“……Την Κυριακή με τον Δημόπουλο, δρόμο για την Κόπρενα. Εδώ δεν είναι και πολύ άσχημα τα πράγματα. Υπάρχει ένα ξενοδοχειάκι ύπνου, υπάρχει εστιατόριο, υπάρχουν καφενεία. Οι άνθρωποι, ως επί το πλείστον ψαράδες, είναι πρόσχαροι και εξυπηρετικοί. Παίρνουμε τον δρόμο ως την άκρη, όπου είναι ο Φάρος.
“Εδώ θέλω να μου φτιάξεις έναν τοίχο, μια σκαλωσιά, κάτι που να έχει επάνω ένα μεγάλο ντεπόζιτο με νερό. Αυτή η πόρτα να έχει παραθυράκι με κάγκελα και να κλείνει απέξω, και να σου δείξω που θέλω να υπάρχει ένας βάλτος, που θα πέσει μέσα το αεροπλάνο”.
“Ρε Δημόπουλε, το σενάριο με το Μοντανάρη εδώ το γράψατε;”
Γελάει…
“Γιατί δεν σ’ αρέσει το μέρος;”
“Αντίθετα. Είναι πολύ πρόσφορο για την ταινία και μαζεμένο. Είναι μακριά βέβαια απ’ την Αθήνα, αλλά τουλάχιστον δεν έχουμε κουβάλα, φόρτωνε, τρέχα στου διαόλου τη μάνα, ξεφόρτωνε, κάνε γύρισμα, ξαναφόρτωνε, ξανατρέχα και χάνε ώρες. Εδώ είναι όλα μαζεμένα”.
Η ώρα έχει περάσει, μπαίνουμε στο εστιατόριο
“Καλώς τα παιδιά”.
“Πεινάμε, τί θα μας ταΐσετε;”
“Όλα τα καλά. Γαρίδες, καραβίδες ψητές-τηγανιτές-σαγανάκι, φρέσκο ψωμί σπιτικό, σαλάτα”.
“Άλλο;”
“Τί άλλο; Γαρίδες, καραβίδες φρέσκιες, μυρίζουν θάλασσα”.
“Εκσκαφέας υπάρχει;” ρωτάω.
“Όχι, που να μας πέφτει κάνας αστακός!”
“Ο εκσκαφέας δεν είναι θαλασσινό, δεν τρώγεται. Είναι μηχάνημα που ανοίγει λάκκους”.
“Α, τέτοιο; Όταν χρειάζεται, σπάνια, το φέρνουμε απ’ την Άρτα”.
“Από την Άρτα; Τόσο μακριά;”
“Δεν είναι μακριά. Εμείς, για να ξέρεις, άμα θέλουμε καμιά….ξέρεις τι εννοώ, εκεί πάμε”.
Κάνω έναν πρόχειρο κατάλογο ανθρώπων, ηθοποιών, συνεργείου για να ξέρω πόσα κρεβάτια θα χρειαστώ για τους δυο μήνες παραγωγής, μια και η ταινία θα γυριστεί όλη εκεί και μιλάω με τον ξενοδόχο.
“Έτσι κι έτσι. Θα κάνουμε μια δουλειά εδώ, αυτούς τους μήνες και θα χρειαστούμε τόσα περίπου κρεβάτια. Τί λες, θα μας βολέψεις;”
Σκέφτεται, μετράει στα δάχτυλα, ξανασκέφτεται, πάλι μέτρημα στα δάχτυλα και αποφασίζει…
“Θα τα καταφέρουμε. Μερικά δωμάτια είναι μεγάλα και χωράει και τρίτο κρεβάτι. Ελάτε εσείς με το καλό, και όλα θα γίνουν”.
“Πες πως ήρθαμε”.
“Από τώρα;”
“Από τότε που σου είπα, αλλά θέλω να είμαι σίγουρος”.
“Να είσαι”.
……………………………
Το καλοκαίρι, ο Βάλτος παρά τις δυσκολίες προχωράει καλά, κυρίως λόγω καλής προετοιμασίας. Έχουμε ένα πολύ μεγάλο συνεργείο, με πολλούς μπογιατζήδες, έρχεται εκσκαφέας από την Άρτα και ανοίγει λάκκο όπου θα κατασκευαστεί ο βάλτος. Τον γεμίζουμε νερό από τη θάλασσα με μια μηχανή άντλησης που έχουμε φέρει από την Αθήνα. Το εσωτερικό του φάρου γίνεται σκηνικό στην Αθήνα και τα εσωτερικά γυρίσματα μένουν τελευταία. Επινοούμε χίλιες δυο κατασκευαστικές ευρεσιτεχνίες, το αεροπλάνο ανατινάζεται, τα λεφτά πέφτουν στη θάλασσα, όλα γίνονται όπως πρέπει. Ο Δημόπουλος, πολύ ικανοποιημένος, τελειώνει νωρίτερα το πρόγραμμά του και φεύγουμε, αφού η Μπενσουάν, έτσι κι αλλιώς, έχει καταναλώσει πλέον όλο το ούζο της Κόπρενας.
Εκεί κάτω στην απομόνωσή μας δεν έχουμε πάρει χαμπάρι ότι ο Παπαδόπουλος έχει γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Πρωθυπουργός ο Μαρκεζίνης. (Πηγή : Finos Film 1939 – 1977, Μάρκος Ζέρβας, Γιάννης Ζέρβας, Αθήνα, 2003)
Στις φωτογραφίες διάφορα στιγμιότυπα από την κατασκευή του ψεύτικου αεροπλάνου που χρειάστηκε για τις ανάγκες της ταινίας από το ίδιο βιβλίο.