένα λατινικόν γράμμα, όπως συνηθίζεται εις τοιαύτας περιπτώσεις “τηνανgλίτσα”.
Τώρα έγινε και με την γραφήν φανερόν ότι υπάρχουν δύο αλλεπάληλα ν, που δεν το συγχωρεί ο νόμος της απλολογίας, ο οποίος λειτουργών μας δίδει νέαν φάσιν της λέξεως την “gλίτσα”. Όταν δε έλθωμεν εις την ονομαστικήν, λέγομεν “η κλίτσα” (Πρβλ. τον gακό – ο κακός, τον gώστα- ο Κώστας, τον gερατά- ο κερατάς) ή, όπως εις πολλά μέρη, η “γκλίτσα” (δηλ. η νgλίτσα ) καθ’ ον τρόπον κατά τα ανωτέρω λεχθέντα από την “κουλιάστρα, την κλιάστρα” έγινε ονομαστή “η γκουλιάστρα , η γκλάστρα”. Το ν δηλαδή του άρθρου, είχε δεν είχε, εκόλλησε εις το ουσιαστικόν.
Από το θηλυκόν η “κλίτσα” επλάσθη και το αρσενικόν, “ο κλίτσος”. Δηλοί δε αύτη η λέξις, όσον γνωρίζω, πάσσαλον εις τον τοίχον εμπηγμένον προς ανάρτησιν της κάπας ή άλλων ιματίων ή ταγαρίων. Φαίνεται ότι ο κλίτσος, άλλοτε ή αλλαχού, θα ήτο κάπως κυρτωμένος, όπως κυρτωμένη ήτο και η κλίτσα.(Από το άρθρο του Α. Παπαχαρίση, ΠΡΟΣΘΗΚΑΙ ΕΙΣ ΤΙΝΑ ΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΥ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΠΥΡ. ΜΟΥΣΕΛΙΜΗ, Ηπειρωτική Εστία, τχ. 109, Μάιος 1961)

Στη φωτογραφία ο Σπύρος. Β. Καρατζένης με την αγκλίτσα, τον (ν)τρουβά και το κοπάδι του, μια ζωή “πρατάρης”. (Φωτο από αρχείο Νίκου Καρατζένη) 

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *